Από την Ευτυχία Παπούλια Κοινωνιολόγος Το να βλέπεις να πέφτει το δειλινό πρέπει να συνταγογραφείται από γιατρούς Μάρλεν Ντήτριχ, Γερμανίδα ηθοποιός Έχω ακούσει τη λαλιά του κότσυφα και άλλων πουλιών του δάσους, για πρώτη φορά, από έναν “βιολιτζή”, πρακτικό οργανοπαίκτη όταν βρέθηκα πριν χρόνια σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας. Θα μπορούσε να είναι μία […]
Από την Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Το να βλέπεις να πέφτει το δειλινό πρέπει να συνταγογραφείται από γιατρούς
Μάρλεν Ντήτριχ, Γερμανίδα ηθοποιός
Έχω ακούσει τη λαλιά του κότσυφα και άλλων πουλιών του δάσους, για πρώτη φορά, από έναν “βιολιτζή”, πρακτικό οργανοπαίκτη όταν βρέθηκα πριν χρόνια σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας. Θα μπορούσε να είναι μία παραλλαγή της Ποιμενικής του Μπετόβεν, προσαρμοσμένη στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Ωστόσο, αν ζούσε ο μεγάλος αυτός συνθέτης και ήθελε να τη συμπεριλάβει στη συμφωνία του, θα τα έχανε! Δεν υπάρχει ανάλογη μουσική κλίμακα, οι νότες ξεπερνούν το εύρος του οργάνου. Ο βιολιτζής αυτός, αυτοσχεδίαζε, έπαιζε σε εκείνες τις μικρές χορδές των δέκα περίπου εκατοστών που ορίζονται από τον ορθοστάτη και τη λάμα στήριξης των χορδών.
Έχω ακούσει γαβγίσματα και φωνές άγριων ζώων από κάποιον που έπαιζε πολύ καλά το νταούλι και έβγαζε “νότες” ξύνοντας με το εσωτερικό της παλάμης του τη δερμάτινη επιφάνεια του οργάνου. Ούτε αυτή η μουσική μπορούσε να γραφτεί στο πεντάγραμμο. Όλους αυτούς τους ήχους που ανακάλυπταν οι πρακτικοί οργανοπαίκτες αν τους άκουγε ο Μπετόβεν, ίσως θα ξανάγραφε την Ποιμενική του. Έχω ακούσει ηπειρώτικα μοιρολόγια που καθηλώνουν, τραγούδια πονεμένων που δεν διδάχθηκαν ορθοφωνία, ηχοχρώματα και τονικότητα που μαγεύουν την ακοή, γιατί δεν βγαίνουν από το λάρυγγα και τις φωνητικές χορδές αλλά από πιο βαθιά, από το διάφραγμα, εκεί όπου οι αρχαίοι πίστευαν πως εδράζεται η ψυχή.
Έχω, τέλος, ακούσει μεγάλες αλήθειες από ερασιτέχνες στοχαστές, φιλόσοφους, που μιλάνε χωρίς παραπομπές σε σοφίες άλλων, αλλά εκθέτουν τη δική τους γνώση, καταστάλαγμα δικής τους εμπειρίας, παρατηρητικότητας και ευαισθησίας. Έχω, με δυο λόγια, δεχθεί τα πιο έντονα ερεθίσματα από ερασιτέχνες στο χώρο του πνεύματος και της τέχνης.
Και εδώ, χρειάζεται να απενοχοποιήσουμε τον ρόλο του ερασιτέχνη σε αντιδιαστολή με εκείνον του επαγγελματία. Τον επαγγελματία ποιητή, λογοτέχνη, στοχαστή, φιλόσοφο, που δεσμεύεται από την ανάγκη για χρήμα, δόξα, αναγνώριση. Αντίθετα, ο ερασιτέχνης δεν δεσμεύεται από τέτοιους περιορισμούς.
Μπορεί να αναπτύξει τις σκέψεις του, τις απόψεις του, να υπερασπιστεί αξίες, να προτείνει στάσεις ζωής, να αφυπνίσει συνειδήσεις, να διευρύνει πνευματικούς ορίζοντες. Αυτό το κενό της εξαγνισμένης από σκοπιμότητες ερασιτεχνικής προσφοράς, ήρθε τελείως αναπάντεχα να υπενθυμίσει και να αναπληρώσει με μια συνέντευξή του ο καταξιωμένος επιστήμονας Σωτήρης Τσιόδρας.
Θα καταχωρήσω το όνομά του στους ερασιτέχνες στοχαστές – φιλόσοφους, γιατί δεν χρειάζεται άλλες περγαμηνές ο συγκεκριμένος επιστήμονας. Δεν μάθαμε αν μέσα από αυτήν την κατάθεση ψυχής ο Σωτήρης Τσιόδρας ένιωσε την ανάγκη να “απολογηθεί” για την αδυναμία του να συγκρατήσει τη συγκίνησή του για τους ηλικιωμένους παππούδες, πατεράδες, μανάδες μας, που η απανθρωπιά της εποχής και όχι η συγκυρία του κορονοϊού έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο σε αυτούς: Να ανταλλάξει το θάνατό τους με τη ζωή ενός νεότερου! Ή μήπως ένιωσε την ανάγκη να επισημάνει τον κίνδυνο όχι του φυσικού αλλά του πνευματικού θανάτου, αν αυτός δεν έχει ήδη επέλθει;
Αυτόν τον θάνατο φοβάται ο Σωτήρης Τσιόδρας.
Τον θάνατο των ανθρώπων που δεν μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο, ένα ποίημα, που δεν μπορούν να κλάψουν ή να τραγουδήσουν. Και αυτές οι επισημάνσεις του Σωτήρη Τσιόδρα, αυτού του ερασιτέχνη στοχαστή, σε αυτή τη συγκυρία μοιάζουν σαν ανοιξιάτικη βροχή μέσα στην άνυδρη πνευματική ερημιά.
Χρειαζόμαστε τον στοχαστή περισσότερο από τον επιστήμονα. Γιατί αυτή η γενιά των σημερινών τριαντάρηδων μεγάλωσε χωρίς πρότυπα, πορεύεται στα τυφλά χωρίς ιδανικά, χωρίς πυξίδα, χωρίς καθοδηγητές. Χρειάζεται δύναμη να κλάψεις και να κάνεις το κλάμα ποίηση. Χρειάζεται δύναμη να κάνεις τον πόνο και τη χαρά σου τραγούδι και να το τραγουδήσεις εσύ για σένα, να χειροκροτήσεις εσύ για σένα, για τον εαυτό σου και όχι για κάποιον άλλον. Κυρίως όμως, χρειάζεται δύναμη να αγαπήσεις εσύ τον άλλον και όχι ο άλλος εσένα και να το δείξεις αυτό εσύ πρώτα. Δεν φαντάζεσαι πόση ανταπόκριση θα βρεις…
Όπου κι αν πάμε τον Αύγουστο για δυο, για τρεις, για δέκα μέρες, να βάλουμε ποίηση, να βάλουμε τραγούδι, ας βάλουμε λίγο Τσιόδρα στη ζωή μας.