Χάγη Ελλάδα - Αλβανία: Μετά τη συμφωνία με Αλβανία για προσφυγή στη Χάγη για το θέμα της ΑΟΖ, ο Μητσοτάκης σήμερα ταξιδεύει στη Λευκωσία για την τριμερή Ελλάδας- Κύπρου- Αιγύπτου
Χάγη Ελλάδα – Αλβανία: Με επί της αρχής συμφωνία για προώθηση της διαφοράς οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών Ελλάδας – Αλβανίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, άρση του εμπολέμου και διακυβερνητική συνεργασία στον τομέα της οικονομίας επέστρεψε χθες από τα Τίρανα ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Αναμφίβολα η πλέον σημαντική πτυχή της χθεσινής επίσκεψης αφορά τη συμφωνία για προσφυγή στη Χάγη, κάτι που ανοίγει τον δρόμο για ολοκλήρωση μιας πολυετούς εκκρεμότητας που, με την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο και την πρότερη συμφωνία με την Ιταλία, θα κλείσει οριστικά το μέτωπο των θαλασσίων ζωνών προς τη Δύση.
Οι δύο πλευρές θα αρχίσουν να εργάζονται άμεσα σε ένα έγγραφο εργασίας, με σκοπό την ολοκλήρωσή του και τη σύνταξη του συνυποσχετικού που απαιτείται για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Συγκεκριμένα, κατά τις δηλώσεις που έκανε ο κ. Δένδιας, αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας Εντι Ράμα, επισήμανε ότι η αλβανική πλευρά συμφωνεί ότι η λύση της διαφοράς των θαλασσίων ζωνών «θα έχει ως θεμελιώδη βάση τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας που και οι δύο χώρες έχουμε προσυπογράψει».
Δηλώσεις Δένδια – Ράμα
Ο κ. Δένδιας πρόσθεσε τα εξής: «Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής να επαναλάβω αυτό που ο πρωθυπουργός μόλις είπε, ότι, έχοντας εξετάσει ενδελεχώς αυτό το ζήτημα, συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε Ελλάδα και Αλβανία από κοινού στην υποβολή του ζητήματος αυτού στη διεθνή Δικαιοσύνη».
Λίγο νωρίτερα, ο κ. Ράμα είχε σημειώσει ότι «από κοινού Αλβανία και Ελλάδα θα απευθυνθούν στη διεθνή Δικαιοσύνη για να θέσουν τα όρια, με βάση την εμπειρογνωμοσύνη και το διεθνές δίκαιο». Με την αφορμή αυτή ο κ. Ράμα εξαπέλυσε επίθεση και προς την αντιπολίτευσή του, καλώντας την να βρει «άλλες αιτίες για να ασκήσει την ανθελληνική προπαγάνδα της στην Αλβανία και στο Κόσοβο». Η στάση της αντιπολίτευσης είναι μάλλον αναμενόμενη, καθώς σε έξι μήνες στη γειτονική χώρα θα πραγματοποιηθούν κοινοβουλευτικές εκλογές.
Άρση εμπολέμου
Ο κ. Ράμα έθεσε και ζήτημα άρσης του εμπολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ εξέφρασε τη βούλησή του για συνεργασία σε ζητήματα, όπως τα νεκροταφεία των πεσόντων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940-41. Το εμπόλεμο, δήλωσε ενδεικτικά ο κ. Δένδιας, «αποτελεί έναν αναχρονισμό, είμαι βέβαιος ότι και αυτό θα το λύσουμε μαζί. Είναι μεγάλη μου χαρά που έχω την ευκαιρία να το πω αυτό εδώ από τα Τίρανα στην αλβανική κοινή γνώμη κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη».
Ο κ. Δένδιας έκανε λόγο για πρόοδο της αλβανικής πλευράς στα θέματα που αφορούν την ελληνική εθνική μειονότητα, εκτιμώντας ότι είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν όλα στο πλαίσιο μιας θετικής ατζέντας. Γενικά επισήμανε ότι η Αθήνα είναι πρόθυμη να συντρέξει την Αλβανία, «συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς τεχνογνωσίας», όπου η αλβανική κυβέρνησή το κρίνει χρήσιμο, κυρίως σε ζητήματα που αφορούν την ενταξιακή πορεία των Τιράνων. Σύντομα θα ανακοινωθεί Διακυβερνητικό Συμβούλιο Ελλάδας – Αλβανίας με σκοπό τη συζήτηση για θέματα που αφορούν τη συνεργασία στην οικονομία και ζητήματα συνδεδεμένα με την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας στην Ε.Ε.
