Ανεξαρτησία Κύπρου 1960: Στην Κύπρο γιορτάζεται σήμερα η εξηκονταετία από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Έκθεση στην Κρατική Πινακοθήκη με έργα που διαφύλαξαν και επέστρεψαν οι Τουρκοκύπριοι τιμά το κοινό παρελθόν σαν υποθήκη για το μέλλον.
Ανεξαρτησία Κύπρου 1960: Αναγεννημένη μέσα από ένα εμβληματικό της Κύπρου σταυρόσχημο ειδώλιο, η Αφροδίτη στέκει ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή και ελληνοκυπριακή κοινότητα στο έργο του Γεώργιου Πολ. Γεωργίου “Η ξαναγέννηση της Κύπρου”, το οποίο παρουσιάζεται αυτό το διάστημα στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης στη Λευκωσία. Εκκλησίες και μιναρέδες, ο κυπριακός καφές, δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, φιγούρες των ανθρώπων της Κύπρου, άνδρες των Ηνωμένων Εθνών και Έλληνες και Τούρκοι στρατιώτες πρωταγωνιστούν στον πίνακα του Πολ. Γεωργίου (1901-1972), δίνοντας μία συνολική εικόνα όλων των στοιχείων που ένωσαν τις δύο κοινότητες σε ένα ανεξάρτητο κράτος μαζί με όσα τελικά τις χώρισαν.
Το εν λόγω έργο αποτελεί μέρος της ομότιτλης έκθεσης «Ξαναγέννηση» με 219 έργα τέχνης που εντοπίστηκαν στην κατεχόμενη Αμμόχωστο μετά την τουρκική εισβολή του 1974, διασώθηκαν από Τουρκοκύπριους και επιστράφηκαν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα το 2019 στο πλαίσιο μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης που συμφωνήθηκαν μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί.
Το τραύμα
Η «Ξαναγέννηση» είναι ένα από 44 έργα του Πολ. Γεωργίου που επιστράφηκαν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα μαζί με άλλα 175 έργα Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων ζωγράφων. Από αυτά, τα 25 φέρουν την υπογραφή του Στέλιου Βότση (1929-2012), σημαντικού εικαστικού της σύγχρονης κυπριακής τέχνης. Τα έργα του Βότση είχαν ταξιδέψει στην Αγγλία το 1973 για μια έκθεση του καλλιτέχνη στο Ινστιτούτο της Κοινοπολιτείας στο Λονδίνο. Η επιστροφή τους συνέπεσε με την τουρκική εισβολή του 1974 και έτσι παρέμειναν εγκλωβισμένα στο τελωνείο του λιμανιού της κατεχόμενης Αμμοχώστου.
60 χρόνια από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
Ήταν μεσάνυχτα της 15ης προς τη 16η Αυγούστου του 1960 η Κύπρος έπαψε να αποτελεί βρετανική αποικία και έγινε ανεξάρτητη Δημοκρατία. Στις 16 Αυγούστου ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ, σε επίσημη τελετή στη Βουλή των Αντιπροσώπων, παρέδωσε την εξουσία στον πρώτο Πρόεδρο της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ και στον πρώτο της Αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί στα ύπατα αξιώματα του κράτους στις πρώτες προεδρικές εκλογές, που διεξήχθησαν στις 13 Δεκεμβρίου 1959.
Η υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, τον Φεβρουάριο 1959, άνοιξε τον δρόμο για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Ωστόσο, μέχρι την επίσημη εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 16 Αυγούστου 1960, μεσολάβησε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδος, κατά την οποία συγκροτήθηκε ο μηχανισμός της νεοσύστατης δημοκρατίας.
Ενα από τα σώματα που είχαν ιδρυθεί για την εφαρμογή των συμφωνιών του 1959 ήταν η επιτροπή του Λονδίνου, η οποία είχε κυρίως ως έργο της θέματα που αφορούσαν τον βρετανικό στρατό. Στις αρχές του 1960, ένα από τα ζητήματα στα οποία η πρόοδος των διαβουλεύσεων στο Λονδίνο φάνηκε να σκοντάφτει ήταν αυτό των βρετανικών βάσεων. Συγκεκριμένα, υπήρχαν διαφωνίες ως προς το μέγεθος, την έκταση της κυριαρχίας τους, καθώς και στο θέμα της εκχώρησής τους σε περίπτωση βρετανικής αποχώρησης. Καθώς η συζήτηση όδευε προς αδιέξοδο, οι Βρετανοί συγκάλεσαν διάσκεψη στο Λονδίνο, στις 16 Ιανουαρίου 1960, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και με τους ηγέτες των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και Φαζίλ Κουτσιούκ, αντίστοιχα.
