Δυτικά Βαλκάνια: Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε χθες στην τηλεδιάσκεψη Κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δυτικών Βαλκανίων. Κατά την παρέμβασή του τόνισε την ανάγκη να κρατηθεί ζωντανή η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Έκανε αναφορά στη Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης, στην οποία είχε καταλήξει η Σύνοδος ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων στη Θεσσαλονίκη το 2003, για να θυμίσει ότι η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων ξεκίνησε από την Ελλάδα, η οποία και την στηρίζει. «Το κείμενο της Θεσσαλονίκης είναι επίκαιρο 17 χρόνια μετά», τόνισε ο πρωθυπουργός. Πρόσθεσε ότι «αποτελεί στρατηγική επιλογή της Ελλάδας η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων».
Ο κ. Μητσοτάκης κάλεσε την κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας να σεβαστεί τις δεσμεύσεις της που απορρέουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Όπως είπε, «οι σχέσεις καλής γειτονίας αποτελούν μονόδρομο για την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας». Ο Πρωθυπουργός αναγνώρισε την πρόοδο που έχει σημειώσει η Αλβανία. Τόνισε, ωστόσο, ότι αυτή δεν είναι αρκετή και ότι αναμένει από την αλβανική κυβέρνηση κινήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Ο κ. Μητσοτάκης έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο Προσφυγικό, ζητώντας από την Ευρώπη να κάνει το χρέος της. «Η Ελλάδα έχει σηκώσει μεγάλο βάρος στο Προσφυγικό. Εμείς κάναμε το καθήκον μας, περιμένουμε να το κάνουν και οι άλλοι», επισήμανε. Και ζήτησε τη συνεργασία των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης.
Δυτικά Βαλκάνια: Δέσμευση της ΕΕ για τον πολιτικό μετασχηματισμό της περιοχής
Η Σύνοδος Κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Δυτικών Βαλκανίων επρόκειτο να γίνει στο Ζάγκρεμπ, σφραγίζοντας κατά αυτό τον τρόπο την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, ωστόσο η κρίση του κορονοϊού ανέτρεψε τον αρχικό προγραμματισμό. Σε γενικές γραμμές επιβεβαιώθηκε από αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ η και τη συνεχή δέσμευση της Ένωσης για τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της περιοχής. Η Σύνοδος συζήτησε επίσης την υποστήριξη και τη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και των Δυτικών Βαλκανίων στον αγώνα κατά του κορονοϊού και των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών του.
Της συνάντησης προήδρευσε ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ο οποίος, μαζί με την Πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, εκπροσωπούν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Νταβίντ Σασόλι, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, Ζοζέπ Μπορέλ. Συμμετείχαν επίσης, οι Πρωθυπουργοί Αλβανίας, Βόρειας Μακεδονίας, Σερβίας, Βοσνίας, Κοσσυφοπεδίου και Μαυροβουνίου, καθώς και οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Συμβουλίου Περιφερειακής Συνεργασίας.
Ευρωπαϊκή προοπτικη
Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκριναν μια κοινή δήλωση, με την οποία οι εταίροι των Δυτικών εκλήθησαν να ευθυγραμμιστούν. Σύμφωνα με κοινοτικό αξιωματούχο που ενημέρωσε τον Τύπο στις Βρυξέλλες, «η Σύνοδος Κορυφής ήταν μια ευκαιρία για τους ηγέτες να επιβεβαιώσουν τη σαφή υποστήριξή τους στην ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής. Θα είναι εξίσου μια ευκαιρία για τους εταίρους των Δυτικών Βαλκανίων να ευθυγραμμιστούν με αυτήν την προοπτική και τη διαδικασία μεταρρυθμίσεων που τη συνοδεύει ως σαφή στρατηγική επιλογή τους. Η αξιοπιστία αυτής της δέσμευσης εξαρτάται επίσης από τη σαφή δημόσια επικοινωνία και την εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων».
Όχι διεύρυνση
Ωστόσο, στο κείμενο δεν υπήρξε λέξη για τη διεύρυνση. Κι αυτό γιατί καταρχάς, αν η ΕΕ διοργάνωνε μια Σύνοδο διεύρυνσης θα έπρεπε να καλέσει και την Τουρκία –κάτι που σε αυτήν την φάση κανείς δε θέλει. Κι επίσης, η αλήθεια είναι ότι η κρίση του κορονοϊού έχει μειώσει το ενδιαφέρον για τη διεύρυνση –παρόλο που ο αξιωματούχος επιβεβαίωσε ότι η διαδικασία συνεχίζεται.
Βοήθεια για τον κορονοϊό
Σε σχέση με την κρίση του κορονοϊού, η ΕΕ έχει ήδη επιβεβαιώσει την αλληλεγγύη της προς την περιοχή, κινητοποιώντας γρήγορα ένα σημαντικό χρηματοδοτικό πακέτο ύψους 3,3 δισεκατομμυρίων ευρώ και επιτρέποντας την προνομιακή πρόσβαση σε μέσα της ΕΕ, υπερβαίνοντας πολύ περισσότερα όσα έχει προσφέρει άλλος εταίρος στην περιοχή. Αυτό περιλαμβάνει άμεση υποστήριξη στον τομέα της υγείας, ιδίως μέσω της παροχής βασικών προμηθειών για τη σωτηρία ζωών και σημαντική υποστήριξη για τις ανάγκες κοινωνικής και οικονομικής ανάκαμψης των εταίρων μας, καθώς και ένα πακέτο μακροοικονομικής χρηματοδοτικής βοήθειας 750 εκατομμυρίων ευρώ και 1,7 δισεκατομμυρίων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.