Τραμπ δίκη: Η ώρα της δίκης του Ντόναλντ Τραμπ έφτασε και έτσι το όνομα του Αμερικανού μεγιστάνα μπαίνει ως τρίτος στη λίστα των προέδρων των ΗΠΑ που παραπέμφθηκαν σε δίκη με πρόταση μομφής. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορείται για κατάχρηση εξουσίας, καθώς αρνήθηκε να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, εάν η χώρα δεν ξεκινούσε έρευνα κατά του γιου του δυνητικού αντιπάλου στις εκλογές του Νοεμβρίου, Τζο Μπάιντεν. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Τραμπ, στη δίκη που ξεκινά σήμερα. Η δεύτερη κατηγορία εναντίον του 45ου Αμερικανού προέδρου αφορά την παρεμπόδιση της έρευνας του Κογκρέσου επί του θέματος.
Μετά τη συνεδρίαση της Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου εγκρίθηκαν τα άρθρα παραπομπής ενάντια στον Ντόναλντ Τραμπ, τον λόγο παίρνει η Γερουσία. Εκεί, θα ακουστούν οι δύο πλευρές, εισαγγελείς από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δικηγόροι από τον Λευκό Οίκο αλλά και οποιοσδήποτε μάρτυρας, και στη συνέχεια θα αποφασιστεί εάν ο Αμερικανός πρόεδρος θα καταδικαστεί. Η καταδίκη του Ντόναλντ Τραμπ θεωρείται, βέβαια, απίθανη, καθώς οι Ρεπουμπλικανοί κατέχουν την πλειοψηφία της Γερουσίας. Για να καταδικαστεί ο Αμερικανός πρόεδρος χρειάζονται 67 ψήφοι, ωστόσο, το σώμα αποτελείται από 47 Δημοκρατικοί και 53 Ρεπουμπλικανούς.
Τα νομικά επιχειρήματα υπεράσπισης του Ντόναλντ Τραμπ
Λίγο πριν τη δίκη, ο Λευκός Οίκος δημοσίευσε τα νομικά επιχειρήματα υπεράσπισης που θα επικαλεστεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Η νομική ομάδα υπεράσπισης τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι Δημοκρατικοί δεν προσδιόρισαν το «αδίκημα καθαίρεσης», ενώ χαρακτηρίζει την έρευνα «ανεπανόρθωτα προβληματική». Παράλληλα, τονίζουν ότι δεν παρουσιάστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για την στήριξη των κατηγοριών.
«Η Γερουσία πρέπει ταχέως να απορρίψει αυτά τα ελλιπή άρθρα παραπομπής και να αθωώσει τον πρόεδρο», τονίζουν στο συνοπτικό σημείωνα, ενώ χαρακτηρίζουν τις κατηγορίες «προσβολή» στο αμερικανικό Σύνταγμα.
Πρώτη κατηγορία
Φέρεται να ζήτησε βοήθεια από την ουκρανική κυβέρνηση για να επανεκλεγεί τον Νοέμβριο. Ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να καταχράστηκε την εξουσία του, αρνούμενος να δώσει στην Ουκρανία στρατιωτική βοήθεια ύψους 391 εκατ. δολαρίων, εάν προηγουμένως ο πρόεδρος της χώρας Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν ανακοίνωνε δημοσίως ότι άρχισε έρευνα κατά του γιου τού Τζο Μπάιντεν, πιθανού αντιπάλου του στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Δεύτερη κατηγορία
Ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε να επιτρέψει στο προσωπικό να καταθέσει κατά τις πρώτες ακροάσεις κατά της μομφής πέρυσι, οι Δημοκρατικοί κατηγόρησαν τον Τραμπ ότι παρεμπόδισε την έρευνα του Κογκρέσου επί του θέματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την έρευνα σχετικά με τη ρωσική παρέμβαση στις εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ και σχετικά με τους ιδιαίτερους δεσμούς της καμπάνιας του Ντόναλντ Τραμπ με τη Ρωσία, που είχε προκαλέσει σάλο.
Τα στοιχεία κατά του πρόεδρου
Η αρχή της υπόθεσης έγινε μετά από καταγγελία, που κατατέθηκε από μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, σχετικά με επικοινωνία του Τραμπ με τον Ζελένσκι. Έγγραφο αποκάλυψε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος είχε καλέσει τον Ουκρανό ομόλογό του και φέρεται να του ζήτησε να διερευνήσει ισχυρισμούς κατά των Τζον και Χάντερ Μπάιντεν. Ο γιος του Μπάιντεν εργαζόταν για έναν ουκρανικό όμιλο φυσικού αερίου από το 2014, την περίοδο που ο πατέρας του ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, επί προεδρίας Ομπάμα.