Στο Λονδίνο, οι Βρετανοί ήλπιζαν ότι, με κάποιες μικρές προσαρμογές, οι διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν σε συμφωνία εγκαίρως, έτσι ώστε η ημέρα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας να καθοριζόταν τον Φεβρουάριο.
Ωστόσο, τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όσο και ο Φαζίλ Κουτσιούκ ήταν από κοινού αποφασισμένοι να μειώσουν το μέγεθος των βάσεων, χωρίς να υποκύπτουν σε πιεστικά χρονοδιαγράμματα. Η προηγούμενη εμπειρία των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, επομένως, όπου το θέμα της πίεσης του χρόνου ήταν τόσο έντονο, έφερε τώρα τα αντίθετα αποτελέσματα. Ηταν αδύνατον για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να αποδεχθεί τις βρετανικές προτάσεις ως είχαν. Πράγματι, Μακάριος και Κουτσιούκ πήγαν στο Λονδίνο αποφασισμένοι να μειώσουν το μέγεθος των βάσεων. Oι διαβουλεύσεις για το ζήτημα των βάσεων αποτέλεσαν μοναδικό παράδειγμα κατά το οποίο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι βρήκαν κοινό έδαφος και διαβουλεύονταν χωρίς να τους βαραίνει η παρουσία των αντίστοιχων μητέρων-πατρίδων τους.
Από τον Φεβρουάριο του 1960, μετά την αποτυχία της διάσκεψης, οι διαπραγματεύσεις μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός, Χάρολντ Μακμίλλαν, επιφόρτισε τον υφυπουργό Εξωτερικών, Τζούλιαν Αμερι, με το καθήκον της διαπραγμάτευσης. Ο Αμερι πέρασε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών στο νησί. Ο ίδιος εκπροσωπούσε τη σκληροπυρηνική πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος, η οποία πίστευε ότι οι βάσεις θα λειτουργούσαν ως «μικρές αποικίες» ή ως «κυπριακά Γιβραλτάρ». Σε κάθε περίπτωση, στο διάστημα αυτό οι σχέσεις του με τον κυβερνήτη Φουτ δεν έμειναν ανεπηρέαστες, καθώς ο τελευταίος ανησυχούσε για τις συνέπειες που θα μπορούσε να είχε η συνεχιζόμενη διαφωνία επί του θέματος των βάσεων. Μάλιστα, μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο παρουσιάστηκε ακόμα και η πιθανότητα η μεταβατική περίοδος να εξελιχθεί ως μια μόνιμη διευθέτηση.
Υποχώρηση
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, όμως, δεν επιθυμούσε να διακινδυνεύσει, στο ξεκίνημα της δεύτερής του θητείας, νέα εκδήλωση του κυπριακού προβλήματος. Οι Βρετανοί υποχώρησαν τελικά σε όλα τα βασικά σημεία εκτός από την κυριαρχία των βάσεων. Έτσι, για παράδειγμα, η περιοχή των βάσεων μειώθηκε σε έκταση 99 τετραγωνικών μιλίων στην περιοχή της Δεκέλειας και της Επισκοπής (ενώ οι Βρετανοί αρχικά απαιτούσαν περισσότερα από 200 τετραγωνικά μίλια). Εκτός από τις δύο βάσεις, οι Βρετανοί εξασφάλισαν διευκολύνσεις για τις στρατιωτικές τους ανάγκες σε διάφορα σημεία της Κύπρου. Η συμφωνία για τις βρετανικές βάσεις επιτεύχθηκε στις 6 Ιουλίου 1960, ανοίγοντας τον δρόμο προς την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.
Η εγκαθίδρυση
Η εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε τα μεσάνυχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου 1960. Η ιδρυτική τελετή ήταν χαμηλών τόνων, όπως και η αποχώρηση του τελευταίου κυβερνήτη, Χιου Φουτ. Χωρίς την εκφώνηση λόγων ή την εκτέλεση στρατιωτικών ύμνων, ο Φουτ επιβιβάστηκε με την οικογένειά του στο πολεμικό πλοίο Chichester και αναχώρησε από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Έκλεισε έτσι ο κύκλος της αποικιοκρατίας, που είχε ξεκινήσει στο νησί με την άφιξη των Βρετανών το 1878. Στο ξεκίνημα της μετα-αποικιακής της εμπειρίας, η Κύπρος αναζήτησε τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον. Πράγματι, στις 21 Σεπτεμβρίου 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Σε όλα τα δημόσια κτίρια, το πρωί της 16ης Αυγούστου, κυμάτιζε η νέα σημαία, όπως την είχε σχεδιάσει ο Τουρκοκύπριος Ισμέτ Γκιουνέι: η Κύπρος στο χρώμα του χαλκού στο κέντρο μίας λευκής σημαίας και από κάτω δύο κλαδιά ελιάς, που συμβόλιζαν τις δύο κοινότητες οι οποίες θα ζούσαν σε ειρηνικό κλίμα στη νέα τους χώρα.
Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ και Αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, που είχαν κερδίσει τις εκλογές στις πρώτες επίσημες εκλογές στις 13 Δεκεμβρίου 1959. Όμως ποτέ κανείς δεν γιόρτασε την 16η Αυγούστου ως επίσημη ημέρα γενεθλίων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι καλοκαιρινές διακοπές που άλλαξαν τα δεδομένα
Ο εορτασμός της κυπριακής ανεξαρτησίας μία μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο και μέσα στο καλοκαίρι δυσκόλευε τους πάντες. Για αυτό τρία χρόνια αργότερα, στις 11 Ιουλίου 1963, το Υπουργικό συμβούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελούμενο από εφτά Ελληνοκυπρίους και τρείς Τουρκοκυπρίους υπουργούς ομόφωνα αποφάσισε τον ορισμό της 1ης Οκτωβρίου ως Ημέρας της Ανεξαρτησίας της Κύπρου. Ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου, Σερ Χιου Φουτ Ο λόγος ήταν οι καλοκαιρινές διακοπές και η απουσίας των ξένων Πρέσβεων στις χώρες τους, κατά την τελετή εορτασμού….
Τρεις εξουσίες
Στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνεται σαφής διάκριση των τριών πολιτειακών εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και το υπουργικό συμβούλιο, η δικαστική από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας και η νομοθετική εξουσία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τις Κοινοτικές Συνελεύσεις. Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προβλέπουν τη σύσταση δύο αιρετών Κοινοτικών Συνελεύσεων, μιας ελληνικής και μιας τουρκικής, οι οποίες επιλαμβάνονται όλων των εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών θεμάτων των δύο κοινοτήτων.
Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν την 31η Ιουλίου 1960 και στις 7 Αυγούστου 1960 έλαβαν χώρα οι εκλογές για την ανάδειξη των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Οι εκλογές διεξήχθησαν με πλειοψηφικό σύστημα και με βάση την αποικιακή νομοθεσία. Ο αριθμός των βουλευτών, σύμφωνα με το σύνταγμα, οριζόταν στους πενήντα, από τους οποίους οι τριάντα πέντε (70%) εκλέγονταν από την ελληνική κοινότητα και οι δεκαπέντε (30%) από την τουρκική κοινότητα.
Προβλήματα με το ‘καλημέρα’
Η νεοσύστατη Βουλή αντιμετώπισε εξαρχής προβλήματα ομαλής λειτουργίας που πήγαζαν από τις αδυναμίες του συντάγματος. Το δοτό σύνταγμα της Κύπρου, που εκπονήθηκε από μια μικτή συνταγματική επιτροπή, παρόλο που διασφαλίζει τις βασικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, εμπεριέχει διαιρετικά στοιχεία που αποτέλεσαν εξαρχής τροχοπέδη στην ομαλή πορεία και εξέλιξη του κράτους. Τέτοιες πρόνοιες είναι, ανάμεσα σε άλλες, το δικαίωμα αρνησικυρίας του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, η εκλογή από τις δύο κοινότητες χωριστών δήμων στις πέντε κυριότερες πόλεις και η χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων βουλευτών για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και για τη θέσπιση νομοθεσίας περί δήμων ή περί φόρων και τελών.
Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη μια μικρή μειοψηφία Τουρκοκύπριων βουλευτών έχει δικαίωμα να ανατρέψει τη θέληση της πλειοψηφίας. Το 1961 οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές, κάνοντας χρήση του δικαιώματος αυτού, καταψήφισαν το νομοσχέδιο για παράταση του φορολογικού νόμου και στη συνέχεια το νομοσχέδιο περί φόρου εισοδήματος, με αποτέλεσμα να μείνει η Δημοκρατία χωρίς σχετική νομοθεσία για τέσσερα χρόνια.
