Η επόμενη μέρα - κορονοϊός: Ένα βασικό στοιχείο της στρατηγικής είναι οι ευπαθείς ομάδες.
Η επόμενη μέρα – κορονοϊός: Τις στρατηγικές αποκλιμάκωσης των μέτρων την επόμενη ημέρα του κορωνοϊού αναλύει ο Ηλίας Μόσιαλος. Με άρθρο του στα ΝΕΑ ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE και εκπρόσωπος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς για τον κορωνοϊό, εξηγεί ότι υπάρχει ρίσκο στην αποκλιμάκωση των μέτρων καθώς όλες οι χώρες βαδίζουν με το «βλέποντας και κάνοντας». Ωστόσο, όπως τονίζει υπάρχουν τακτικές περιορισμού του ρίσκου και της αβεβαιότητας. Ένα βασικό στοιχείο της στρατηγικής είναι οι ευπαθείς ομάδες. «Αν μπορέσουμε να προστατεύουμε τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και τους ηλικιωμένους, τότε θα περιορίσουμε κατά πολύ το πρόβλημα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όσοι ανήκουν σε αυτές τις ομάδες πρέπει να συνεχίζουν να εργάζονται από το σπίτι, ή εάν δεν ανήκουν στο ενεργό εργατικό δυναμικό, τότε τα μέτρα θα ισχύσουν για αυτούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» τονίζει ο κ. Μόσιαλος.
Σπεύδει ωστόσο να προσθέσει ότι οι υπόλοιποι πρέπει να συνεχίσουμε να τηρούμε τους κανόνες φυσικής απόστασης και υγιεινής, αλλά και να εξασφαλιστεί για τις ευπαθείς ομάδες και τους ηλικιωμένους η βοήθεια στο σπίτι, η φαρμακευτική αγωγή και η πρόσβαση σε ασφαλές περιβάλλον μέσα στο σύστημα υγείας. Επιπλέον, πρέπει να δοθούν συγκεκριμένες οδηγίες συγκατοίκησης όταν υπάρχει άτομο που ανήκει στις ευπαθείς ομάδες μέσα στις οικογένειες. Παράλληλα οι επιχειρήσεις πρέπει να διαμορφώνουν ασφαλές περιβάλλον εργασίας.
Αναλυτικά το άρθρο του Ηλία Μόσιαλου:
Mε τον μισό πλανήτη κλειστό για μεγάλο χρονικό διάσημα λόγω πανδημίας, πολλές κυβερνήσεις πλέον σχεδιάζουν την αποκλιμάκωση των περιοριστικών μέτρων. Εχοντας ως δεδομένο ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, οι περισσότεροι σχεδιάζουν την επόμενη μέρα με βάση τη μέθοδο δοκιμής και σφάλματος. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως αν τα αποτελέσματα είναι ευνοϊκά, προχωράμε σε περαιτέρω αποκλιμάκωση, ειδάλλως κάνουμε ένα βήμα πίσω με αναθεώρηση των μέτρων που άρθηκαν.
