1821 Ελλάδα Κολοκοτρώνης: Τον Μάιο του 1841 ο Κολοκοτρώνης συνέταξε τη διαθήκη του, στην οποία εξασφάλιζε το εξώγαμο παιδί του.
Το όνομά της ήταν Μαργαρίτα Βελισσάρη και ήταν μια πρώην μοναχή που φρόντιζε τον Γέρο του Μωριά όταν εκείνος ήταν φυλακισμένος στην Ύδρα το 1825 από την Επαναστατική Κυβέρνηση στη β΄ φάση του ελληνικού εμφυλίου. Αυτός ήταν 55, αλλά δεν άργησε να γοητευτεί και τελικά να ερωτευτεί τη γυναίκα που τον φρόντιζε. Εξάλλου η πρώτη σύζυγος του Κολοκοτρώνη Αικατερίνη Καρούσου, με την οποία είχε ήδη τέσσερα παιδιά – τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη- είχε πεθάνει το 1820.
Μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, σε ιδιόκτητο σπίτι, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε το 1836 ο καρπός του έρωτά του με την Μαργαρίτα Βελισσάρη, ο Παναγιωτάκης(1836-1893), στον οποίο έδωσε το όνομα του πρωτοτόκου του, που σκοτώθηκε στον εμφύλιο το 1824.
1821 Ελλάδα Κολοκοτρώνης: Η αναγνώριση του Παναγιωτάκη
Τον Μάιο του 1841 ο Κολοκοτρώνης συνέταξε τη διαθήκη του, στην οποία κανόνιζε τις εκκρεμότητες με την περιουσία του, αλλά κυρίως εξασφάλιζε το παιδί του. Άφησε κληρονόμους όλα του τα παιδιά χωρίς να κάνει διαχωρισμούς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «και ένα μερίδιο ο υιός μου Παναγιωτάκης, τον οποίο απέκτησα με τη Μαργαρίτα, θυγατέρα του Αγγελή Βελισσάρη από τα Χαλικιάνικα, τον οποίο να έχουν τα παιδιά μου ο Γενναίος και Κωνσταντίνος μέσα εις το σπίτι μας…». Η αναγνώριση έγινε επίσημα με την εξής αναφορά: «…και τον οποίον Παναγιωτάκην τον κηρύττω και αναγνωρίζω ως υιόν μου». Σ’ αυτό το γιο, στο στερνοπούλι του, που δεν πρόλαβε να το χαρεί άφησε την εικόνα και το σπαθί του: «Την εικόνα όπου μου έχει χαρισμέ
νην ο στρατηγός Ρεβελιώτης και το σπαθί μου όπου φορώ, να το λάβη ο υιός μου Παναγιωτάκης και να μην εμπούν σε μοίρασμα». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 σε ηλικία 73 ετών, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα.
1821 Ελλάδα Κολοκοτρώνης: Η πορεία του Παναγιωτάκη
Ο μικρός Παναγιώτης μεγάλωσε και ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση. Έγινε στρατιωτικός και τίμησε το όνομα και τη βαριά ιστορία του πατέρα του. Αντιτάχθηκε στην πολιτική του Όθωνα και συμμετείχε σε επαναστατικές κινήσεις εναντίον του με αποτέλεσμα να φυλακιστεί. Μετά την πτώση του Όθωνα διετέλεσε διευθυντής της αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς και στη συνέχεια υπασπιστής του Βασιλέως Γεωργίου Α΄. Ήταν στο Επιτελείο του ελληνικού στρατού κατά την εκστρατεία της Θεσσαλίας και πήρε μέρος στον Σερβοτουρκικό πόλεμο, στον οποίο τραυματίσθηκε. Για την προσφορά του παρασημοφορήθηκε από την σερβική κυβέρνηση.
1821 Ελλάδα Κολοκοτρώνης: Η θητεία στη Σχολή Ευελπίδων
Αξιομνημόνευτη είναι και η θητεία του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αναδιοργάνωσε τη σχολή όντας αντισυνταγματάρχης και διοικητής της σχολής την περίοδο 1881-1885, θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία ισχυρού στρατού. Καθιέρωσε την υποχρεωτική θητεία, λειτούργησε σχολεία ανώτερων και κατώτερων στελεχών και φρόντισε να σταλούν για εκπαιδευτικούς λόγους αξιωματικοί στην Ευρώπη. Η περίοδος που ήταν διοικητής της σχολής θεωρείται απ τις καλύτερες περιόδους της Ευελπίδων. Στον χώρο της σχολής υπάρχει προτομή του. Πέθανε το 1893 στην Αθήνα με τον βαθμό του συνταγματάρχη εν ενεργεία και τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Σωτήρος.