Επιτροπή 2021 - Λαμπράκης: «Κόντρα» με την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» άνοιξε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Μπογδάνος, με αφορμή μια ανάρτηση για την χθεσινή επέτειο δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Επιτροπή 2021 – Λαμπράκης: Σαν χθες, 22 Μαΐου το 1963, ο Γρηγόριος Λαμπράκης, βουλευτής της ΕΔΑ, τραυματίστηκε θανάσιμα στη Θεσσαλονίκη και λίγες μέρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή. O επίσημος λογαριασμός της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” στο twitter προχώρησε σε μια ανάρτηση, αναφερόμενη στο γεγονός αυτό. “Στις 22 Μαΐου 1963, ο Γρ. Λαμπράκης, σε ομιλία του κατήγγειλε πως υπήρχε σχέδιο δολοφονίας του. Σε λίγο, θα δεχόταν χτύπημα από λοστό, που θα τον οδηγούσε σε θάνατο 5 μέρες αργότερα. Ο Κ. Γαβράς, 6 χρόνια μετά, σκηνοθετεί το “Ζ”, με θέμα τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη” αναφέρεται στην ανάρτηση.
Η ανάρτηση προκάλεσε την αντίδραση του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Μπογδάνου, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε με δικό του ποστ στο twitter ότι δεν σχετίζεται η δολοφονία Λαμπράκη με τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αντ’ αυτού, έγραψε πως θα έπρεπε να γίνει ένα “σαν σήμερα” για τη δολοφονία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, η οποία σκοτώθηκε στις 22 Μαΐου του 1825. “Παρακαλώ ως βουλευτής να μου εξηγηθεί, ποια σχέση έχει το έγκλημα της δολοφονίας Λαμπράκη με το έργο της Επιτροπής για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Ιδίως εφόσον ζητούμενο ήταν ένα “σαν σήμερα”, γιατί δεν επελέγη πχ η δολοφονία της Μπουμπουλίνας στις 22/5 του 1825;”, αναφέρει στην ανάρτησή του ο κ. Μπογδάνος.
Παρακαλώ ως βουλευτής να μου εξηγηθεί, ποια σχέση έχει το έγκλημα της δολοφονίας Λαμπράκη με το έργο της Επιτροπής για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.
Ιδίως εφόσον ζητούμενο ήταν ένα «σαν σήμερα», γιατί δεν επελέγη πχ η δολοφονία της Μπουμπουλίνας στις 22/5 του 1825; https://t.co/9L9MkWYjA5
— constantinosbogdanos (@bogdanosk) May 22, 2020
Λίγα λόγια για τον Γρηγόρη Λαμπράκη
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας και ήταν το 14ο παιδί από τα συνολικά 18 που απέκτησαν οι γονείς του. Αδερφός του ήταν ο Θεόδωρος Λαμπράκης, ιατρός και βουλευτής με την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντροο. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες και κατείχε για 23 χρόνια (ως το 1959) το πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος με επίδοση 7,37 μ. Στην διάρκεια της κατοχής διοργάνωνε με άλλους συναθλητές του αγώνες, διαθέτοντας τα έσοδα σε λαϊκά συσσίτια. Το 1950 κατέλαβε τη θέση του υφηγητή Μαιευτικής – Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Aπέκτησε τρεις γιους, τον Γιώργο, τον Θοδωρή και τον Γρηγόρη.
Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 ο Λαμπράκης εξελέγη βουλευτής Πειραιά συνεργαζόμενος με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στις 21 Απριλίου 1963 αψηφώντας σχετική απαγόρευση της αστυνομίας, πραγματοποίησε την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, εν μέσω απειλών, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες.
Η δολοφονία
Αμέσως μετά μετέβη στο Λονδίνο για να συμπαρασταθεί στους Έλληνες, Κύπριους και Άγγλους διαδηλωτές που ζητούσαν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Βρετανίδα σύζυγός του Αντώνη Αμπατιέλου, Μπέτυ Μπάρτλετ Αμπατιέλου. Στόχος των διαδηλωτών ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία βρισκόταν στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να παραστεί σε βασιλικούς γάμους. Η σύζυγος του Αμπατιέλου ζήτησε ακρόαση από την Φρειδερίκη, η οποία την αρνήθηκε, παρά τις πιέσεις του Λαμπράκη. Σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 22 Μαΐου, καθώς εξερχόταν από συγκέντρωση για την ειρήνη και τον πυρηνικό αφοπλισμό στη Θεσσαλονίκη, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς. Τραυματίστηκε βαριά και υπέκυψε στα τραύματά του λίγες μέρες μετά.
Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της χώρας.
Οι καταδίκες
Στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τους εισαγγελείς Δημήτριο Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Αργότερα ο Παπαντωνίου αντικαταστάθηκε από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Αν και η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. Έτσι, τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα.
Τον Ιούλιο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης απήγγειλε κατηγορίες για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γρ. Λαμπράκη εναντίον του υπομοίραρχου Εμμανουήλ Καπελώνη, διοικητή του αστυνομικού τμήματος Τριανδρίας, και του Ξενοφώντα Γιοσμά. Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέως κρίθηκαν προφυλακιστέοι ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, οι συνταγματάρχες Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Τρύφων Παπατριανταφύλλου.
Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος «Δίωξης Κομμουνιστών». Όπως ισχυρίστηκε ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, ο Κατσούλης της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης ειδοποίησε όλα τα παραρτήματα να στείλουν τους άνδρες τους στον τόπο της συγκέντρωσης και να πάρουν μαζί τους «εθνικόφρονες πολίτες» για ν’ αποδοκιμάσουν τους οπαδούς της ειρήνης. Επειδή όμως στο μεταξύ άλλαξε ο τόπος της συγκέντρωσης όπου θα μιλούσε ο βουλευτής, οι περί ων ο λόγος πολίτες εκλήθησαν να μαζευτούν στο Ε΄Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί τους έβγαλε λόγο ο υπομοίραρχος Κατσούλης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τους τόνισε ότι «στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Στο υπόμνημά του ο υπομοίραρχος Καπελώνης ισχυρίστηκε ότι προ των επεισοδίων και της συγκέντρωσης, ο Κατσούλης πέρασε από τα γραφεία της Γενικής Ασφαλείας και δήλωσε στους αξιωματικούς: «Σήμερα θα δείτε τι θα γίνει…».
Τελικά, για τον φόνο καταδικάστηκαν οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, ενώ ο Γιοσμάς καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.