Πολλοί όμως θα αναρωτηθούν: Δεν περιέχει αυτή η προσέγγιση μεγάλη αβεβαιότητα και ρίσκο; Προφανώς και έχει ρίσκο. Ομως η σημαντικότερη ερώτηση εδώ είναι πώς μπορούμε να περιορίσουμε την αβεβαιότητα και να μειώσουμε το ρίσκο. Αυτό θα γίνει με το να εντοπίσουμε σε ποιες πληθυσμιακές ομάδες η θνητότητα είναι πολύ υψηλή. Επομένως, προσδιορίζοντας το πρόβλημα θα μπορέσουμε να μειώσουμε το ρίσκο για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ενώ παράλληλα, άλλες κατηγορίες στις οποίες η θνητότητα είναι εξαιρετικά μικρή θα μπορούν σταδιακά να επανέρχονται στην εργασία τους. Αν μπορέσουμε να προστατεύουμε τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και τους ηλικιωμένους, τότε θα περιορίσουμε κατά πολύ το πρόβλημα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όσοι ανήκουν σε αυτές τις ομάδες πρέπει να συνεχίζουν να εργάζονται από το σπίτι, ή εάν δεν ανήκουν στο ενεργό εργατικό δυναμικό, τότε τα μέτρα θα ισχύσουν για αυτούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Δεν θα είναι όλα ίδια
Σημαίνει όμως αυτό πως όλοι οι υπόλοιποι μπορούμε να επιστρέψουμε στην εργασία και στις συνήθειές μας χωρίς να υπάρχει κανένα πρόβλημα; Όχι, γιατί καταρχήν πρέπει να συνεχίσουμε να τηρούμε τους κανόνες φυσικής απόστασης και υγιεινής. Κατά δεύτερον, πρέπει να εξασφαλιστεί για τις ευπαθείς ομάδες και τους ηλικιωμένους η βοήθεια στο σπίτι, η φαρμακευτική αγωγή και η πρόσβαση σε ασφαλές περιβάλλον μέσα στο σύστημα υγείας. Επιπλέον, πρέπει να δοθούν συγκεκριμένες οδηγίες συγκατοίκησης όταν υπάρχει άτομο που ανήκει στης ευπαθείς ομάδες μέσα στις οικογένειες. Παράλληλα οι επιχειρήσεις πρέπει να διαμορφώνουν ασφαλές περιβάλλον εργασίας.
Η αποκλιμάκωση θα πρέπει να γίνει σε στάδια, έτσι ώστε να μπορούμε να μετράμε σε κάθε στάδιο τις επιπτώσεις του προηγούμενου. Δηλαδή, εάν η αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ είναι μικρή, τότε μπορούμε να προχωράμε με εμπιστοσύνη στο μέτρο που αποσύρθηκε. Εάν είναι μεγάλη και δημιουργεί πίεση στο σύστημα υγείας, τότε το μέτρο που αποκλιμακώθηκε μπορεί να επανέλθει και έναντι αυτού να δοκιμαστεί κάποιο άλλο. Ταυτόχρονα, στη φάση της αποκλιμάκωσης πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των τεστ, και να ενισχυθούν η Πολιτική Προστασία και ο ΕΟΔΥ καθώς και η τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να εξασφαλιστεί η άμεση ιχνηλάτηση των επαφών και η αντιμετώπιση των πιθανών τοπικών εξάρσεων της πανδημίας.
Τι άλλο όμως ξέρουμε και τι δεν ξέρουμε για την επόμενη φάση;
Δεν ξέρουμε το ακριβές ποσοστό του πληθυσμού που έχει μολυνθεί από τον ιό. Γνωρίζουμε από εκτιμήσεις του πανεπιστημίου του Ιmperial College London, πως το ποσοστό μπορεί να είναι πολύ υψηλό σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία (9,8% και 15% αντίστοιχα). Στο κρουαζιερόπλοιο «Diamond Princess» το ποσοστό έφτασε το 17% και το ποσοστό της θνητότητάς το 1,2%. Αντίστοιχα, σε μελέτες σε μικρές περιοχές που επλήγησαν από την πανδημία, όπως στη μικρή γερμανική πόλη Gangelt, το ποσοστό της διασποράς έφτασε το 15% και το ποσοστό θνητότητας το 0,37%, ενώ άλλη μελέτη έδωσε ποσοστό θνητότητας 0,1-0,3% στη Santa Clara της California. Χρειαζόμαστε λοιπόν περισσότερα δεδομένα.
Γιατί είναι αυτό σημαντικό; Για να διαπιστώσουμε την πραγματική θνητότητα στο σύνολο όσων έχουν προσβληθεί και όχι στο σύνολο των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. H θνητότητα στις περισσότερες χώρες φαίνεται να υπερβαίνει το 1% ενώ είναι πολύ πιθανό να είναι μικρότερη. Εάν όμως γνωρίζαμε πόσο μικρότερη είναι, αυτό θα βοηθούσε να βελτιστοποιήσουμε τους χειρισμούς αποκλιμάκωσης, πέραν της αρχικής φάσης. Αλλά παράλληλα θα μας έδινε και ενδείξεις της πιθανής πίεσης στο σύστημα υγείας για τους επόμενους μήνες. Γνωρίζουμε πως η Γερμανία, η Φινλανδία, και οι ΗΠΑ κάνουν αντίστοιχες ενδελεχείς μελέτες για τη διασπορά και θα έχουμε σύντομα τα αποτελέσματα.
