Από την Ευτυχία Παπούλια
Δεν μου είπε πώς να ζω: Έζησε και με άφησε να τον βλέπω.
“Άστο να παίξει το παιδί”, φώναζε πάντα ο μπαμπάς προσπαθώντας να σταματήσει τις τσιρίδες της τρομαγμένης μαμάς που δεν απολάμβανε γουλιά καφέ την ώρα που έπαιζα με τα υπόλοιπα παιδιά στην πλατεία του χωριού. Εκείνος, ούτε που κοιτούσε… Ας έπεφτα χίλιες φορές, ας είχα κάνει τα ρούχα μου… καινούρια από τις λάσπες, σημασία δεν έδινε. Θα μου έπαιρνε άλλα, έλεγε. Ρουφούσε το καφεδάκι του κάνοντας τον ενοχλητικό ήχο που… τάραζε τη μαμά και χάζευε το υπέροχο τοπίο, ακόμη και το εκνευρισμένο, ανήσυχο πρόσωπό της. Πού και πού μονάχα έριχνα εγώ καμιά ματιά μήπως και φύγει, γιατί μετά το παιχνίδι θα έτρεχα να του πω στο αυτί πως θέλω παγωτό. Στα κρυφά φυσικά, γιατί η μαμά θα άρχιζε πάλι να του θυμίζει πως έφαγα χθες, πως θα παχύνω, θα χαλάσω τα δόντια κι αν τελικά “λύγιζε” θα έπρεπε να φάω πρώτα τα απαίσια φασολάκια.
Ενώ ο μπαμπάς… αχ αυτός ο μπαμπάς, έβαζε το χέρι στην τσέπη χωρίς πολλά πολλά και μου ‘δινε και κάτι παραπάνω να πάρω εκείνο το καλό, που είχε από κάτω το δωράκι.
Δεν μου έφτιαχνε ποτέ κοτσιδάκια, δεν πέτυχε ποτέ το νούμερό μου, πολλές φορές ξεχνούσε τα γενέθλιά μου. Γνώριζε πως “μάλλον” πάω αγγλικά, πως θέλω να γίνω μπαλαρίνα, πως… τα πάω καλά με τους βαθμούς, πως μου αρέσουν όοοοολα τα φαγητά, ενώ αν ρωτούσες τη μαμά, ήξερε ακριβώς και πόσες τρίχες έχω στο κεφάλι, πού έχω βάλει το δεύτερο καλτσάκι που δεν βρίσκω πουθενά. Γιατί πάντα η μαμά – αξία ιερή – είναι κάτι σαν το γράμμα του νόμου, που φροντίζει για την ισορροπία μέσα από αυστηρούς, έως και εκνευριστικούς κανόνες που με έναν μαγικό τρόπο χαλαρώνουν όταν είσαι με τον μπαμπά.
Είναι αυτός που θα σου πάρει όσες σοκολάτες θες στο super market, που όταν λείπει η μαμά θα σε αφήσει να δεις τηλεόραση το βράδυ και αν κοιμηθείς, θα σε πάει αγκαλιά στο κρεβάτι. Στα μάτια του δεν βλέπεις τον φόβο, λες και με ένα μαγιό ραβδάκι τον εξαφανίζει, μην τυχόν τον δεις και φοβηθείς κι εσύ.
Εκείνος θα σε ανεβάσει στο ποδήλατο χωρίς τις βοηθητικές “γιατί είσαι πια μεγάλο παιδί” και όσο φοβάσαι θα τρέχει δίπλα σου φωνάζοντας συνθήματα γηπέδου για κάθε μέτρο που διένυσες χωρίς να “σκοτωθείς”. Είναι αυτός που θα σε βάλει στο νερό χωρίς κανένα από τα εκατοντάδες αξεσουάρ που έχει κουβαλήσει στη θάλασσα η μαμά και θα σε μάθει κολύμπι μέσα σε λίγες ημέρες. Είδες που τελικά ήταν εύκολο; Όλα είναι δίπλα στον μπαμπά, ακόμη και η πιο δύσκολη εξίσωση στα Μαθηματικά. Θα σε αφήσει να πιάσεις τιμόνι για χιλιόμετρα, με τη μαμά να τηλεφωνεί κάθε τρία λεπτά και να του το “χτυπάει” ακόμη, να πάρεις λεωφορείο μόνος σου από τα 15, για να γνωρίσεις και την άλλη, δύσκολη όψη της καθημερινότητας. Μεγάλωσες κι ακόμη δεν θα ρωτήσει “ποιον αγαπάς”.
Του φτάνει μόνο να χαμογελάς!
Τον μπαμπά μας τον λατρεύουμε, γιατί αν του δώσεις ένα φιλί, θα τα ξεχάσει όλα, αλλά δεν θα στο πει για να μην σου δείξει ότι “λυγίζει” και πέσει από το “βάθρο”. Γιατί δεν θέλει να δεις το αδύναμο πρόσωπό του. Γιατί ξέρει, με έναν αδέξιο τρόπο, να σε κάνει μάγκα και να μπορείς μια μέρα να είσαι ικανός να παλεύεις μοναχός, χωρίς να ψελλίζεις το “όνομά” του για βοήθεια. Θέλει μονάχα να κοιτάζεις μια μέρα ψηλά, ψιθυρίζοντας “Ψιτ μπαμπά, με βλέπεις; Τα καταφέρνω…”.