Η Αθήνα επιχειρεί να κυκλώσει από Αλβανία μέχρι Αίγυπτο την Τουρκία
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος χθες συνομίλησε και με τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζονσον για τις προκλήσεις της Τουρκίας και το Κυπριακό, θα βρεθεί σήμερα στη Λευκωσία, όπου θα έχει αρχικά διαδοχικές ξεχωριστές συναντήσεις με τον Κύπριο Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη και τον Πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι, ενώ μετά τις εργασίες της τριμερούς οι ηγέτες θα πραγματοποιήσουν κοινές δηλώσεις. Υπενθυμίζεται ότι τη σύγκληση της τριμερούς είχαν συμφωνήσει ο κ.Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών της Αιγύπτου Σάμεχ Σούκρι σε συνάντηση τους στις 15 Σεπτεμβρίου, ενώ την ίδια ημέρα ο επικεφαλής της αιγυπτιακής διπλωματίας είχε συμφωνήσει με τον κ.Δένδια τη συνέχιση της οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών.
Η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ δεν είχε συμπεριλάβει ως γνωστόν την περιοχή του Καστελόριζου, η οποια αποτελεί και το επίμαχο θέμα για την Τουρκία. Και αυτό καθώς εάν Ελλάδα, Αίγυπτος και Κύπρος προχωρήσουν στην οριοθέτηση στο τρίγωνο όπου συναντώνται οι τρεις ΑΟΖ τους, λόγω της ύπαρξης και της πλήρης επήρειας του Καστελόριζου, κόβουν την έξοδο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Εάν δεν υπήρχε το Καστελόριζο στο χάρτη, η τουρκική ΑΟΖ θα χώριζε τις ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου και θα εκτεινόταν νοτίως της Ρόδου. Η Άγκυρα εν τω μεταξύ συνεχίζει την τακτική του να ανοίγει και άλλα θέματα, καθώς χθες με νέα NAVTEX αντιδρώντας σε ελληνικές ασκήσεις στο Αιγαίο, έθεσε και πάλι θέμα αποστρατικοποίησης Λήμνου, Σαμοθράκης και Άη Στράτη.
Η ιστορία
Η ιστορία του εμπόλεμου ξεκινά το 1940, όταν το καθεστώς Ιωάννη Μεταξά, λίγες μέρες μετά την έναρξη του ελληνοιταλικού πολέμου, κυρώνει τον Αναγκαστικό Νόμο 2636/1940 (ΦΕΚ Α΄ 379, 10.11.1940) “Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών”, βάσει του οποίου “καθίσταται αδύνατος η χρησιμοποίησις πόρων των υπηκόων του εχθρού, προερχομένων εκ περιουσιών κειμένων εις το Εθνικόν έδαφος και απαγορεύονται αι επ’ ωφελεία των εχθρικών Κρατών ή των υπηκόων των πάσης φύσεως δικαιοπραξίαι”. Το μέτρο ελήφθη, απόρροια του πολέμου που είχε ξεσπάσει, εναντίον των υπηκόων των κρατών που είχαν κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Με βάση τον παραπάνω νόμο, ακολούθησε το Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 379, 10.11.1940) “περί ορισμού ως εχθρικών Κρατών κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ.’ αριθ. 2636/1940 της Ιταλίας και της Αλβανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς τα Κράτη ταύτα των διατάξεων του ανωτέρου νόμου”. Επομένως, το βασιλικό διάταγμα όριζε την Ιταλία, ως εχθρικό κράτος. Όσον αφορά την Αλβανία, αποτελούσε de facto προτεκτοράτο της φασιστικής Ιταλίας (από τον Απρίλιο του 1939, η Αλβανία τελούσε υπό ιταλική κατοχή), ενώ Αλβανοί συμμετείχαν στα στρατεύματα εισβολής στο ελληνικό έδαφος.
