Λάμπρος Κωνσταντάρας: Δεν ήταν μόνο σπουδαίος ηθοποιός, από αυτούς που ακόμη αναζητούμε στο You Tube για να ξεκαρδιστούμε στα γέλια όταν έχουμε τις “μαύρες μας”. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έκανε… καριέρα και στον αθλητισμό, αν και στο τέλος τον κέρδισε η υποκριτική κι εκείνος με τη σειρά του κέρδισε τη λατρεία μιας ολόκληρης χώρας. Αρσενικό με τα όλα του, παλιάς κοπής και με ασύλληπτο χιούμορ, ο Κωνσταντάρας ήταν είδωλο και όνειρο πολλών γυναικών… Όμως, εκτός από την υποκριτική, αγαπούσε πολύ και τον αθλητισμό, ιδίως το ποδόσφαιρο και τον στίβο. Μάλιστα, νεαρός είχε φορέσει και τη φανέλα του τερματοφύλακα της ΑΕΚ, της μεγάλης του αγάπης, αν και συνήθως ήταν αναπληρωματικός.
Η λόξα του για την ΑΕΚ, μεγάλη. Ο κύριος που έχουμε δει στις οθόνες, πήγαιναν… περίπατο όταν ήταν για τη μπάλα. Φώναζε, έκανε χειρονομίες. ωρυόταν και έμοιαζε σε όλα με τους φανατικούς οπαδούς που γέμιζαν τις κερκίδες. Την αγάπη του για τα αθλήματα είχε μεταδώσει και στον γιο του, Δημήτρη, ο οποίος ήταν αθλητής του στίβου με διακρίσεις στο ακόντιο και στη σφαίρα. Πατέρας και γιος, αν και υποστήριζαν διαφορετικές ομάδες, καθώς ο Δημήτρης ήταν Ολυμπιακός, πήγαιναν συχνά μαζί στο γήπεδο. Ως λάτρεις του ποδοσφαίρου, ακολουθούσαν και την Εθνική Ομάδα.
Λάμπρος Κωνσταντάρας: Ο τραυματισμός
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με τον γιο του, βρέθηκαν σε αγώνα της Εθνικής Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία, στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ο Κωνσταντάρας είχε αγοράσει αριθμημένα εισιτήρια, αλλά στο σημείο που ήταν οι θέσεις, η κανονική κερκίδα είχε σπάσει και στη θέση της είχε τοποθετηθεί μια αυτοσχέδια. Η πρόχειρη κερκίδα ήταν φτιαγμένη από ξύλα, τοποθετημένα πάνω σε τσιμεντόλιθους! Αν και οι θέσεις δεν άρεσαν στον Κωνσταντάρα, δεν έδωσε συνέχεια και κάθισε να παρακολουθήσει τον αγώνα.
Όταν οι ομάδες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο και ξεκίνησε ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας, ο κόσμος σηκώθηκε όρθιος. Τότε, ένας φίλαθλος που δεν είχε αριθμημένο εισιτήριο, προσπάθησε να «χωθεί» στην κερκίδα. Πηδώντας από κάθισμα σε κάθισμα, κατέβαινε τα επίπεδα της κερκίδας, για να βρει μια κενή θέση. Τότε, με μια απρόσεχτη κίνησή του, κλώτσησε τον ένα τσιμεντόλιθο, γκρέμισε την αυτοσχέδια κερκίδα και έπεσε με δύναμη πάνω στον ηθοποιό, πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει.
Λάμπρος Κωνσταντάρας: Το.. βαρύ χέρι
Οι δυο άντρες έπεσαν κάτω, ανάμεσα σε ξύλα και τσιμεντόλιθους. Ο Κωνσταντάρας χτύπησε το κεφάλι του κι άρχισε να επιτίθεται στον “δράστη”. Ήταν τέτοιος ο σαματάς, που σταμάτησε η ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου που τότε γινόταν, ζωντανά, από ορχήστρα. Οι δύο τραυματίες μεταφέρθηκαν στο ιατρείο του γηπέδου. Λίγο αργότερα, ο Κωνσταντάρας επέστρεψε με δεμένο το κεφάλι και συνέχισε να παρακολουθεί τον αγώνα.
