Μνημόνιο Ελλάδα 2020: Η πρόβλεψή μας δείχνει ότι η Ελλάδα πλήττεται σφοδρά φέτος από την κρίση, αλλά η δυναμική της χώρας να επανέλθει σε ισχυρή ανάπτυξη είναι εντυπωσιακή.
Μνημόνιο Ελλάδα 2020: Tην εκτίμηση ότι η Ελλάδα δεν διατρέχει τον κίνδυνο ενός νέου Μνημονίου εξαιτίας της κρίσης του κορωνοϊού εξέφρασε κατηγορηματικά ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι παρά την υψηλή ύφεση της φετινής χρονιάς η χώρα θα ανακάμψει δυναμικά το 2021. Στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε χθες σε μικρή ομάδα ανταποκριτών στις Βρυξέλλες και ερωτηθείς από την ανταποκρίτρια της εφημερίδας «Τα Νέα» για το αν η Ελλάδα διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε ένα νέο πρόγραμμα στήριξης, ο Ιταλός επίτροπος απάντησε κατηγορηματικά: «Σίγουρα όχι». Επεξήγησε ότι «δυστυχώς η κρίση ήρθε τη στιγμή που η Ελλάδα ύστερα από έτη θυσιών επέστρεφε σε καλύτερο επίπεδο δημόσιων οικονομικών και οικονομίας, κάτι που είναι κατανοητό και λαμβάνεται υπόψη από όλη την ευρωπαϊκή οικογένεια».
Υποστήριξε τη διαπίστωσή του ανατρέχοντας σε σχετικές αποφάσεις, όπως της ΕΚΤ για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγορών PEPP «παρά τις αξιολογήσεις των επενδυτικών οίκων» και την απόφαση του Eurogroup στο πλαίσιο της ρήτρας γενικής διαφυγής «να αναστείλει τους δημοσιονομικούς στόχους της Ελλάδας για τη φετινή χρονιά, διότι δεν είναι πλέον επιτεύξιμοι».
Στα επίπεδα της Κίνας
Ο αρμόδιος επίτροπος σημείωσε ότι «η δομή της ελληνικής οικονομίας και ορισμένοι τομείς, όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, είναι ευάλωτοι στην κρίση, αλλά αν δούμε τις προβλέψεις μας για την επόμενη χρονιά, βλέπουμε ουσιαστική ανάκαμψη για την Ελλάδα, που επιβεβαιώνει ότι η αξιολόγησή μας είναι θετική. Η προοπτική ανάπτυξης της Ελλάδας το 2021 με ρυθμό 7,9% είναι ίσως η υψηλότερη στην ΕΕ, όχι μόνο στην ευρωζώνη. Η πρόβλεψή μας δείχνει ότι η Ελλάδα πλήττεται σφοδρά φέτος από την κρίση, αλλά η δυναμική της χώρας να επανέλθει σε ισχυρή ανάπτυξη είναι εντυπωσιακή».
Σε μια προσπάθεια να υπογραμμίζει τη δυναμική αυτή ο Τζεντιλόνι δήλωσε ότι κινείται στα επίπεδα της Κίνας. «Δεν μπορούμε να τις συγκρίνουμε, αλλά θέλω να υπογραμμίσω ότι υπάρχει ισχυρή δυναμική». Προϊδέασε, εξάλλου, ότι η επόμενη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας θα είναι θετική, παρότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι πλεονασματικοί στόχοι. «Σε δύο εβδομάδες θα δημοσιεύσουμε την έκθεση της πρόσφατης θετικής συνεργασίας που είχαμε με τις ελληνικές Αρχές» είπε, προσθέτοντας ότι «στο Eurogroup του Ιουνίου θα συζητηθεί το αίτημα για την αλλαγή της χρήσης ANFA και SNPs». Άλλωστε, νωρίτερα με αφορμή την παρουσίαση των εαρινών οικονομικών προβλέψεων της Κομισιόν είχε δηλώνει ότι το ελληνικό χρέος παραμένει βιώσιμο.
Γενικότερα για ευρωζώνη και ΕΕ ο Τζεντιλόνι τόνισε την ανάγκη επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής τη φετινή χρονιά, αποκλείοντας να κινηθούν διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος για χώρες με υψηλό χρέος ή έλλειμμα, τοποθετώντας σε μεσοπρόθεσμη προοπτική την επιστροφή σε περισσότερο ισορροπημένες δημοσιονομικές πολιτικές. Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη «να δράσουμε για να αποφύγουμε ή τουλάχιστον να μειώσουμε τους κινδύνους της κοινής κρίσης, που οδηγεί σε διαφοροποιημένες επιπτώσεις» μεταξύ των κρατών – μελών, θέτοντας στο επίκεντρο της προσπάθειας αυτής το Ταμείο Ανάκαμψης που ετοιμάζει η Κομισιόν.