Μετά τις διακοινοτικές ταραχές που σημειώθηκαν το Δεκέμβριο του 1963 οι δεκαπέντε Τουρκοκύπριοι βουλευτές αποχώρησαν και έκτοτε οι έδρες τους παραμένουν κενές. Αποχώρησαν επίσης όλοι οι Τουρκοκύπριοι που κατείχαν πολιτειακά αξιώματα ή θέση στο δημόσιο τομέα. Η Βουλή συνέχισε να λειτουργεί, με βάση τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν κατά καιρούς από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στην κυπριακή πολιτειακή ζωή. Τις θέσεις των τριών Τουρκοκύπριων υπουργών που αποχώρησαν κατέλαβαν Ελληνοκύπριοι υπουργοί και οι αρμοδιότητες του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου μεταβιβάστηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Μάρτιο του 1965, με νόμο που θέσπισε η Βουλή, οι νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης μεταβιβάστηκαν στη Βουλή, οι αρμοδιότητές της επί εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων στο συνιστώμενο με βάση τον ίδιο νόμο Υπουργείο Παιδείας και οι υπόλοιπες διοικητικές της αρμοδιότητες στα άλλα συναφή υπουργεία.
Λόγω της έκρυθμης κατάστασης που ακολούθησε τα δραματικά γεγονότα του 1963 οι επόμενες βουλευτικές εκλογές δε διεξήχθησαν τον Ιούλιο του 1965 αλλά στις 5 Ιουλίου 1970, αφού η θητεία των μελών της Βουλής παρατεινόταν κάθε χρόνο με σχετική νομοθεσία. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου 1974, η κατάληψη από τα τουρκικά στρατεύματα του 37% του κυπριακού εδάφους και η βίαιη εκδίωξη από τα σπίτια και τις περιουσίες του του ενός περίπου τρίτου του πληθυσμού είχαν ως συνέπεια την αναβολή και πάλι των βουλευτικών εκλογών. Έτσι, οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία διεξήχθησαν στις 5 Σεπτεμβρίου 1976.
Στις βουλευτικές περιόδους που ακολούθησαν η Βουλή ανέλαβε μια ακόμα αποστολή: τη θέσπιση, σε συνεργασία με την εκτελεστική εξουσία, ειδικής νομοθεσίας για την ισότιμη κατανομή των βαρών από την εισβολή και την κατοχή, καθώς και άλλων νομοθετικών μέτρων που στόχευαν στην ανόρθωση της οικονομίας του τόπου και στην ανακούφιση των εκτοπισθέντων, των παθόντων και των οικογενειών των αγνοουμένων. Έκτοτε συμμετέχει επίσης ενεργά, τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, στον αγώνα του λαού για εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Ο Μακάριος κατά την υποδοχή του στην Βουλή των Αντιπροσώπων Κύπρου
Σημαντικό σταθμό στην ιστορία του κοινοβουλίου αποτελεί η απόφαση που έλαβε η Βουλή στις 20 Ιουνίου 1985 για αύξηση του αριθμού των βουλευτών σε ογδόντα, από τους οποίους οι πενήντα έξι εκλέγονται από την ελληνική κοινότητα και οι είκοσι τέσσερις από την τουρκική κοινότητα, για να διατηρείται η προβλεπόμενη από το σύνταγμα αναλογία του 70% προς 30%. Η απόφαση αυτή λήφθηκε κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, αφού το σύνταγμα επιτάσσει χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων βουλευτών για τη σχετική τροποποίηση. Η αύξηση του αριθμού των βουλευτών επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων, αφού, λόγω της διεύρυνσης των δραστηριοτήτων της Βουλής και της συμμετοχής της σε πολλούς διεθνείς κοινοβουλευτικούς οργανισμούς, ο αριθμός των πενήντα βουλευτών ήταν εξ αντικειμένου ανεπαρκής για την απρόσκοπτη λειτουργία του σώματος και ειδικά των κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Μήνυμα αποτροπής έστειλε η στρατιωτική παρέλαση στη Λευκωσία
Με ορατό το αποτύπωμα της πανδημίας, πολιτειακή πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία τίμησαν με κάθε μεγαλοπρέπεια την 60η επέτειο της Κυπριακής Ανεξαρτησίας. Στην παρουσία του προέδρου της Βουλής Δημήτρη Συλλούρη που δέχθηκε τον χαιρετισμό της στρατιωτικής παρέλασης στη Λευκωσία, απόντος του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του Υπουργού Άμυνας Χαράλαμπου Πετρίδη Υπουργών του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου που εκπροσώπησε της Ελλάδα και πλήθους επισήμων, η Εθνική Φρουρά, πεζοπόρα και μηχανοκίνητα τμήματα σε άψογους σχηματισμούς, παρήλασαν ενώπιον της εξέδρας των επισήμων.
