Δεν υπάρχει πυξίδα που να καθοδηγεί με σιγουριά, τους γονείς, στον τρόπο που θα αντιμετωπίσουν ανώδυνα για τα παιδιά τους τις καθημερινές επαναστάσεις τους.
Να είστε ευγενικοί. Να γράφετε διπλωματικά.
Ακόμα και σε μια κήρυξη πολέμου πρέπει να τηρούνται οι κανόνες καλής συμπεριφοράς.
Όττο Φον Μπίσμαρκ
Από την Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Η μαμά μόλις είχε πάρει τα παιδιά της από το σχολείο. Κρατούσε το μικρότερο από το χέρι και το μεγαλύτερο, ο Μάρκος, προπορευόταν σε απόσταση… ασφαλείας από την υπερπροστατευτική μαμά, που ήθελε να κρατά και αυτόν από το άλλο χέρι εκθέτοντάς τον στα σχόλια των συνομηλίκων του που δεν τα συνόδευαν οι μαμάδες τους. Δύο πράγματα συμβαίνουν στη ζωή μας: Αυτό που επιθυμούμε πολύ και αυτό που φοβόμαστε πολύ. Ο Μάρκος δεν είχε καμία επιθυμία σε αυτή την ηλικία, αυτή τη στιγμή, φοβόταν όμως τη ρετσινιά του “μαμάκια”. -Μάρκο, βάλε το μπουφάν σου! Φώναξε κάποια στιγμή η μαμά.
Όμως ο Μάρκος δεν της έδωσε σημασία. – Μάρκο, βάλε το μπουφάν σου! Θα φας σφαλιάρα, ξαναφώναξε η μαμά. Ο Μάρκος ήταν δεν ήταν οκτώ χρονών. Δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί τις προτροπές – διαταγές της μαμάς. Τότε εκείνη επιτάχυνε το βήμα της, άρπαξε τον Μάρκο από το μπράτσο, του φόρεσε με το ζόρι το μπουφάν και του έριξε τη σφαλιάρα που του υποσχέθηκε, καταμεσίς του δρόμου. Ο Μάρκος συνέχισε να προπορεύεται, επιβραδύνοντας όμως το βήμα του, σέρνοντας σχεδόν τα πόδια του σαν να φορτώθηκε ξαφνικά ένα βάρος που δεν το είχε πριν.
Ήταν η αγωνία της μαμάς μην αρπάξει ξαφνικά καμία ίωση; Ήταν ο φόβος μήπως από τόσο μικρή ηλικία αρχίσει ο κανακάρης της να της βγάζει γλώσσα, να αγνοεί τα κελεύσματά της και να χάσει παντελώς τον έλεγχο πάνω στη ζωή του; Ίσως και τα δύο μαζί, ίσως και άλλα δικά της απωθημένα. Η πιθανότητα να μεγάλωσε και η ίδια σε ένα βίαιο περιβάλλον μπορεί να είναι ένα ελαφρυντικό για τη δική της συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά της.
Και τα κατάλοιπα βίας που έζησε η ίδια τα εκτονώνει πάνω στα πιο πρόσφορα θύματα, που δεν μπορούν να αντιδράσουν: Στα παιδιά! Υπάρχει αντίληψη πως για όλα φταίει το οικογενειακό περιβάλλον και πως όλα εκπορεύονται από εκεί.
Κι αυτό ως ένα βαθμό, όχι πολύ μεγάλο, είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει πυξίδα που να καθοδηγεί με σιγουριά, τους γονείς, στον τρόπο που θα αντιμετωπίσουν ανώδυνα για τα παιδιά τους τις καθημερινές επαναστάσεις τους.
Υπάρχει όμως η δυνατότητα και η υποχρέωση για μια στοιχειώδη επιμόρφωση της κάθε μαμάς και μπαμπά φυσικά, ώστε να μη μεταφέρουν τις δικές τους δυσάρεστες καταβολές στις νεότερες γενιές και να συγκρατούν τις εκρήξεις τους απέναντι στα παιδιά τους ακόμη κι αν εκείνα αντιδρούν έντονα. Είναι μία υγιής αντίδραση στην προσπάθεια των γονιών να τους επιβάλλουν κάτι αντί να τους εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους πρέπει αυτό να γίνει.
Διαφορετικά κάθε γενιά αντί να βελτιώνεται θα αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα της επιθετικότητας που θα αναπαράγεται. Ο Μάρκος θα μπορούσε πιο εύκολα να φορέσει το μπουφάν του αν η μαμά του τον πλησίαζε ευγενικά, του εξηγούσε τις ανησυχίες της και του το ζητούσε σαν χάρη, αντί να του μεταφέρει τη δική της επιθετικότητα και να τον εκθέσει στον κίνδυνο bullying των συμμαθητών του που παρακολουθούσαν τη σκηνή. Είθισται ο σεβασμός και η ευγένεια, κατά μία αλαζονική συνθήκη, να επιβάλλεται ως υποχρέωση πάντα από τον “κατώτερο” προς τον “ανώτερο”, από τον αδύναμο προς τον ισχυρό, από τον μαθητή προς τον δάσκαλο, από το παιδί προς τους γονείς, από τον εργαζόμενο προς τον εργοδότη, παραβλέποντας τη θεμελιώδη αρχή πως οι ανθρώπινες σχέσεις, σε όλα τα επίπεδα, δεν είναι σχέσεις εξάρτησης αλλά σχέσεις συνεργασίας.
Υπάρχουν τρεις μαγικές λέξεις που πρέπει πάντα να βγαίνουν από τα χείλη μας ακόμη κι αν δε βγαίνουν από την καρδιά μας.
Λέξεις που πρέπει πάντα να στολίζουν τον προφορικό μας λόγο όταν πλησιάζουμε το ζωτικό χώρο κάποιου ακόμη κι ενός μικρού παιδιού, που πρέπει να το διακόψουμε από το παιχνίδι του ή τις σκέψεις του, προκειμένου να του ζητήσουμε κάτι ή να του μεταφέρουμε ένα μήνυμα. Λέξεις που αφοπλίζουν από εριστική διάθεση, κάνουν ενδοτικό και τον πιο αλαζόνα και δημιουργούν κλίμα ιδανικής επικοινωνίας. Είναι οι λέξεις συγγνώμη, παρακαλώ, ευχαριστώ.
Ζητάμε συγγνώμη, πριν πλησιάσουμε κάποιον, επειδή τον διακόπτουμε από κάποια εργασία ή κάποια σκέψη. Παρακαλούμε, αν μπορεί να μας ακούσει ή να κάνει κάτι για μας. Τέλος, τον ευχαριστούμε, ακόμη κι αν δε μπόρεσε να μας εξυπηρετήσει μόνο και μόνο επειδή μας διέθεσε το χρόνο του. Εφαρμόστε αυτή την τακτική, είναι συμπεριφορά εντελώς μηχανική, δε χρειάζεται να τη νιώθετε, βάλτε και λίγο ηχόχρωμα στην εκφορά του λόγου σας, κοιτάτε πάντα στα μάτια το συνομιλητή σας, ευχαριστήστε τον με ένα συγκρατημένο χαμόγελο και θα δείτε… να συμβαίνουν θαύματα στις κοινωνικές και επαγγελματικές σας σχέσεις.