Ο Απρίλης του 1939
Εμπόλεμο, όμως, υπάρχει και από την πλευρά της Αλβανίας. Τον Απρίλιο του 1939, τα Τίρανα, άμεσα προσδεμένα στο άρμα της επεκτατικής Ιταλίας του Μουσολίνι, κηρύσσουν τον πόλεμο σε όποια χώρα βρισκόταν σε εχθροπραξίες με τη Ρώμη. Μετά τον πόλεμο, ο Ενβέρ Χότζα, εγκαθιδρύει στην Αλβανία κομμουνιστικό καθεστώς και ακυρώνει κάθε απόφαση των προηγούμενων κυβερνήσεων. Πενήντα χρόνια μετά, ο Σαλί Μπερίσα ακυρώνει και αυτός τις αποφάσεις του κομουνιστικού καθεστώτος και επαναφέρει εκείνες των κυβερνήσεων επί βασιλείας Αχμέτ Ζώγου (1925-1939). Επομένως, από νομικής πλευράς, το αλβανικό εμπόλεμο σε βάρος της Ελλάδας ισχύει ακόμα.
Όπως γράφει το slpress.gr, αρκετά χρόνια μετά, τον Μάρτιο του 1966, κυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο ο Ν. 4506 “περί απαγορεύσεως άνευ ειδικής αδείας, δικαιοπραξιών αφορωσών τας εν Ελλάδι περιούσιας των εν Αλβανία Ελλήνων το γένος” (ΦΕΚ Α΄ 62, 21.03.1966). Βάσει αυτής, απαγορευόταν η σύναψη συμβάσεων που είχαν ως αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, κειμένων εν Ελλάδι και ανηκόντων σε Έλληνες, το γένος Αλβανούς υπηκόους που διαμένουν στην Αλβανία.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου τερματίζει το “εμπόλεμο”
Είκοσι χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1987 η κυβέρνηση Παπανδρέου, κατόπιν εισήγησης του τότε υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, κατήργησε, με πράξη υπουργικού συμβουλίου, την εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία.
Ανακοινώθηκε επίσημα ότι:
“η κυβέρνηση αποφαίνεται και δηλώνει ότι ο χαρακτήρας της Αλβανίας σαν εχθρικού κράτους έχει πάψει να υφίσταται. Η Ελληνική Κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι η δήλωσή της αυτή αποτελεί την αφετηρία για την ρύθμιση των ζητημάτων που είναι ακόμη εκκρεμή ανάμεσα στις δύο χώρες. Ήδη, οι αρμόδιες Ελληνικές υπηρεσίες μελετούν προσεκτικά τον προσφορότερο τρόπο για την νομική ρύθμιση των εκκρεμοτήτων αυτών.
Ο τερματισμός της προηγούμενης κατάστασης θα συμβάλλει στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο φίλων χωρών και την διεύρυνση της μεταξύ τους συνεργασίας. Ειδικότερα, θα είναι προς όφελος της Ελληνικής μειονότητας, για την οποία το ενδιαφέρον της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν και θα παραμείνει αμέριστο και η οποία, καλλιεργώντας τις παραδόσεις και την εθνική της ταυτότητα, θα αποτελεί μια σταθερή γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους Έλληνες και τον Αλβανικό λαό”.
Ωστόσο, δημιουργήθηκε νομικό κενό, δεδομένου ότι μια τέτοια κίνηση έπρεπε για τυπικούς λόγους να επικυρωθεί από την ελληνική Βουλή ή να γίνει έκδοση προεδρικού διατάγματος, πράγμα που δεν έγινε. Στη συνέχεια, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις βελτιώθηκαν περαιτέρω με τη σύναψη, τον Μάρτιο του 1996, του Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφαλείας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας (Ν.2568/1998, ΦΕΚ Α΄ 8, 13.01.1998), χωρίς όμως κάποιο πρακτικό αντίκρισμα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και χωρίς καμία αναφορά στο εμπόλεμο (ισχύς του συμφώνου λήγει φέτος).
Το εμπόλεμο και η νομική τυπικότητα
Παρότι, από νομική σκοπιά, ο Α.Ν. 2636/1940 βρίσκεται σε ισχύ μέχρι και σήμερα, μιας που δεν έχει εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα για την άρση του, επί της ουσίας, το εμπόλεμο μεταξύ των δυο κρατών έχει καταργηθεί. Βέβαια, η στασιμότητα γύρω από ένα θέμα, περισσότερο ιστορικό παρά πολιτικό, αφήνει περιθώρια ιδεολογικής εκμετάλλευσης του από ακραίες πολιτικές παρατάξεις και στις δυο χώρες. Πολύ συχνά, το εμπόλεμο χρησιμοποιείται ως εργαλείο προπαγάνδας, παρά σαν νομικό όπλο που απειλεί τη κυριαρχία της μιας ή της άλλης χώρας.
