Θεσσαλονίκη λύματα κορονοϊός: «Άκυρη και άκαιρη» χαρακτήρισε ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, οποιαδήποτε συζήτηση για άρση των περιοριστικών μέτρων κατά του κορονοϊού, μιλώντας στον ΣΚΑΪ και την εκπομπή ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΙ εκφράζοντας παράλληλα την άποψη ότι τα σχολεία δεν πρέπει να ανοίξουν πριν τα Φώτα. Σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη Θεσσαλονίκη, δήλωσε ότι τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα. «Έχουμε μια εικόνα από την ανάλυση των λυμάτων της Θεσσαλονίκης που καταγράφεται μια πτώση τις τελευταίες ημέρες της τάξεως του 20%, ενώ από την προηγούμενη εβδομάδα είμαστε κάτω κατά 50% στο φορτίο του ιού, πράγμα που σημαίνει ότι θα ακολουθήσει τις επόμενες μέρες μια σημαντική μείωση των κρουσμάτων. Αυτό όμως δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι αυτή την καλύτερη εικόνα θα τη δούμε στα νοσοκομεία μας. Δε θα τη δούμε για τουλάχιστον μια εβδομάδα με δέκα ημέρες.
Θα συνεχίσει και ο αριθμός των συμπολιτών μας που φεύγουν από τη ζωή να είναι υψηλός, αλλά και το ποσοστό εκείνων που θα νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Να μη χαλαρώσουμε τώρα που βλέπουμε ότι τα πράγματα πάνε προς μια ύφεση, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να κυλήσουμε και πάλι», σημείωσε. Ο κ. Τζιτζικώστας πρόσθεσε ότι «οποιαδήποτε συζήτηση για άρση των περιοριστικών μέτρων είναι άκαιρη και άκυρη. Σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε σήμερα το μόνο, για το οποίο πρέπει να συζητάμε είναι για το πώς θα προστατευτούμε. Αν χαλαρώσουμε τώρα και αν ανοίξουμε τώρα ξαφνικά, ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Μπορεί να επιστρέψουμε πάλι στα στοιχεία που είχαμε τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο».
Δεν μπορούν να ανοίξουν τα σχολεία πριν τα Φώτα
Σημείωσε ότι το σύστημα υγείας δίνει μια τεράστια μάχη, «γιατροί και νοσηλευτές έχουν υπερβεί τους εαυτούς τους, κοιμούνται στα νοσοκομεία, ξεκουράζονται για 10 λεπτά και τους ξαναφωνάζουν να τρέξουν για να διασωληνώσουν κάποιον ασθενή. Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και αυτό δεν πρέπει να το ξαναζήσουμε και ο μόνος τρόπος είναι να μην κάνουμε βεβιασμένες κινήσεις».
Σε ό,τι αφορά στα σχολεία, τόνισε ότι τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, δεν μπορούν να ανοίξουν πριν τα Φώτα. «Παρότι οι επιδημιολόγοι είναι αυτοί που θα κάνουν τις εισηγήσεις τους, η άποψη μου είναι ότι σε περίπτωση που ανοίξουν τα σχολεία, ανεξάρτητα από τα επιδημιολογικά δεδομένα που δείχνουν ότι δεν υπάρχει υψηλή μετάδοση στα σχολεία, δυστυχώς θα αρχίσει και πάλι η κινητικότητα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας και αυτό δεν είναι καλό. Εγώ θα απέφευγα το άνοιγμα των σχολείων σε όλες τις βαθμίδες μέχρι τα Φώτα», υπογράμμισε ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας.
Απέκλεισε δε το ενδεχόμενο να ανοίξει η εστίαση στη Θεσσαλονίκη σημειώνοντας ότι «το έχουν ζητήσει και οι ίδιοι επιχειρηματίες να μην ανοίξουν τον Δεκέμβριο».
Στο πλαίσιο αυτό, όπως ανέφερε, ζήτησε από τον πρωθυπουργό προχθές στη συνάντηση, η κυβέρνηση να συνεχίσει τα μέτρα στήριξης προς τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους και για τον μήνα Δεκέμβριο και τμήμα του Ιανουαρίου τουλάχιστον σε πρώτη φάση, για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους.
Η πλειοψηφία τήρησε τα μέτρα
Ερωτηθείς για την άρση του lockdown σε δύο ταχύτητες, ο κ. Τζιτζικώστας σημείωσε ότι «κάθε περιοχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και σε σχέση με το λιανεμπόριο, καλό θα ήταν να περιμένουμε λίγο τα επιδημιολογικά δεδομένα των επόμενων 10 ημερών και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να συζητάμε για άμεσο άνοιγμα των καταστημάτων. Οι επιδημιολόγοι θα μας δείξουν ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να ανοίξουν και πάλι τα καταστήματα».
Τόνισε δε ότι σε αυτή τη φάση σημαντικό είναι «να μπορέσουμε να συγκρατήσουμε ένα πιθανό τρίτο κύμα της πανδημίας στην περιοχή μας. Αυτό δεν πρέπει να αφορά μόνο τη βόρεια Ελλάδα, αλλά το σύνολο της χώρας, διότι εμείς μπορεί να περάσαμε αυτό το δύσκολο δίμηνο, που εν πολλοίς οφείλεται στον καιρό».
Αναφορικά με του λόγους που η Θεσσαλονίκη βρέθηκε σε αυτή τη δεινή θέση, τόνισε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου τήρησε τα μέτρα. «Το θέμα ήταν σε αυτούς του λίγους, οι οποίοι συνέχιζαν παρ’ όλες τις εκκλήσεις να μην τηρούν τα μέτρα και οι λίγοι είναι αρκετοί για να γίνει η διασπορά».
Σύμφωνα με τον ίδιο ο πρώτος λόγος που συνετέλεσε στην αύξηση των κρουσμάτων ήταν το άνοιγμα των πανεπιστημίων, καθώς περίπου 40.000 φοιτητές βρίσκονταν στην πόλη στις αρχές Οκτωβρίου. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι λόγω των αγροτικών εργασιών έφτασαν στην περιοχή εργάτες γης, οι οποίοι ήρθαν ανεξέλεγκτα στη χώρα χωρίς να τους γίνουν επαρκή τεστ και ο τρίτος είχε να κάνει με την επιδείνωση του καιρού.