Ο άντρας που είχε προκαλέσει το ατύχημα, μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό, με μώλωπες και μελανιές. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, κάποιες από αυτές είχαν προκληθεί από την επίθεση του Κωνσταντάρα και όχι από την πτώση. Παρά τον εκνευρισμό του για το περιστατικό και την απογοήτευσή του για την έκβαση του αγώνα (η εθνική Ελλάδας έχασε με 0-5), ο ηθοποιός μετά τη λήξη, επισκέφθηκε τον τραυματία στο νοσοκομείο. Ο άτυχος φίλαθλος αναγνώρισε τον ηθοποιό και δεν διαμαρτυρήθηκε για τις σφαλιάρες που δέχτηκε. Του είπε μόνο: “Μα έχεις και βαρύ χέρι βρε αδερφέ”.
Λάμπρος Κωνσταντάρας: Το απίστευτο περιστατικό με την Τζένη Καρέζη
Το 1959, ο Κωνσταντάρας προσπάθησε να «μυήσει» στο ποδόσφαιρο και την καλή του φίλη και συνάδελφο, Τζένη Καρέζη. Την πρώτη της επίσκεψη στο γήπεδο την ανέθεσε στον γιο του Δημήτρη και ο ίδιος ανέλαβε την επόμενη. Δεν ήξερε όμως ότι η Τζένη δεν γνώριζε πολλά από το άθλημα κι έτσι όταν οι δύο ηθοποιοί πήγαν να δουν έναν αγώνα της ΑΕΚ, ο Κωνσταντάρας παραλίγο να φάει ξύλο από τους οπαδούς, καθώς η συνοδός του υποστήριζε λάθος ομάδα.
Την ιστορία έχει διηγηθεί ακριβώς ο Δημήτρης Κωνσταντάρας στο βιβλίο του «Λάμπρος Κωνσταντάρας, μέσα απ’ τα δικά μου μάτια». «Ήταν 1959, η Τζένη μόλις άρχιζε να γίνεται γνωστή, εγώ ήμουν στα 13 μου και ξαφνικά λίγες μέρες πριν από ένα ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Ολυμπιακού- Μίλαν για το πρωτάθλημα Ευρώπης, ο πατέρας μου μου ζήτησε κάτι αρκετά πρωτότυπο, αν όχι παράξενο. Να πάρω στο γήπεδο όπου ήξερε οπωσδήποτε ότι θα πήγαινα και την Τζένη. Δεν είχα φυσικά καμία αντίρρηση, θα ‘λεγε μάλιστα κανείς ότι η εφηβική μου προσωπικότητα μάλλον κολακεύτηκε. Μου έδωσε λοιπόν 400 δραχμές και μου είπε: «Θέλα να είσαι ο καβαλιέρος της. Θα τα φροντίσεις όλα. Θα πάρεις ένα ταξί, θα περάσεις να την πάρεις, θα πάτε γήπεδο θα βγάλεις αριθμημένα εισιτήρια, το ταξί θα σε περιμένει και μετά το ματς θα την ξαναπάς στο σπίτι. Και να έχεις υπ’ όψιν σου ότι θα είναι και ένας φίλος της μαζί. Πρόσεχε. Θα τα πληρώσεις όλα εσύ. Και να τους λες και τίποτα για τον αγώνα. Δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο».
Αυτές ήταν οι οδηγίες. Πλήρεις και σαφείς. (…) Πέρασα λοιπόν νωρίς με ένα ταξί να την πάρω κάπου στην Πλατεία Βάθη. Μαζί της και ο φίλος της που αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Στη συνέχεια όλα εξελίχθηκαν κατ’ ευχήν. Και οι δυο τους ήταν γλυκύτατοι και ευγενέστατοι. Μου έδιναν σημασία, μου μιλούσαν και η Τζένη ήταν αξιολάτρευτη. Μου φέρονταν και οι δυο τους σαν να ήμουν μεγάλος και αισθανόμουν υπέροχα.