Η κλήση ήρθε μετά από απαγόρευση του Τραμπ να απελευθερώσει εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Αργότερα, ένας ανώτερος υπάλληλος κατέθεσε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κατέστησε σαφές ότι η απελευθέρωση της βοήθειας εξαρτάται από την έρευνα του Μπάιντεν. Η πλευρά Τραμπ αυτό το αρνείται.
Όμως, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι μίλησε με τον Ζελένσκι για τους Τζο και Χάντερ Μπάιντεν, αλλά είπε ότι η συνομιλία με τον Ουκρανό πρόεδρο «δεν περιείχε κάτι το μεμπτό» και δεσμεύτηκε να δώσει στη δημοσιότητα το περιεχόμενο της.
Η υπερασπιστική γραμμή του προέδρου
Ο Λευκός Οίκος έδωσε στη δημοσιότητα τα νομικά επιχειρήματα υπεράσπισης που θα επικαλεστεί ο Ντόναλντ Τραμπ, καθώς η Γερουσία ετοιμάζεται να ξεκινήσει αύριο τη δίκη για την πιθανή καθαίρεση του προέδρου των ΗΠΑ.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος – μόλις ο τέταρτος από τους 45 Αμερικανούς προέδρους που βρίσκεται αντιμέτωπος με δίκη για πιθανή καθαίρεσή του – παρουσίασε για πρώτη φορά τα πλέον λεπτομερή επιχειρήματά του γιατί πρέπει να παραμείνει στον θώκο του.
Στο συνοπτικό σημείωμα με τα επιχειρήματα της νομικής ομάδας υπεράσπισης του προέδρου Τραμπ, μεταξύ άλλων τονίζεται πως: «η Γερουσία πρέπει ταχέως να απορρίψει αυτά τα ελλιπή άρθρα παραπομπής και να αθωώσει τον πρόεδρο», ενώ οι κατηγορίες χαρακτηρίζονται μια «προσβολή» στο αμερικανικό Σύνταγμα.
Ακολουθούν κάποια από τα νομικά επιχειρήματα:
1) Οι Δημοκρατικοί βουλευτές δεν προσδιόρισαν ένα «αδίκημα καθαίρεσης»
«Η καινοφανής θεωρία των βουλευτών του Δημοκρατικού κόμματος για ‘κατάχρηση εξουσίας’ υποσκελίζει εσφαλμένα την προδιαγραφή της κατηγορίας για ‘σοβαρά αδικήματα και πταίσματα’ με μια κατασκευασμένη θεωρία που θα αποδυναμώνει μόνιμα την Προεδρία επιτρέποντας ουσιαστικά απαγγελίες κατηγοριών για πιθανή καθαίρεση με βάση μονάχα πολιτικές διαφωνίες».
«Η κατηγορία των Δημοκρατικών βουλευτών για ‘παρακώλυση του έργου του Κογκρέσου’ είναι επιπόλαιη και επικίνδυνη. Οι Δημοκρατικοί βουλευτές προτείνουν την απομάκρυνση του προέδρου από το πόστο του επειδή διεκδίκησε νομικά του δικαιώματα και προνόμια που αντλεί από την εκτελεστική εξουσία ενάντια σε ελλιπείς κλητεύσεις…»
«Ο Πρόεδρος έδωσε εντολή σε τρεις από τους πλέον ανώτερους συμβούλους του να μην συμμορφωθούν με τις κλητεύσεις για κατάθεσή τους επειδή απαλλάσσονται από την υποχρέωση να καταθέσουν ενώπιον του Κογκρέσου».
2) Η έρευνα για την καθαίρεση είναι «ανεπανόρθωτα προβληματική»
«Η διαδικασία που οδήγησε αυτά τα Άρθρα Παραπομπής ήταν προβληματική από την αρχή. Από την ίδρυση του κράτους των ΗΠΑ, η Βουλή δεν ενεργοποίησε ποτέ μια έρευνα παραπομπής ενάντια σε ένα πρόεδρο χωρίς την ψήφιση από την ολομέλεια της Βουλής για εξουσιοδότησή της».
«Οι Δημοκρατικοί βουλευτές επινόησαν μια ανήκουστη διαδικασία αρνούμενοι στον Πρόεδρο οποιαδήποτε υποψία δίκαιης διαδικασίας. Η διαδικασία ξεκίνησε με μυστικές ακροάσεις σε ένα υπόγειο καταφύγιο…Δεν δόθηκε κανένα δικαίωμα στον Πρόεδρο να συμμετέχει».
