Κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821 οργανωμένος ελληνικός στρατός, όπως είναι φυσικό, δεν υπήρχε. Οι δυνάμεις των εξεγερμένων αποτελούνταν αρχικά από κλέφτες και αρματολούς με μεγάλη πολεμική εμπειρία και από στρατιωτικές ομάδες που υπηρετούσαν έμμισθα τους προεστούς και τους οπλαρχηγούς. Έτσι όποιος είχε την αναγκαία οικονομική επιφάνεια διατηρούσε τα δικά του στρατιωτικά σώματα, χωρίς την ύπαρξη των οποίων δεν θα μπορούσε όχι μόνο να πολεμήσει τους Τούρκους, αλλά ούτε και να διατηρήσει τον έλεγχο της επαρχίας του. Και από την αντίστροφη, η απόκτηση οικονομικής ισχύος συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της στρατιωτικής και κατ’ επέκταση της οικονομικής δύναμης.
Η ανάγκη αυτή για τη συγκέντρωση οικονομικών πόρων εξηγεί εν πολλοίς τόσο τη συμπεριφορά των ηγετικών ομάδων, όσο και τη δυναμική των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Εξηγεί, παράλληλα, και τη συχνά αδίστακτη εκμετάλλευση των χριστιανικών πληθυσμών εκ μέρους των εξεγερμένων, όταν βεβαίως δεν βρίσκονταν στις περιοχές καταγωγής τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο στρατός των Ελλήνων αποτελούταν από πολεμιστές που όσο προχωρούσε ο πόλεμος μετατρέπονταν όλο και περισσότερο σε επαγγελματίες, χωρίς ωστόσο να έχουν την οργάνωση του τακτικού στρατού.
1821 Ελλάδα στρατός: Η συμμετοχή των χωρικών
Η μισθοδοσία από τους εκάστοτε αρχηγούς, τα λάφυρα, αλλά και μια απροσδιόριστη ελπίδα οικονομικής και κοινωνικής ανόδου ήταν το κίνητρο για πολλούς χωρικούς να λάβουν μέρος στην εξέγερση. Για παράδειγμα η συγκέντρωση ενός σημαντικού πλήθους χωρικών έξω από τα τείχη της πολιορκημένης Τριπολιτσάς δεν εκφράζει τόσο μια αγωνιστική διάθεση, όσο μια ελπίδα λεηλασίας. Όπερ και εγένετο. Από τη στιγμή όμως που η λαφυραγωγία ατόνησε γρήγορα με την κατάληψη των περσσοτέρων φρουρίων ήδη από την αρχή του Αγώνα –τουλάχιστον για την Πελοπόννησο- τα περιθώρια στρατολόγησης στένεψαν. Έτσι το αποτέλεσμα ήταν να χρησιμοποιείται συχνά η βία προκειμένου να κινητοποιηθούν οι χωρικοί, ιδιαιτέρως σε επικίνδυνες περιόδους.
1821 Ελλάδα στρατός: Το πρόβλημα του συντονισμού
Το βασικότερο ίσως πρόβλημα των εξεγερμένων ήταν η απουσία συντονισμού μεταξύ τους, καθώς στην αρχή απουσίαζε η κεντρική διοίκηση, αλλά και όταν δημιουργήθηκε αδυνατούσε να επιβληθεί στους κατά τόπους οπλαρχηγούς. Το γεγονός αυτό δεν επέτρεψε παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις στα ελληνικά στρατεύματα να συγκεντρωθούν σε αριθμούς ικανούς, ώστε να προκαλέσουν τους Οθωμανούς σε εκ παρατάξεως μάχη. Τη μοναδική φορά που επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο και μάλιστα υπό τη διοίκηση ξένων αξιωματικών που είχαν επί τούτω προσληφθεί, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Πρόκειται για την περίπτωση της μάχης του Φαλήρου το 1827, όταν τα ελληνικά στρατεύματα έφτασαν για πρώτη φορά να αριθμούν τις 10.000 στρατιώτες, αλλά η απουσία συντονισμού μεταξύ τους οδήγησε στην κατατρόπωσή τους από τις σαφώς υποδεέστερες δυνάμεις του Κιουταχή. Μοιραίο αποτέλεσμα αυτού του προβλήματος ήταν ο ανταρτοπόλεμος να ορίσει τη μορφή των επιχειρήσεων, να μην διεξάγονται αποφασιστικές μάχες και έτσι ο Αγώνας να τραβήξει σε μήκος.
1821 Ελλάδα στρατός: Ο αξεπέραστος τοπικισμός
Οι Έλληνες πολεμιστές σπανίως δέχονταν να πολεμήσουν μακριά από τις επαρχίες τους. Μόνον οι Στερεοελλαδίτες δέχθηκαν να μετακινηθούν προς την Πελοπόννησο και αυτό κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων για να επιβάλουν τη θέληση της κεντρικής διοίκησης από την οποία μισθοδοτούνταν. Αλλά και στις ελάχιστες περιπτώσεις που επιτυγχάνονταν η στοιχειώδης συνεργασία, η ηγεσία παρέμενε διαιρεμένη και η κάθε φατρία ήθελε να έχει τους αρχηγούς της.
Η θνησιμότητα
Η διεξαγωγή ανταρτοπολέμου και όχι εκ παρατάξεως μαχών είχε αποτέλεσμα τη μάλλον μικρή θνησιμότητα στις πολεμικές επιχειρήσεις. Από την άλλη η θνησιμότητα των αμάχων, τόσο εξαιτίας των συνθηκών που δημιουργούσαν οι μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις, όσο και εξαιτίας των βιαιοπραγιών ήταν μάλλον μεγάλη, προερχόμενη και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Ενδεικτικές είναι οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό των περιοχών που αποτέλεσαν το αρχικό ελληνικό κράτος (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα και Κυκλάδες) για το 1821 και το 1828, που καταδεικνύουν μία μείωση 20% ανάμεσα στις δύο ημερομηνίες.