Ο στόχος είναι ξεκάθαρος
«Να μειώσουμε τον κίνδυνο της οικονομικής απόκλισης» με τα κριτήρια, που θα εφαρμοστούν, να δίνουν προτεραιότητα σε χώρες, περιοχές και ακολούθως σε κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο. «Οι εαρινές προβλέψεις υποστηρίζουν ισχυρά την ιδέα ενός πλάνου ανάκαμψης με σοβαρό επίπεδο χρηματοδότησης» τόνισε, δίνοντας το στίγμα των κατευθύνσεων του Ταμείου. «Οι επιχορηγήσεις είναι ουσιώδους σημασίας για τις μεσαίες και ιδίως τις μικρές επιχειρήσεις σε τομείς που έχουν χτυπήσει σκληρά τα λουκέτα και η κρίση» τόνισε, σημειώνοντας ότι το κομμάτι που θα αποφασιστεί για επιχορηγήσεις θα πρέπει να κατευθυνθεί προς τέτοιες περιπτώσεις. «Ένας μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων στον τουρισμό αγωνίζονται όχι απλά για ρευστότητα, αλλά για επιβίωση» δήλωσε.
Όσον αφορά τα δάνεια, που θα προβλέπονται στο Ταμείο Ανάκαμψης, δήλωσε ότι «είναι χρήσιμα με μεγάλη διάρκεια ωρίμασης για κράτη και μεγάλες επιχειρήσεις» για να αντιμετωπίσουν θέματα ρευστότητας. Τονίζοντας, αρκετές φορές, την ανάγκη τα δάνεια να είναι μακράς διάρκειας δήλωσε: «Η διάρκεια των δανείων είναι πολύ σημαντική. Συζητήσαμε, τα κράτη – μέλη συζήτησαν, προτάσεις για πιθανή ωρίμαση των δανείων στο διηνεκές, αλλά πέρα από αυτή την προοπτική, η διάρκεια της ωρίμασης είναι σημαντική, ειδικά για κράτη με υψηλό χρέος».
Παράλληλα, όπως είπε, το Ταμείο Ανάκαμψης θα περιλαμβάνει «πανευρωπαϊκό εργαλείο για να υποστηρίξει από την πλευρά του μετοχικού κεφαλαίου εταιρείες που κινδυνεύουν με πτώχευση» ως αντιστάθμισμα στις ανισορροπίες που προκαλεί στην ενιαία αγορά η δυνατότητα χωρών με ισχυρή δημοσιονομική θέση να εκμεταλλευτούν με καλύτερα αποτελέσματα την τρέχουσα ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες και στις κρατικές εγγυήσεις. Επιπλέον θα περιλαμβάνει έναν κοινωνικό πυλώνα, ώστε να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις στην απασχόληση, που δεν αντικατοπτρίζονται επαρκώς στα ποσοστά ανεργίας. Ειδικότερα για μέτρα που αφορούν τον τουρισμό, η επανεκκίνηση του οποίου ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη χώρα μας, ο Τζεντιλόνι είπε ότι θα συζητηθούν την επόμενη εβδομάδα στη Κομισιόν.
Την Παρασκευή η απόφαση
Σχετικά με την πιστοληπτική γραμμή του ESM δήλωσε ότι η Κομισιόν θα αποστείλει σήμερα πακέτο προτάσεων στο Eurogroup, το οποίο θα αποφασίσει την Παρασκευή, ώστε «να είναι δυνατόν οι κανόνες που είχαν συναφθεί υπό τελείως διαφορετικό σενάριο, να ανατρέπονται», περιορίζοντας τις προϋποθέσεις της πιστωτικής γραμμής της πανδημίας στη συνέπειά τους με δαπάνες προς την υγεία και υγειονομικές κατευθύνσεις. «Μία κοινή κρίση επηρεάζει όλα τα κράτη και η χρήση αυτού του εργαλείου είναι σήμερα εντελώς διαφορετική» είπε.
Σχετικά με την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ο Τζεντιλόνι αναφέρθηκε στη χθεσινή συζήτηση στο Κολέγιο των Επιτρόπων, όπου υποστηρίχθηκε πλήρως η θέση της Κομισιόν για την υπεροχή του δικαίου της ΕΕ έναντι των κρατών – μελών, ενώ υπογράμμισε ότι «στηρίζουμε πλήρως την ανεξαρτησία της ΕΚΤ στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής». Θεωρεί ότι η απόφαση αυτή επηρεάζει αρνητικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και αλληλεγγύη; «Δεν θα έχουμε τέτοιες επιπτώσεις, ως θεματοφύλακες των συνθηκών θα δράσουμε προς την κατεύθυνση αυτή, όπως έχουμε κάνει με άλλες αποφάσεις σε άλλες χώρες». Παράλληλα, δήλωσε ότι η απόφαση αυτή δεν θα επιδράσει το Ταμείο Ανάκαμψης, αντίθετα «αποτελεί κίνητρο». Τη χαρακτήρισε δε «παράδοξο» με δεδομένο τις εκκλήσεις Ντράγκι και Λαγκάρντ προς τα κράτη – μέλη να χρησιμοποιήσουν εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής και να μη στηρίζονται μόνο στην ΕΚΤ.