«Οι ακροάσεις του προέδρου Σιφ ήταν μοιραία ελαττωματικές για έναν ακόμη λόγο. Ο ίδιος ο Σιφ διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο πίσω από αυτούς βοηθώντας να δημιουργηθεί η ιστορία».
«Οι Δημοκρατικοί βουλευτές προσέφυγαν σε αυτές τις πρωτοφανείς διαδικασίες επειδή ο στόχος δεν ήταν ποτέ να μάθουν την αλήθεια. Ο στόχος ήταν να παραπέμψουν σε δίκη τον πρόεδρο, ασχέτως των γεγονότων».
3) Οι Δημοκρατικοί «δεν παρουσίασαν κανένα αποδεικτικό στοιχεία για να στηρίξουν τις κατηγορίες τους»
«Οι βουλευτές των Δημοκρατικών εσφαλμένα απήγγειλαν κατηγορίες εις βάρος του Προέδρου για την υποτιθέμενη στρατιωτική βοήθεια υπό όρους, ή μια προεδρική συνάντηση για την ανακοίνωση της Ουκρανίας για μια συγκεκριμένη έρευνα. Ωστόσο…οι Δημοκρατικοί βουλευτές δεν έχουν ούτε έναν μάρτυρα που υποστηρίζει, με βάση άμεση γνώση, ότι ο πρόεδρος έθεσε ποτέ στην πραγματικότητα έναν τέτοιο όρο».
«Τα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν πως ο Πρόεδρος Τραμπ είχε έννομες ανησυχίες για τη διαφθορά και την κατανομή των βαρών με τους συμμάχους μας – δύο θέματα συνεπή στην εξωτερική του πολιτική».
Δικηγόρος Τραμπ: Δεν θα χαρώ αν αθωωθεί
Μέλος της νομικής ομάδας του Ντόναλντ Τραμπ που θα τον εκπροσωπήσει στη δίκη στη Γερουσία με το αίτημα της καθαίρεσης, δήλωσε ότι ενδεχόμενη αθώωση του Αμερικανού προέδρου, «δεν θα με κάνει χαρούμενο ως πολίτη». Πρόκειται για τον Άλαν Ντέρσοβιτζ, νομικό του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος δήλωσε ότι αυτό που πρέπει να κάνουν όλοι είναι «να διασώσουν το Σύνταγμα» και όχι να σκέφτονται με κομματικά κριτήρια «ώστε να εκλεγεί πρόεδρος ο εκλεκτός τους».
Ο Άλαν Ντέρσοβιτζ, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που αρέσκεται να διατυπώνει απόψεις κόντρα στο ρεύμα, έχει γίνει γνωστός διότι επιλέγει να εκπροσωπεί μη δημοφιλής πελάτες, όπως για παράδειγμα ο Ο. Τζ. Σίμπσον, αθλητής του αμερικανικού ποδοσφαίρου που είχε δολοφονήσει την πρώην σύζυγό του και τον φίλο της, αλλά και ο επιχειρηματίας Τζέφρι Επστάιν, που κατηγορούνταν για βιασμούς και μαστροπεία ανήλικων κοριτσιών.
Μιλώντας στο BBC, αλλά και στο US Today, είπε ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου, αλλά και ότι είναι χειρότερο να τον υπερασπίζεται από ό,τι τον Σίμπσον ή άλλους διάσημους πελάτες του, που είχαν κατηγορηθεί για ειδεχθή εγκλήματα. «Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί οι υποθέσεις να ήταν κρίσιμες για μένα, αλλά οι πελάτες μου ήταν έτοιμοι να συζητήσουν, να κάνουν διάλογο. Εδώ, οι άνθρωποι δεν θέλουν να κάνουν καμία συζήτηση». Ωστόσο, είπε, υπερασπίζεται τα «πολιτικά δικαιώματα» του προέδρου.
Η οργισμένη αντίδραση για την Ριζοσπαστική Αριστερά
Με ένα οργισμένο “τιτίβισμα” στο Twitter, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αντέδρασε στην απόφαση παραπομπής του κάνοντας λόγο για τερατώδη ψέματα. Κατηγόρησε ξανά την “ριζοσπαστική Αριστερά” και υποστήριξε πως πρόκειται για προσβολή για τις ΗΠΑ.
Οι δύο πρόεδροι που παραπέμφθηκαν πριν τον Τραμπ
Αρκετοί πιστεύουν και γνωρίζουν, λαθεμένα όμως, πως ο Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που έζησε αυτή τη διαδικασία, της παραπομπής. Δεν είναι όμως έτσι. Πρώτος ήταν ο Andrew Johnson, το μακρινό 1868, επειδή απέλυσε τον υπουργό Άμυνας Edwin M. Stanton. Ο δεύτερος ήταν ο Μπιλ Κλίντον, το 1998, ο οποίος κατηγορήθηκε για ψευδορκία σε σχέση με τις σεξουαλικές του σχέσεις με την ασκούμενη του Λευκού Οίκου, Μόνικα Λεβίνσκι. Είναι το γνωστό σκάνδαλο Monica Gate.
