Κορονοϊός Πυρετός: Η θερμοκρασία σώματος αλλάζει ανάλογα με τις κατάσταση του ατόμου και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες.
Κορονοϊός Πυρετός: Από τη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού στη χώρα μας γίνονται πολλές συζητήσεις για το ποια είναι η σωστή θερμοκρασία σώματος. Άλλοι λένε από 36 έως 37 βαθμούς Κελσίου. Και η αλήθεια είναι πως είναι κάπου ενδιάμεσα. Οι φυσιολογικές τιμές της κυμαίνονται από τους 36,1 έως και τους 37,2 βαθμούς Κελσίου. Ωστόσο, η θερμοκρασία σώματος αλλάζει ανάλογα με τις κατάσταση του ατόμου και επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες. Για παράδειγμα, η θερμοκρασία τείνει να είναι 0,5 βαθμούς υψηλότερη την ημέρα απ’ ό,τι στη μέση της νύχτας κατά τον δρα Μάθιου Κλάτζερ, καθηγητή του Πανεπιστημίου George Mason στη Βιρτζίνια και παγκοσμίου φήμης ειδικό στον πυρετό. Πάντως, αν και η ελαφρώς αυξημένη σωματική θερμοκρασία μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι κάποιος αρχίζει να αρρωσταίνει, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που την επηρεάζουν στη διάρκεια της ημέρας.
Από το 1868 ο Γερμανός παθολόγος Καρλ Ράινχολντ Αουγκουστ Βούντερλιχ είχε αποδείξει ότι η μέση φυσιολογική τιμή της θερμοκρασίας του σώματος είναι οι 37 βαθμοί Κελσίου. Ακόμη και τότε όμως, γνώριζε ότι παρουσιάζει διακύμανση όχι μόνο από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά και αναλόγως με την ώρα της ημέρας, και για πολλούς λόγους πέραν των ασθενειών. «Η υψηλότερη θερμοκρασία μας κάνει να κινούμαστε λίγο πιο γρήγορα, ενώ πιστεύω ότι τονώνει λίγο και το ανοσοποιητικό σύστημα» λέει ο δρα Μάθιου Κλάτζερ.
Σε ποιες περιπτώσεις ανεβαίνει η θερμοκρασία του σώματος
Σύμφωνα με μια ιαπωνική μελέτη του 2001 κάποιοι παράγοντες μπορεί να αυξήσουν τη θερμοκρασία του σώματος κατά 1-2 βαθμούς. Αυτοί είναι:
-Το φαγητό
-Η κίνηση
-Η ωορρηξία
-Η λήψη αντισυλληπτικών
-Το συναισθηματικό στρες
-Η ηλικία. Ένας ηλικιωμένος με θερμοκρασία 37,2 βαθμών Κελσίου μπορεί στα αλήθεια να έχει δέκατα. Ενώ ένας νεότερος ενήλικος με την ίδια θερμοκρασία συνήθως νιώθει εντελώς καλά, κατά τον δρα Τζακ Α. Γιανόβσκι, επικεφαλής του Τομέα Ανάπτυξης και Παχυσαρκίας στο Πρόγραμμα Αναπτυξιακής Ενδοκρινολογίας και Γενετικής του Εθνικού Ιδρύματος Υγείας Παίδων και Ανθρώπινης Ανάπτυξης (NICHD) των ΗΠΑ.
Ο τρόπος μέτρησης της σωματικής θερμοκρασίας επίσης μπορεί να επηρεάσει τις τιμές της. Τα θερμόμετρα για το στόμα έχουν μεγαλύτερο εύρος φυσιολογικών τιμών απ’ ό,τι εκείνα για τον πρωκτό ή το αφτί. Επιπλέον, η θερμοκρασία του χώρου όπου γίνεται η θερμομέτρηση, το αν ήπιε κανείς κάτι παγωμένο, ακόμη και το αν αναπνέει από το στόμα μπορεί να επηρεάσουν την τιμή που θα δείξει το θερμόμετρο για το στόμα.
Πότε είναι απαραίτητος ο γιατρός
Ο δρ Γιανόβσκι τονίζει ότι η ένδειξη στο θερμόμετρο δεν είναι επαρκής δείκτης υγείας ή ασθενείας και θα πρέπει να συνυπολογίζονται τυχόν συνοδά συμπτώματα, όπως οι πόνοι στους μυς ή η διάρροια. Ανεξαρτήτως, πάντως, της θεωρούμενης ως φυσιολογικής θερμοκρασίας για κάθε άτομο ξεχωριστά, είναι παγκοσμίως αποδεκτό ότι από τους 38 βαθμούς Κελσίου και πάνω ένας άνθρωπος έχει πυρετό που υποδηλώνει ασθένεια. Και αν η θερμοκρασία υπερβεί τους 40 βαθμούς Κελσίου είναι απαραίτητη η άμεση ιατρική συμβουλή. «Όσο υψηλότερη η θερμοκρασία τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα σοβαρής λοίμωξης» τονίζει ο δρ Γιανόβσκι.