Είναι σημαντικό να συνοψίσουμε εδώ σε τρεις ενότητες τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη στρατηγική αποκλιμάκωσης.
1. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο πόσοι έχουν μολυνθεί, αλλά στην ουσία ποια είναι η πραγματική θνητότητα. Δεν μπορούμε προφανώς να κάνουμε αναγωγή των δεδομένων της Γερμανίας στην Ελλάδα, αλλά η γνώση της πραγματικής θνητότητας θα είναι κριτήριο για την περαιτέρω αποκλιμάκωση των μέτρων.
2. Δεν γνωρίζουμε ακόμα με ακρίβεια για την ανοσία, αλλά αναμένεται και αυτό να διαπιστωθεί στο επόμενο διάστημα. Για την ακριβή μέτρηση των επιπέδων ανοσίας πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο ευαίσθητα και συγκεκριμένα είναι τα διάφορα τεστ αντισωμάτων και αν μπορούν να αποφύγουν ψευδείς θετικές διαγνώσεις λόγω ομοιότητας των αντισωμάτων σε σχετικούς ιούς.
3. Αυτό το διάστημα δοκιμάζονται και αξιολογούνται πολλές φαρμακολογικές προσεγγίσεις, και κλινικές μελέτες. Θα ήταν πιο αποτελεσματικό εάν ήταν λιγότερες και στοχευμένες, αλλά στους επόμενους 1-2 μήνες θα ξέρουμε για την αποτελεσματικότητα των συνδυασμών για την πρόληψη, τις ήπιες και τις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Γνωρίζουμε επίσης για το εμβόλιο πως, αν ευοδωθούν οι προσπάθειες, θα κυκλοφορήσει μάλλον το 2021, αλλά εκεί θα έχουμε το πρόβλημα της μαζικής παραγωγής και διαθεσιμότητας. Σε αυτό το πλαίσιο κατατέθηκε και η ελληνική πρόταση για την αγορά των δικαιωμάτων των πατεντών.
Όταν έχουμε απαντήσεις και δεδομένα για τα παραπάνω, θα μπορούμε να έχουμε πιο σαφή εικόνα για τα βήματα που πρέπει να γίνουν το επόμενο διάστημα. Ειδικά εάν η θνητότητα είναι πιο κοντά στο 0,1 (στη θνητότητα της γρίπης) και αν και τα αποτελέσματα των δοκιμών των φαρμακευτικών αγωγών είναι ενθαρρυντικά. Εάν κάποιες από τις παραμέτρους υπό εκτίμηση είναι χειρότερες του αναμενόμενου, τότε η στρατηγική θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται με βάση τα δεδομένα.
Δεν ήταν μόνο τα μέτρα…
Εν συμπεράσματι, η διαχείριση της επομένης ημέρας είναι η διαχείριση της αβεβαιότητας και του ρίσκου. Το ρίσκο μειώνεται με την προστασία των ευπαθών και των ηλικιωμένων, την αύξηση του αριθμού των τεστ, και τη συνέχιση των μέτρων φυσικής απόστασης και υγιεινής. Η αβεβαιότητα θα μειωθεί όταν θα έχουμε δεδομένα για τη θνητότητα, την ανοσία και τις φαρμακευτικές αγωγές. Πολλά όμως θα κριθούν από τη συμπεριφορά των πολιτών. Στην Πορτογαλία πήραν τα ίδια μέτρα με εμάς, αλλά έχουν περισσότερες εισαγωγές στα νοσοκομεία και θανάτους. Αυτό δείχνει πως δεν ήταν μόνο τα μέτρα της πολιτείας που βοήθησαν στην επίτευξη καλών αποτελεσμάτων, αλλά και η υλοποίησή τους από τους Έλληνες πολίτες. Η συμπεριφορά λοιπόν έπαιξε βασικό ρόλο, και αυτή η υποδειγματική συμπεριφορά, παρότι θα είναι δύσκολο, θα πρέπει να συνεχιστεί.