Η Καρέζη ενθουσιάστηκε από την πρώτη της επίσκεψη στο γήπεδο, όχι όμως και οι υπόλοιποι φίλαθλοι…
Μέχρι που άρχισε το ματς. Διότι όταν λέμε «άσχετοι» εννοούμε παντελώς ανίδεοι. Και οι δυο. Και δεν έφριξα μόνο εγώ. Όλοι η σειρά που καθόμασταν, αφού στην αρχή διασκέδασε με τις αθώες και καλοσυνάτες απορίες της Τζένης, στη συνέχεια αγανάκτησε από τις συνεχόμενες ερωτήσεις της και μάλιστα την ώρα που το παιχνίδι άρχισε να ανάβει. Στο ημίχρονο δυο τρεις κύριοι φανατικοί Ολυμπιακοί έκαναν μια προσέγγιση του στιλ: «Η δεσποινίς Τζενούλα δεν ξέρει και πολλά από μπάλα έτσι;» και: «Δεσποινίς θα κάτσετε και στο δεύτερο ημίχρονο;» Η Τζένη και ο Καμπανέλλης όμως το διασκέδαζαν αφόρητα.
Γελούσαν, έκαναν σχόλια, μιλούσαν για τον Παναθηναϊκό μέσα στου Καραϊσκάκη, έλεγαν ανέκδοτα, σχολίαζαν τον Σιδέρη. Όλα πολύ χαριτωμένα και με χιούμορ βέβαια, αλλά ποιος μπορεί να φανταστεί τέτοιου είδους συζητήσεις μέσα σε ένα κατάμεστο Καραϊσκάκη και ενώ ο Ολυμπιακός αγωνιζόταν να σταθεί απέναντι στη Μίλαν; Ομολογώ ότι προσπάθησα με τρόπο να τους δώσω να καταλάβουν ότι θα έπρεπε να συγκρατηθούν λίγο και να αντιμετωπίσουν το ματς λίγο πιο σοβαρά, αλλά απέτυχα. Το ίδιο βιολί συνεχίστηκε και στο δεύτερο ημίχρονο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δυο τους πέρασαν θαυμάσια, εγώ αισθανόμουν απαίσια, φοβούμενος ότι όπου να ‘ναι θα αρχίσουμε να τρώμε μπουκάλια στο κεφάλι.
Ο Ολυμπιακός ισοφαρίστηκε από τη Μίλαν και ο εκνευρισμός του κόσμου έφτασε στο αποκορύφωμά του. Η αποστολή μου ως καλού οικοδεσπότη ολοκληρώθηκε με τη μεταφορά των δυο προστατευόμενων μου στα σπίτια τους. Ο πατέρας μου μου τηλεφώνησε το ίδιο βράδυ: «Τι της έκανες της Τζένης ρε συ και είναι τόσο ενθουσιασμένη;» με ρώτησε. Θα ήθελα να του απαντήσω ότι την έσωσα από βέβαιο θάνατο, αλλά απέφυγα να το σχολιάσω.
Ρε κωλόπαιδο γιατί με άφησες να γίνω ρεζίλι;
«Αυτή τρελάθηκε με το ποδόσφαιρο και τώρα θέλουνε να ξαναπάνε στου Καραϊσκάκη την Κυριακή». Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας αποφάσισε να την πάρει μαζί του σε ένα παιχνίδι της ΑΕΚ. Το βράδυ της Κυριακής μεταξύ απογευματινής και βραδινής παράστασης, ο πατέρας μου, μου τηλεφώνησε. Ήταν αρκετά θυμωμένος αλλά είχε και αυτό το γνωστό μισοειρωνικό, μισονευριασμένο Κωνστανταρέϊκο ύφος. «Ρε κωλόπαιδο γιατί με άφησες να γίνω ρεζίλι; Γιατί δε μου είπες τι θα τράβαγα; Ρε σκατόπαιδο το ξέρεις ότι θα με αποβάλλουνε δια βίου από το γήπεδο; Ρε συ έφαγε η ΑΕΚ γκολ και αυτή πετάχτηκε και πανηγύριζε και φώναζε; Τι μου έκανες; Γιατί δεν μου το είπες;»