Σύμφωνα με το slpress.gr, μια πιθανή επίσημη άρση του εμπόλεμου, από ελληνικής πλευράς, θα έχει συνέπειες σε άλλα ζητήματα που εκκρεμούν μεταξύ των δυο κρατών, όπως το ζήτημα των περιουσιών των Τσάμηδων (αλβανικές περιουσίες που βρίσκονται υπό μεσεγγύηση βάσει του Ν. 2636/1940), το οποίο όμως είναι ανύπαρκτο για την Ελλάδα. Οι συγκεκριμένοι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υπήρξαν συνεργάτες των κατακτητών, επομένως οι περιουσίες τους δημεύθηκαν, βάσει των μεταπολεμικών νόμων (αντεθνική δράση).
Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – Τι είναι
Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης, αποκαλούμενο συχνά εντός του ελλαδικού χώρου ως Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είναι κύριο όργανο του ΟΗΕ και αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου οργάνου της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), το οποίο έφερε τον επίσημο τίτλο Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο και το οποίο καταργήθηκε. Συγκεκριμένα την ίδρυση του νέου αυτού Διεθνούς Δικαστηρίου προέβλεψε το Κεφάλαιο ΙΔ’ του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που υπεγράφη στις 26 Ιουνίου 1945 στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, συνημμένο στο οποίο ήταν έτοιμο και το Καταστατικό του ΔΔΔ αποτελούμενο από 70 άρθρα. Κατόπιν αυτού σημειώνεται ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό (όπως το προηγούμενο ΔΔΔ), επειδή τυγχάνει κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών με το καταστατικό του να αποτελεί τμήμα του Καταστατικού του ΟΗΕ.
15 δικαστές που εκλέγονται για 9 έτη
Το Διεθνές Δικαστήριο συγκροτείται από 15 δικαστές που εκλέγονται για 9 έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που συνεδριάζουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, (ξεχωριστές ψηφοφορίες). Κάθε 3 έτη ανανεώνεται το 1/3 των δικαστών. Οι δικαστές εκλέγονται για 9 έτη με βάση τα προσόντα τους και όχι την εθνικότητά τους, αποκλειομένης μόνο της περίπτωσης εκλογής δύο δικαστών της ίδιας εθνικότητας. Επίσης δεν επιτρέπεται σ΄ αυτούς κατά τη θητεία τους να ασκούν παράλληλα άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Γεγονός πάντως είναι ότι καταβάλλεται προσπάθεια ώστε ν΄ αντιπροσωπεύονται στο Δικαστήριο αυτό τα κυριότερα νομικά συστήματα του κόσμου.
Για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν για την παραπομπή της διαφοράς τους σ’ αυτό. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία και είναι υποχρεωτικές. Αντίθετα οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Όλες οι χώρες που φέρονται να έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου μπορούν να παραπέμψουν σ’ αυτό οποιαδήποτε υπόθεση. Μπορούν επίσης και να προσφύγουν και Χώρες που δεν έχουν προσυπογράψει το καταστατικό σύμφωνα πάντα με τους όρους που καθορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Σημειώνεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας διατηρεί το δικαίωμα να παραπέμψει σ΄ αυτό οποιαδήποτε νομική διαφορά, ενώ τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και η Γενική Συνέλευση μπορούν επίσης και να ζητήσουν απ’ αυτό Δικαστική γνωμοδότηση για διάφορα νομικά ζητήματα. Επίσης το δικαίωμα αυτό διατηρούν και άλλες Διεθνείς Οργανώσεις του ΟΗΕ, εφόσον προηγουμένως λάβουν την έγκριση της Συνέλευσης, για θέματα περί της δραστηριότητάς τους.
Προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορούν να κάνουν μόνο κράτη και όχι ιδιώτες ή οργανισμοί (εκτός του ΟΗΕ).
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να λάβει αποφάσεις για διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία του ή που τα ενδιαφερόμενα μέρη (κράτη) αναγνωρίζουν, (με σύμβαση που έχουν υπογράψει), την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για την επίλυση των διαφορών τους για τις οποίες προσφεύγουν σ΄αυτό, εφαρμόζει τους ακόλουθους διεθνείς κανόνες: