Άρση μέτρων κορoνοϊού: Η σταδιακή άρση των μέτρων δεν θα είναι άνευ όρων, αλλά αντίθετα με προϋποθέσεις, επισημαίνει ο υπουργός.
Άρση μέτρων κορoνοϊού: Τα σχολεία θα ανοίξουν, αλλά με προϋποθέσεις και προφυλάξεις, τονίζει σε συνέντευξη του ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας στο «Βήμα της Κυριακής» επισημαίνοντας πως «κύριο μέλημά μας είναι τα παιδιά, που φέτος δίνουν Πανελλήνιες εξετάσεις και περνούν, όπως ξέρετε, μεγάλη αγωνία αυτά και οι οικογένειες τους». Οι ανακοινώσεις για την αποκλιμάκωση θα γίνουν μετά τις 27 Απριλίου, αναφέρει ο υπουργός Υγείας και προβλέπει ότι η έως τότε τήρηση των μέτρων «θα οδηγήσει, κατά τη γνώμη μου, σε νέα μείωση της επιδημιολογικής καμπύλης και θα δώσει στους ειδικούς επιστήμονες τη δυνατότητα να εισηγηθούν την αποκλιμάκωση των μέτρων με μεγαλύτερη ασφάλεια. Η σταδιακή άρση των μέτρων δεν θα είναι άνευ όρων, αλλά αντίθετα με προϋποθέσεις, έτσι ώστε να μη διακινδυνεύσουμε μετά από τόση ταλαιπωρία και τόσες απώλειες ένα δεύτερο κύμα διασποράς του κορωνοϊού».
Αναφερόμενος στους ηλικιωμένους, ο Β.Κικίλιας είπε:
«Έχουμε ιερή υποχρέωση να τους προστατεύσουμε περισσότερο από όλους. Τους ζητούμε να επιδείξουν υπομονή σε αυτή τη δύσκολη φάση του περιορισμού που ζουν. Αποδείξαμε ότι πραγματικά νοιαζόμαστε για αυτούς. Μόλις οι επιστήμονές μας δώσουν το πράσινο φως, οι περιορισμοί θα αρθούν».
Τέλος, ο υπουργός Υγείας, μιλώντας για την επόμενη μέρα του ΕΣΥ είπε πως στόχος του Υπουργείου είναι να φτάσει τις 1.200 κλίνες ΜΕΘ, δηλαδή να έχουμε και στη χώρα μας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 12 κρεβάτια ΜΕΘ για 100.000 πολίτες.
Ολόκληρη η συνέντευξη
Το κλείσιμο των σχολείων ήταν μία δύσκολη μεν, αλλά όπως φαίνεται αποτελεσματική απόφαση. Ποια θα είναι η θέση του υπουργείου Υγείας, σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα, για την επόμενη ημέρα σε σχέση με τις σχολικές μονάδες. Θα εισηγηθείτε να παραμείνουν κλειστές και για πόσο;
Σας θυμίζω το πρώτο μέτρο που λάβαμε ήταν η απαγόρευση των καρναβαλικών εκδηλώσεων, που τόσο μεγάλη ζημιά έκαναν σε άλλες χώρες. Το δεύτερο μέτρο ήταν το κλείσιμο των σχολείων, σύμφωνα με τις εισηγήσεις της επιτροπής. Ειδικά τα μικρά παιδιά, δε θα μπορούσαν να πάρουν και να τηρήσουν μέτρα προστασίας, όπως το να βάζουν αντισηπτικό και να μην πλησιάζουν το ένα το άλλο ή να μη βάζουν τα χέρια στο πρόσωπό τους. Θα διέσπειραν έτσι, άθελα τους, τον ιό στους μεγαλύτερους και κυρίως στις ευπαθείς ομάδες, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας. Είναι και ίδια η δομή της ελληνικής κοινωνίας τέτοια, η αλληλεγγύη και η αλληλοστήριξη στην οικογένεια δηλαδή, που μας έκανε να προχωρήσουμε πρώτα με τα σχολεία. Τα σχολεία θα ανοίξουν, αλλά με προϋποθέσεις και προφυλάξεις. Και βέβαια, κύριο μέλημά μας είναι τα παιδιά, που φέτος δίνουν Πανελλήνιες εξετάσεις και περνούν, όπως ξέρετε, μεγάλη αγωνία αυτά και οι οικογένειες τους.
Ποιο μέτρο θα αρθεί πρώτα. Τι θα ακολουθήσει βάσει του σχεδιασμού; Πότε θα ξεκινήσει η αποκλιμάκωση;
Η πανδημία απέδειξε ότι πολιτική δεν είναι η επικοινωνία και οι μεγαλοστομίες, αλλά η εγγύηση και η διασφάλιση της ζωής των πολιτών. Οι ανακοινώσεις για την αποκλιμάκωση θα γίνουν μετά τις 27 Απριλίου. Είναι στο χέρι όλων μας, μέχρι τότε να τηρήσουμε τα μέτρα, επιδεικνύοντας επιμονή, υπομονή και αλληλεγγύη. Αυτό θα οδηγήσει, κατά τη γνώμη μου, σε νέα μείωση της επιδημιολογικής καμπύλης και θα δώσει στους ειδικούς επιστήμονες τη δυνατότητα να εισηγηθούν την αποκλιμάκωση των μέτρων με μεγαλύτερη ασφάλεια. Η σταδιακή άρση των μέτρων δεν θα είναι άνευ όρων, αλλά αντίθετα με προϋποθέσεις, έτσι ώστε να μη διακινδυνεύσουμε μετά από τόση ταλαιπωρία και τόσες απώλειες ένα δεύτερο κύμα διασποράς του κορωνοϊού.
Όταν ξεκινήσει η αποκλιμάκωση, τι θα ισχύσει με τους πολίτες που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων; Για πόσο θα παραμείνουν περιορισμένοι;
Όλη η προσπάθεια που έγινε μέχρι τώρα, εντοπίζεται στη προστασία των ευπαθών ομάδων, των ηλικιωμένων, τους οποίους παγκοσμίως, κατά κύριο λόγο «χτυπάει» ο ιός. Αυτούς τους συνανθρώπους μας έχουμε ιερή υποχρέωση να προστατεύσουμε περισσότερο από όλους. Τους ζητούμε να επιδείξουν υπομονή σε αυτή τη δύσκολη φάση του περιορισμού που ζουν. Αποδείξαμε ότι πραγματικά νοιαζόμαστε για αυτούς. Μόλις οι επιστήμονές μας δώσουν το πράσινο φως, οι περιορισμοί θα αρθούν.
Έχετε επισημάνει ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα τα κρεβάτια ΜΕΘ διπλασιάστηκαν. Όταν λήξει ο υγειονομικός συναγερμός, ο αριθμός δημόσιων κλινών Εντατικής θα επιστρέψει στα προηγούμενα, απογοητευτικά δεδομένα; Πόσες κλίνες θα είναι διαθέσιμες στα δημόσια νοσοκομεία και πόσες χρειάζονται;
Παραλάβαμε 557 ΜΕΘ και με μεγάλο κόπο έχουμε φτάσει τις 997, συμπεριλαμβανομένων ΜΑΦ που μετατρέψαμε σε ΜΕΘ, στρατιωτικών ΜΕΘ, όπως και αυτές του ιδιωτικού τομέα. Στόχος μας να φτάσουμε τις 1200 ΜΕΘ, δηλαδή για πρώτη φορά να είμαστε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 12 κρεβάτια ΜΕΘ για 100.000 πολίτες. Όπως είπε κι ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο διάγγελμα του «χτίζουμε ένα νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας καθώς σε πέντε εβδομάδες έγιναν όσα δεν γίνονταν επί δεκαετίες».
Μετατρέψαμε τη κρίση σε ευκαιρία, αναμορφώνοντας το ΕΣΥ. Αυτή η προσπάθεια όχι απλά δεν θα ανασταλεί, αλλά θα ενταθεί τους επόμενους μήνες. Πρώτον, διότι υπάρχει η ισχυρή πολιτική βούληση αλλά και η απαιτούμενη εθνική συναίνεση.
Δεύτερον, διότι θα διατεθούν οι απαιτούμενοι πόροι και σε αυτό, πέρα από τα κοινοτικά και κρατικά κονδύλια, προστίθενται σημαντικά κονδύλια από τις δωρεές του ιδιωτικού τομέα.
Τρίτον, διότι αποδείχτηκε στην πράξη, για την ακρίβεια στην πιο ακραία μορφή, μια πανδημία, ότι η Ελλάδα έχει κορυφαίο ανθρώπινο δυναμικό, γιατρούς, νοσηλευτές, τραυματιοφορείς, παραϊατρικό προσωπικό, επιστήμονες στα εργαστήρια μας και ερευνητές. Τέταρτον, διότι μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης, είναι καιρός νομίζω να κοιτάξουμε πέρα από τους αριθμούς και τους Έλληνες, την καλή υγεία και την αξιοπρεπή νοσηλεία τους.
Ο αγώνας ενίσχυσης του ΕΣΥ, εν μέσω της πρωτοφανούς αυτής κρίσης, απέδειξε ότι το δημόσιο σύστημα Υγείας – και το προσωπικό που υπηρετεί σε αυτό – είναι αναντικατάστατο. Πώς θα μεταφραστεί η παραδοχή αυτή σε πολιτικές παρεμβάσεις; Θα μονιμοποιηθούν οι γιατροί και οι νοσηλευτές που προσελήφθησαν;
Όπως σας είπα, έχουμε κορυφαίο ανθρώπινο δυναμικό και ασφαλώς αναβάθμιση του ΕΣΥ χωρίς ανάλογη παράλληλη στελέχωση, δεν μπορεί να γίνει. Αν οι υλικοτεχνικές υποδομές είναι ο ένας πυλώνας, το προσωπικό είναι ο άλλος.
Εντός τριών μηνών προσλάβαμε πάνω από 3.073 εργαζομένους, εκ των οποίων 381 ιατροί και 2.692 νοσηλευτικό και λοιπό υγειονομικό προσωπικό. Οι εγκρίσεις για προσλήψεις φτάνουν τις 4,824, δηλαδή περίπου 2,5 φορές πάνω από τις αρχικά εγκριθείσες 2.000 προσλήψεις. Επιπλέον βρίσκονται στο τελικό στάδιο πρόσληψης 942 μόνιμοι γιατροί.
Επίσης, θα κάνουμε τους νοσηλευτές κλάδο, ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημά τους. Παράλληλα προχωρούν προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης όλου του προσωπικού, με βάση τις πραγματικές ανάγκες και ζητούμενα ενός σύγχρονου ψηφιακού ΕΣΥ. Ο σχεδιασμός μας είναι σαφής: Στελέχωση με βάση τις πραγματικές ανάγκες και σε πραγματικούς χρόνους.
Ελήφθησαν σκληρά μέτρα υπό την πίεση των ανεπαρκειών του συστήματος Υγείας. Υπάρχουν εκτιμήσεις για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, εάν δεν υπήρχε έγκαιρη παρέμβαση; Πόσες ημέρες θα άντεχαν τα νοσοκομεία;
Ελήφθησαν έγκαιρα τα ενδεδειγμένα μέτρα, με μοναδικό στόχο το σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης ζωής, απέναντι σε μια επιδημία που ερχόταν με επικίνδυνη ταχύτητα. Θέλω να τονίσω ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε τις αποφάσεις του πολύ νωρίς, κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο, στην πορεία της νόσου στη χώρα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να καταστεί παράδειγμα προς μίμηση.
Ξέρετε, κυρία Καϊτανίδη, κραταιά συστήματα υγείας, πολύ πιο πλούσιων χωρών από την Ελλάδα, κατέρρευσαν υπό την πίεση της πρωτοφανούς πανδημίας. Και εάν εμείς ήμασταν ανεπαρκείς σε ΜΕΘ με μέτρο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μετά από 10 χρόνια κρίσης, πετύχαμε παρ’ όλα αυτά να μην πλησιάσουμε καν στο μισό της πληρότητάς τους. Δεν σχεδιάσαμε λοιπόν με βάση πόσες ΜΕΘ έχουμε, αλλά πόσες ζωές θα προστατεύσουμε αν πάρουμε τα σωστά μέτρα.
Από το πακέτο μέτρων που ενέκρινε η Ε.Ε., τι θα κατευθυνθεί στην Υγεία και πώς θα αξιοποιηθεί;
Υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει για την ανάγκη να υπάρξει μια νέα πολιτική για τη δημόσια υγεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στα περισσότερα κράτη-μέλη; Είναι επιτακτική η ανάγκη επαναθεμελίωσης, του συστήματος δημόσιας Υγείας σε στέρεες βάσεις. Εμείς πριν από την κρίση τρέχαμε ήδη το project «Νοσοκομεία 2020», το οποίο εκ των πραγμάτων πλέον γίνεται εθνικό. Αυτή η Κυβέρνηση κεντρικά έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα στον τρόπο που λειτουργεί: σχεδιάζει και κατευθύνει ή ανακατευθύνει όπου χρειαστεί, πόρους κατά προτεραιότητα και με απόλυτη γνώση της πραγματικότητας σε κάθε τομέα. Και επειδή γίνεται ένα συνεχές brainstorming, μια καθημερινή διαχείριση κρίσης και συστηματική παρακολούθηση των εξελίξεων και των προβλημάτων επίσης κεντρικά, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι και θα διατεθούν, αλλά και θα αξιοποιηθούν με πολλαπλασιαστή απόδοσης τα κονδύλια για την Υγεία.
Παρόλα αυτά θα επιμείνετε στο αρχικό, κυβερνητικό αφήγημα για συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, παρά τις αντιδράσεις των γιατρών του ΕΣΥ;
Δεν συμφωνώ με τον όρο αφήγημα. Εννοιολογικά αφηγείται κανείς ιστορίες ή, ακόμη χειρότερα, πολιτικά παραμύθια. Η ενίσχυση του ΕΣΥ, όπως προκύπτει από την κρίση, δεν μπορεί να σημαίνει αλλαγή πολιτικής, όταν αυτή είχε σχεδιαστεί επίσης με κριτήριο… την ενίσχυση του ΕΣΥ. Είναι αντιφατικό. Κανείς δεν πήγε να ιδιωτικοποιήσει την Υγεία, προκρίναμε προγραμματικά – και γι’ αυτό μας ψήφισε ο κόσμος- αλλαγές τέτοιες, ώστε να μην ταλαιπωρούνται πλέον οι πολίτες στα δημόσια νοσοκομεία, για να έχουν ποιότητα ιατρικών υπηρεσιών ανάλογη ή καλύτερη και των ιδιωτικών. Αυτό θα κάνουμε και τώρα με ακόμη μεγαλύτερη ώθηση, αναβαθμίζοντας υποδομές και υπηρεσίες.
Πότε θα ξεκινήσει το μαζικό testing στον πληθυσμό; Έχετε διασφαλίσει ότι η χώρα θα παραλάβει επαρκείς ποσότητες; Σε τι ποσοστό του πληθυσμού θα γίνει το testing;
Εμείς ακολουθήσαμε και ακολουθούμε τα πρωτόκολλα που μας εισηγείται η αρμόδια επιστημονική επιτροπή των κορυφαίων λοιμωξιολόγων, επιδημιολόγων και εντατικολόγων της χώρας. Με βάση αυτά ενεργήσαμε, ενεργούμε και θα ενεργούμε. Μέχρι στιγμής η πρακτική αυτή δικαιώνει τις επιλογές μας. Όπως έχει πει και ο Σωτήρης Τσιόδρας, όταν θα ξεκινήσει η άρση των περιοριστικών μέτρων θα προχωρήσουμε οργανωμένα σε επέκταση των tests. Η χώρα έχει επαρκείς ποσότητες. Αυτό όμως θα γίνει με επιστημονικό τρόπο, χρησιμοποιώντας κατάλληλα και αξιόπιστα tests. Έχουμε ήδη αρχίσει να προετοιμαζόμαστε για ένα ενδεχόμενο δεύτερο κύμα του κορωνοϊού, το χειμώνα.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, παραμένει ο πλέον αδύναμος κρίκος. Το ερχόμενο φθινόπωρο υπάρχει ο κίνδυνος συνύπαρξης του νέου κορωνοϊού με την εποχική γρίπη. Πως θα δημιουργηθεί «ανάχωμα» σε πρωτοβάθμιο επίπεδο;
Σας είπα ήδη, ότι ετοιμαζόμαστε για ένα ενδεχόμενο δεύτερο κύμα, παράλληλα με την μάχη που δίνουμε για τον περιορισμό της τωρινής πανδημίας και ενώ εμβολιάσαμε φέτος 1.000.000 παραπάνω συμπολίτες μας για τον ιό της γρίπης. Συγκεκριμένα: στο τέλος αυτής της φάσης όλα τα μέτρα που ελήφθησαν, οι οδηγίες που δόθηκαν, τα πρωτόκολλα, οι αλγόριθμοι, τα στατιστικά στοιχεία, όλα τα data δηλαδή, θα αξιολογηθούν σε ψυχρό πλέον χρόνο, ώστε να έχουμε την πλήρη εικόνα.
Με βάση αυτά τα συμπεράσματα, θα σχεδιαστεί άμεσα, πώς θα πρέπει να λειτουργήσει η πρωτοβάθμια περίθαλψη σε ένα τυχόν δεύτερο κύμα. Και με βάση αυτόν τον σχεδιασμό, εντός του καλοκαιριού θα προχωρήσουμε στις κατάλληλες κινήσεις προσαρμογής, που έχουν να κάνουν με την υλικοτεχνική υποδομή αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό.
Ο ανασχεδιασμός των υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αποσκοπεί:
Πρώτον, στη λειτουργία Κέντρων Υγείας αποκλειστικά για τη διαχείριση περιστατικών COVID-19.
Δεύτερον, στην έγκαιρη ανίχνευση και διαχείριση ενδεχόμενων κρουσμάτων νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2, με ήπια συμπτώματα που δεν χρήζουν νοσηλείας, σε δομές της ΠΦΥ.
Τρίτον, στην παραπομπή από την ΠΦΥ των περιστατικών που χρήζουν νοσηλείας στα νοσοκομεία.
Τέταρτον, στην καλύτερη εξυπηρέτηση των ασθενών με χρόνια νοσήματα ή οξεία νόσο, που δεν αφορά σε λοίμωξη του αναπνευστικού, από τις υπόλοιπες δομές της ΠΦΥ.
Και όλα αυτά με τη χρήση της τηλε-ιατρικής για τους ασθενείς με COVID19 και τη δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου, για την παρακολούθηση των ασθενών που έχουν διαγνωστεί με COVID19, με στόχο τη διασφάλιση της συνεχούς φροντίδας τους.