Η πλουσιότερη Ρωσίδα του κόσμου: Σύμφωνα με το Forbes η περιουσία της φθάνει το 1,4 δισεκατομμύριο δολάρια, ξεπερνώντας κατά 200 εκατομμύρια δολάρια σε αξία τα περιουσιακά στοιχεία της προέδρου της εταιρείας Inteco Management Τατιάνα Μπατούρινα.
Η πλουσιότερη Ρωσίδα του κόσμου: Η 44χρονη Τατιάνα Μπακαλτσούκ, η γυναίκα που ίδρυσε το μεγαλύτερο ηλεκτρονικό κατάστημα λιανικής στην Ρωσία, το Wildberries, έγινε σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes η πλουσιότερη γυναίκα της Ρωσίας. Η Μπακαλτσούκ εκτόπισε από την πρώτη θέση την σύζυγό του εκλιπόντος πρώην δημάρχου της Μόσχας Γιούρι Λουζκόφ, την 56χρονη σήμερα Τατιάνα Μπατούρινα. Σύμφωνα με το Forbes η περιουσία της φθάνει το 1,4 δισεκατομμύριο δολάρια, ξεπερνώντας κατά 200 εκατομμύρια δολάρια σε αξία τα περιουσιακά στοιχεία της προέδρου της εταιρείας Inteco Management Τατιάνα Μπατούρινα, τα οποία αξιολογούνται σε 1,2 δισεκατομμύριο δολάρια.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ επισημαίνεται ότι η νέα αυτή αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων της Μπακαλτσούκ έγινε με βάση την αύξηση κατά 88% του τζίρου του Wildberries το 2019 , ο οποίος έφθασε τα 222,5 δισεκατομμύρια ρούβλια. Οι κωδικοί των προϊόντων του καταστήματος Wildberries διπλασιάσθηκαν στο διάστημα αυτό φθάνοντας από το 1,8 εκατομμύριο στα 3,6 εκατομμύρια, ενώ ο αριθμός των εκτελούμενων παραγγελιών προσέγγισε τα 164 εκατομμύρια.
Η πλουσιότερη Ρωσίδα του κόσμου: H Μπακαλτσούκ συμπεριελήφθη για πρώτη φορά στον κατάλογο
Όπως γράφει το Forbes, η Μπακαλτσούκ συμπεριελήφθη για πρώτη φορά στον κατάλογο των πλουσιοτέρων ανθρώπων στην Ρωσία το 2018, όταν η περιουσία της έφθανε τα 600 εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο μέσα σ’ ένα χρόνο η περιουσία της διπλασιάσθηκε, με αποτέλεσμα να καταλάβει δικαιωματικά την πρώτη θέση στον κατάλογο του αμερικανικού περιοδικού με τις πλουσιότερες γυναίκες της Ρωσίας
Η πρόεδρος της Inteco Management Τατιάνα Μπατούρινα συμπεριελήφθη στον κατάλογο του Forbes το 2004 με περιουσιακά στοιχεία τότε που έφθαναν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Το 2010 η περιουσία της έφθασε στο απόγειο της με 4,2 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ μετά την οικονομική κρίση του 2008 είχε μειωθεί για πρώτη φορά στα 900 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή τη στιγμή εκτιμάται ότι φθάνει στο 1,2 δισεκατομμύριο δολάρια.