Πέθανε σε ηλικία 80 ετών ο πιο νοσηρός serial killer της αμερικανικής ιστορίας, όπως χαρακτηρίζεται από την αμερικανική ομοσπονδιακή αστυνομία. Ο Σάμιουελ Λιτλ είχε ομολογήσει πως δολοφόνησε 93 ανθρώπους, στην μεγάλη πλειονότητά τους γυναίκες, και η ομοσπονδιακή αστυνομία, το FBI, έχει επιβεβαιώσει πως ήταν υπεύθυνος για τουλάχιστον 50 από τους φόνους αυτούς.
Η αιτία του θανάτου του θα καθορισθεί έπειτα από νεκροτομή που θα πραγματοποιηθεί στην κομητεία του Λος Άντζελες, όπου ήταν φυλακισμένος από τα τέλη του 2014. O πρώην πυγμάχος σκότωνε τα θύματά του, συχνά γυναίκες απομονωμένες και προερχόμενες από μειονότητες, χτυπώντας τα άγρια και συνήθως στραγγαλίζοντάς τα. Ο Σάμιουελ Λιτλ εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης από το 2014, όταν είχε βρεθεί ένοχος και καταδικασθεί για τον φόνο τριών γυναικών. Στη συνέχεια όμως είχε αναλάβει την ευθύνη και για δεκάδες άλλους φόνους που είχαν πραγματοποιηθεί στο διάστημα από το 1970 έως το 2005 σε μια δεκαπενταριά αμερικανικές πολιτείες.
Serial killer: Μερικά πτώματα δεν βρέθηκαν ποτέ
Η αστυνομία πιστεύει πως όλες οι ομολογίες του Λιτλ είναι αξιόπιστες και έχει φτιάξει μια ιστοσελίδα στην οποία μπορεί κάποιος να δει τις μαγνητοσκοπημένες ομολογίες του δολοφόνου, ο οποίος αφηγείται, με μεγάλη ακρίβεια και μερικές φορές χαμογελώντας, τους φόνους τα θύματα των οποίων δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί. Πορτρέτα που σκιτσάρισε από μνήμης ο δολοφόνος έχουν επίσης δημοσιοποιηθεί σε μια προσπάθεια να βρεθούν τα θύματά του. “Πολλοί απ’ αυτούς τους θανάτους είχαν αρχικά θεωρηθεί αποτέλεσμα υπερβολικής δόσης ή πως οφείλονταν σε δυστύχημα ή είχαν απροσδιόριστα αίτια. Μερικά πτώματα δεν βρέθηκαν ποτέ”, διευκρινίζει το FBI στην εν λόγω ιστοσελίδα.
Ο Σάμιουελ Λιτλ, επίσης γνωστός ως Σάμιουελ Μακντάουελ, είχε συλληφθεί για πρώτη φορά το 2012 σ’ ένα κέντρο για αστέγους στο Κεντάκι. Είχε μεταχθεί τότε στην Καλιφόρνια στο πλαίσιο μιας υπόθεσης ναρκωτικών. Όταν βρέθηκε εκεί, ίχνη DNA επέτρεψαν στις αρχές να τον συνδέσουν με τρεις ανεξιχνίαστες υποθέσεις και επέτρεψαν να καταδικασθεί το 2014 για τους φόνους τριών γυναικών που είχαν γίνει στο Λος Άντζελες, στο διάστημα ανάμεσα στο 1987 και το 1989. Και οι τρεις αυτές γυναίκες είχαν ξυλοκοπηθεί και στραγγαλισθεί.
