Οφέλη νηστείας: Η τακτική νηστεία (με την έννοια της αποχής από το φαγητό) σχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά καρδιακής ανεπάρκειας και μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, υποστηρίζουν δύο νέες μελέτες τα προκαταρκτικά ευρήματα των οποίων παρουσιάστηκαν στο επιστημονικό συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι συμβάλλει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, της «κακής» LDL χοληστερόλης και της αντίστασης στην ινσουλίνη, ενώ μελέτη του 2017 έδειξε ότι νηστεία μέρα παρά μέρα είναι εξίσου αποτελεσματική με τον ημερήσιο περιορισμό θερμίδων για την απώλεια και τη διατήρηση του βάρους.
Οι νέες μελέτες επικεντρώθηκαν σε δεδομένα από ασθενείς που αξιολογήθηκαν για καρδιακές παθήσεις και περιελάμβαναν μέλη της ευρύτερης χριστιανικής κίνησης των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, δηλαδή μορμόνους που συνήθως νηστεύουν την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα για 24 ώρες. Στην πρώτη μελέτη, λοιπόν, οι ερευνητές εστίασαν στις επιπτώσεις της νηστείας στο προσδόκιμο ζωής. Σχεδόν 2.000 άνθρωποι που είχαν υποβληθεί σε διαδικασία καρδιακού καθετηριασμού παρακολουθήθηκαν για 4,4 χρόνια κατά μέσο όρο και σε αυτούς περιλαμβάνονταν και 389 άτομα που νήστευαν τακτικά για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Μετά την προσαρμογή σε διάφορους παράγοντες, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όσοι νήστευαν τακτικά είχαν 45% χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας σε σχέση με όσους δεν νήστεψαν καθόλου κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης.
Τα αποτελέσματα των ερευνών
Στη δεύτερη μελέτη νηστείας χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια δεδομένα ασθενών για να διαπιστωθεί πώς η τακτική νηστεία επηρεάζει την καρδιακή ανεπάρκεια και την καρδιακή προσβολή. Και σε αυτή την περίπτωση, δεν υπήρχε σημαντική διαφορά όσον αφορά στην καρδιακή προσβολή, ωστόσο οι συμμετέχοντες που νήστευαν τακτικά είχαν 71% χαμηλότερα ποσοστά ανάπτυξης καρδιακής ανεπάρκειας.
«Πρόκειται για επιδράσεις πολύ μεγαλύτερες από ό,τι περιμέναμε», αναφέρει ο ερευνητής και διευθυντής καρδιαγγειακής και γενετικής επιδημιολογίας στο Ιατρικό Κέντρο Intermountain της Utah, Δρ. Benjamin Horne. Το πρόβλημα των εν λόγω μελετών, σύμφωνα με την Krista Varady, αναπληρώτρια καθηγήτρια διατροφής στο Πανεπιστήμιο του Illinois η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, είναι ότι ήταν περιορισμένες επειδή οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν άνθρωποι που ακολουθούν έναν πολύ διαφορετικό τρόπο ζωής σε σχέση με τον μέσο όρο.
«Δεν καπνίζουν, δεν πίνουν αλκοόλ και είναι ελαφρώς πιο δραστήριοι σωματικά, επομένως είναι λογικό να ζουν περισσότερο και να έχουν λιγότερες πιθανότητες καρδιακών παθήσεων», σημειώνει χαρακτηριστικά η ειδικός, προσθέτοντας, πάντως, ότι πρόκειται για μια σημαντική εργασία που δεν είχε πραγματοποιηθεί στο παρελθόν.