Και οι δύο πρόεδροι αθωώθηκαν στις δίκες που διεξήχθησαν από τη Γερουσία διότι δεν συγκεντρώθηκαν τα 2/3 του Σώματος που απαιτούνταν για να καταδικαστούν.
Ο Ρίτσαρντ Μ. Νίξον αντιμετώπισε επίσης την απειλή παραπομπής μετά το σκάνδαλο Watergate το 1974, αλλά, καθώς ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα απομακρυνόταν από το αξίωμα, ο Νίξον αποφάσισε να παραιτηθεί πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Τι ισχύει για τη δίκη
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ είναι σχετικά αόριστο για τις λεπτομέρειες διαχείρισης μιας μομφής. Υπάρχουν, όμως, γενικοί κανόνες βασισμένοι σε μεγάλο βαθμό στη δίκη του Αμερικανού προέδρου Αντριου Τζόνσον, το 1868. Σε αυτή την περίπτωση δεν καθαιρέθηκε, όπως έγινε και στην περίπτωση παραπομπής του Μπιλ Κλίντον, το 1999. Δύο άνθρωποι αποφασίζουν πώς θα διεξαχθεί η δίκη: ο Mitch McConnell, ο Ρεπουμπλικανός επικεφαλής της Γερουσίας, και ο Δημοκρατικός ομόλογός του, Chuck Schumer. Και οι δύο θα πρέπει να συμφωνήσουν με τις οδηγίες για τα αποδεικτικά στοιχεία, τους μάρτυρες, τη διάρκεια και τα επιχειρήματα. Αλλά επειδή οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν τη Γερουσία, ο McConnell έχει τον τελευταίο λόγο σχετικά με τη μορφή της δίκης. Έχουν θεσπιστεί κάποιοι κανόνες όπως: κανείς δεν θα τουιτάρει από την αίθουσα συνεδριάσεων, ούτε θα μπαίνουν αντικείμενα ανάγνωσης μέσα στην αίθουσα. Οι γερουσιαστές δεν επιτρέπεται να μιλούν σε όσους κάθονται κοντά τους κατά την εξέλιξη της δίκης.
Η διαδικασία της δίκης Τραμπ – Οι συσχετισμοί
Οι γερουσιαστές θα ακούσουν και από τις δύο πλευρές – εισαγγελείς από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δικηγόρους από το Λευκό Οίκο – καθώς και από οποιονδήποτε μάρτυρα. Μετά από αυτό, οι γερουσιαστές θα συζητήσουν πριν ψηφίσουν για το εάν θα καταδικάσουν τον Ντόναλντ Τραμπ.
Για να καταδικαστεί και να καθαιρεθεί ο Ντόναλντ Τραμπ χρειάζονται 67 ψήφοι. Ωστόσο, υπάρχουν μόνο 47 Δημοκρατικοί και 53 Ρεπουμπλικανοί, οπότε ο Αμερικανός πρόεδρος αναμένεται να βγει «καθαρός». Στην απίθανη περίπτωση που ο Τραμπ κριθεί ένοχος, θα απομακρυνθεί από το αξίωμα και ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς θα ορκιστεί ως πρόεδρος.
Πόσο θα διαρκέσει η δίκη
Ο Τραμπ ευελπιστεί ότι, η δίκη του στη Γερουσία θα έχει λάβει τέλος έως την «Κατάσταση του Έθνους», στις 4 Φεβρουαρίου, οπότε θα μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τους Αμερικανούς και να τους παρουσιάσει το όραμά του για την επόμενη τετραετία. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο αμερικανικός Τύπος, ο Τραμπ είναι ο τρίτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο απομάκρυνσης από το αξίωμά του. Ο ίδιος, πάντως, την πρώτη ημέρα έναρξης της δίκης του στη Γερουσία , θα βρίσκεται στο χιονισμένο Νταβός για να δώσει το παρών στο 50ο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. «Στόχος του είναι πως, έως την «Κατάσταση του Έθνους» θα έχει αφήσει πίσω του αυτήν την ιστορία και θα μιλήσει για το τι θα κάνει εντός του 2020 και τα υπόλοιπα τέσσερα χρόνια», δήλωσε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ σε συνέντευξή του στο αμερικανικό δίκτυο «Fox News».