Serial killer: Πότε χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ο όρος
Ο όρος serial murderer ήταν ο πρώτος που χρησιμοποιήθηκε σε κάποια εγκληματολογικά εγχειρίδια ήδη από την δεκαετία του 1960. Μάλιστα στο βιβλίο του Άγγλου εγκληματολόγου Τζον Μπρόφι, που κυκλοφόρησε το 1966 «The meaning of murder», στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στον «Τζακ τον αντεροβγάλτη», γίνεται για πρώτη φορά ευρεία χρήση του όρου. Στην καθομιλουμένη ωστόσο και στην λαϊκή κουλτούρα, εντάχτηκε με την ονομασία serial killer από τον Ρόμπερτ Ρέσλερ, τον πράκτορα του FBI που ασχολήθηκε πρώτος με το φαινόμενο των κατά συρροή δολοφόνων. Η πρώτη εμφάνιση του όρου στο ευρύ κοινό, έγινε το 1981, και συγκεκριμένα στις 3 Μαΐου, όταν η αμερικανική εφημερίδα The New York Times τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει τον δολοφόνο δυο νεαρών αγοριών, Γουέιν Γουίλιαμς.
Ως πρώτος σύγχρονος κατά συρροή δολοφόνος μπορεί να θεωρηθεί ο γνωστός ως «Τζακ ο Αντεροβγάλτης». Άλλοι διαβόητοι κατά συρροή δολοφόνοι που έχουν σημαδέψει τα εγκληματολογικά χρονικά του 20ου αιώνα είναι ενδεικτικά ο Λουίς Γκαραβίτο (138 θύματα), ο Ανατόλι Ονοπριένκο (52 θύματα), ο Τζον Γουέιν Γκάσι (33 θύματα), ο Τζέφρυ Ντάμερ (17 θύματα), ο Τεντ Μπάντι (30 θύματα), ο Πίτερ Κούρτεν (9 θύματα), ο Κλίφορντ Όλσον (11 θύματα), ο Ρίτσαρντ Ραμίρεζ (14 θύματα), ο Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς (6 θύματα), η Αϊλίν Γουόρνος (7 θύματα), οι Φρεντ και Ρόζμαρι Γουέστ (12 θύματα) , ο Γκάρι Ρίντγουεϊ (44 θύματα) και Εντ Κέμπερ.
Serial killer, Τζακ ο Αντεροβγάλτης
Πρόκειται για αιμοσταγή δολοφόνο, ο οποίος δρούσε στην περιοχή Ουάιτσάπελ του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινώντας από το 1888. Το όνομα άρχισε να χρησιμοποιείται απο την μέρα που κάποιος έστειλε ένα γράμμα στο Κεντρικό Γραφείο Ειδήσεων του Λονδίνου, ισχυριζόμενος πως είναι ο δολοφόνος με αυτό το όνομα.
Τα θύματα ήταν γυναίκες οι οποίες έβγαζαν χρήματα ως πόρνες. Οι φόνοι γινόντουσαν σε δημόσιους χώρους (εκτός από τον φόνο της Μαίρη Τζέιν Κέλλυ) την νύχτα ή τα ξημερώματα. Ο λαιμός των θυμάτων ήταν κομμένος και το σώμα ήταν ακρωτηριασμένο. Διάφορες θεωρίες υποστηρίζουν πως τα θύματα στραγγαλίζονταν πρώτα έτσι ώστε να μην φωνάζουν, κάτι το οποίο εξηγεί και την έλλειψη αίματος στις σκηνές των εγκλημάτων. Η αφαίρεση των εσωτερικών οργάνων από τρία θύματα έκανε μερικούς αστυνομικούς της εποχής να πιστεύουν πως ο δολοφόνος κατείχε ανατομική ή χειρουργική γνώση.
Οι εφημερίδες άρχισαν να δίνουν όλο και πιο εκτεταμένη προβολή στο θέμα, κυρίως στην αγριότητα των επιθέσεων και στην αδυναμία της αστυνομίας στο να συλλάβει τον δολοφόνο, ο οποίος φαίνεται ότι ξέφευγε από την αστυνομία για μερικά λεπτά.
Επειδή η ταυτότητα του δολοφόνου δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ η ιστορία των γεγονότων έχει λάβει και ένα χαρακτήρα αστικού μύθου με μια μίξη ιστορικών και φανταστικών στοιχείων. Πολλοί συγγραφείς, ιστορικοί και ερασιτέχνες ερευνητές έχουν προτείνει διάφορες θεωρίες σχετικά με την ταυτότητα του δολοφόνου που δεν έγινε ποτέ γνωστός…