Τα μηχανοκίνητα
Οι εορτασμοί ξεκίνησαν με την έπαρση της σημαίας και με τη ρίψη 21 χαιρετιστήριων βολών. Της διέλευσης των στρατιωτικών τμημάτων προηγήθηκαν οι πολεμιστές του 1974 και οι ανάπηροι πολέμου. Άρμα μάχης Τ80U πέρασε μπροστά από την εξέδρα φέροντας την κυπριακή σημαία, με ένα σχηματισμό μαχητικών ελικοπτέρων MI35 να πραγματοποιεί την πρώτη διέλευση πάνω από το χώρο της παρέλασης.
Στη στρατιωτική παρέλαση έλαβαν μέρος τα άρματα μάχης T80U ρωσικής κατασκευής και προέλευσης, το γαλλικά ΑΜΧ 30 Β2 που παραχώρησε η Ελλάδα στην Εθνική Φρουρά και τα ρωσικά ΒΜΡ 3. Από τις εντυπωσιακές παρουσιάσεις τα όπλα του Πυροβολικού, όπως το σύστημα Αλεξάντερ από τα τελευταία αποκτήματα της Εθνικής Φρουράς και τα αυτοκινούμενα πυροβόλα ZUZANA.
Τα πεζοπόρα
Στο δεύτερο μέρος της παρέλασης τα πεζοπόρα τμήματα σε άψογους σχηματισμούς πέρασαν μπροστά από την εξέδρα των επισήμων. Η έναρξη έγινε με τις σημαίες της Κυπριακής τμήμα. Τμήματα του πεζικού της αεροπορίας, του ναυτικού, της αστυνομίας και άλλων τμημάτων της Δημοκρατίας κατέδειξαν την άρτια εκπαίδευσή τους. Εντυπωσιακή ήταν η διέλευση των ειδικών δυνάμεων με τους καταδρομείς και βατραχανθρώπους. Και στους φετινούς εορτασμούς συμμετοχή είχε και η ΕΛΔΥΚ η οποία από την ανεξαρτησία της Κύπρου είναι παρούσα στο νησί ενισχύοντας το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
https://www.youtube.com/watch?v=8tV5U-QPo94
60 χρόνια από την ανεξαρτησία της Κύπρου- Ο Παναγιωτόπουλος για τον εορτασμό στο νησί
Στην Κύπρο βρίσκεται ο υπουργός Εθνικής Αμυνας της Ελλάδας Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος πραγματοποιεί επίσκεψη στο νησί, στο πλαίσιο των εορτασμών της 60ης επετείου από την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο κ. Παναγιωτόπουλος συνοδεύεται από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, τον στρατηγό Κωνσταντίνο Φλώρο. Στην καθιερωμένη παρέλαση, που πραγματοποιήθηκε το πρωί επί της λεωφόρου Ιωσήφ Χατζηιωσήφ στη Λευκωσία συμμετείχαν μηχανοκίνητα και πεζοπόρα τμήματα και πτητικά μέσα της Εθνικής Φρουράς. Παρόντες ήταν επίσης ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Ιταλίας, στρατηγός Enzo Vecciarelli και εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας ο διοικητής των Γαλλικών Δυνάμεων στη Μεσόγειο και Μαύρη Θάλασσα Αντιναύαρχος Laurent Isnard.
Πριν από την έναρξη της παρέλασης, πραγματοποιήθηκε η επίσημη υποδοχή του προεδρεύοντος της Δημοκρατίας και στη συνέχεια έγινε η έπαρση σημαίας, η ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου και η ρίψη 21 χαιρετιστήριων κανονιοβολισμών. Τον χαιρετισμό της παρέλασης δέχθηκαν ο προεδρεύων της Δημοκρατίας Δημήτρης Συλλούρης πλαισιωμένος από τον υπουργό Άμυνας Χαράλαμπο Πετρίδη και τον αρχηγό της Εθνικής Φρουράς αντιστράτηγο Δημόκριτο Ζερβάκη. Τη στρατιωτική παρέλαση θα παρακολουθήσουν επίσης πρέσβεις και Aκόλουθοι Άμυνας ξένων χωρών.
Λόγω της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που προβλέπονται από τα σχετικά υγειονομικά πρωτόκολλα, η φετινή στρατιωτική παρέλαση, έπειτα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, πραγματοποιήθηκε παρουσία μόνο των επίσημων προσκεκλημένων.