Ανάκαμψη ελληνικής οικονομίας 2021: Η Ελλάδα η οποία εξαρτάται κατά πολύ από τον τουρισμό αναμένεται να επωφεληθεί περισσότερο από ότι άλλες χώρες, από τη διάθεση των εμβολίων.
Χαραμάδα αισιοδοξίας αφήνει για την οικονομία της Ελλάδας η Capital Economics σε νέα έκθεσή της, παρά την παράταση του lockdown, που έρχεται να πλήξει ακόμη περισσότερο τα ταμεία. Κι όμως, ο σχεδιασμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη απομακρύνει τα εφιαλτικά σενάρια για φτωχοποίηση της χώρας, ενώ η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους παραμένει σε καλό επίπεδο χάρη στη στήριξη της ΕΚΤ. Καθώς η οικονομία εξαρτάται από τον τουρισμό, αναμένεται να επωφεληθεί περισσότερο από ότι άλλες χώρες, από τη διάθεση των εμβολίων, σημειώνει η Capital Economics, ενώ εκτιμά ότι η ύφεση το 2020 θα διαμορφωθεί στο 9,8%, το 2021 η ελληνική οικονομία θα “τρέξει” με ρυθμούς της τάξης του 3% και το 2022 κατά 6,5%.
Το δεύτερο κύμα κορονοϊού στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο σοβαρό όσο σε άλλες χώρες, επισημαίνει ο οίκος. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η χώρα υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα, η δραστηριότητα είναι βέβαιο ότι έχει συρρικνωθεί και πάλι στο δ’ τρίμηνο του 2020 – ακόμη και αν τα δεδομένα κινητικότητας υποδηλώνουν ότι παρέμεινε πάνω από το επίπεδο του β’ τριμήνου – και η οικονομία έτσι ξεκινά το 2021 σε αδύναμους ρυθμούς.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η δραστηριότητα αναμένεται να αυξηθεί πιο έντονα από ό,τι σε άλλες χώρες αργότερα μέσα στο 2021. Βεβαίως, η ανάκαμψη της δραστηριότητας όταν άρχισαν να αίρονται οι περιορισμοί μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν αδύναμη, ό,τι και αν αυτό σημαίνει για την αντίδραση της οικονομίας προσεχώς, ενώ κάποια από τα μέτρα στήριξης προς τις επιχειρήσεις έχουν περιοριστεί.
Παρατείνονται τα μέτρα στήριξης
Το σημαντικό είναι πάντως πως άλλα μέτρα στήριξης, όπως τα επιδόματα ανεργίας, φαίνεται να παρατείνονται και τον Ιανουάριο. Και η άρση των περιορισμών αυτή τη φορά θα πρέπει να είναι διαφορετική καθώς το εμβόλιο επιτρέπει την επιστροφή της ζωής των πολιτών στην κανονικότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε βασικές τουριστικές αγορές.
Ο οίκος παράλληλα επισημαίνει πως αν και η Ελλάδα θα είναι ένας από τους μεγαλύτερους δικαιούχους των επιδοτήσεων της ΕΕ, τα Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι πανάκεια. Η Ελλάδα, όπως τονίζει, δεν έχει απορροφήσει αποτελεσματικά τα κονδύλια της ΕΕ στο παρελθόν. Ευτυχώς, καταλήγει η Capital Economics, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι απίθανο να αυξηθεί τώρα που τα ελληνικά ομόλογα περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ. Ακόμα κι αν η κεντρική τράπεζα αποφασίσει να καταργήσει το έκτακτο αυτό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ενδέχεται να αλλάξει τους κανόνες παρά να σταματήσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα.
Η Ελλάδα επενδύει επιτέλους στο μέλλον
Καλά νέα για την ελληνική οικονομία έρχονται και από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Die Welt, η οποία φιλοξενεί σήμερα μια εγκωμιαστική ανάλυση του γνωστού οικονομολόγου Αλέξανδρου Κρητικού για την ελληνική “πτυχή” του Ταμείου Ανάκαμψης. “Η Ελλάδα επενδύει επιτέλους στο μέλλον”. Η αφετηρία είναι δυσάρεστη καθώς, λόγω κορωνοϊού “η Ελλάδα επιστρέφει στα επίπεδα ευημερίας που είχε πριν από την είσοδό της στην ευρωζώνη. Μπορεί οι αριθμοί των κρουσμάτων στην Ελλάδα να είναι χαμηλότεροι απ’ ό,τι στη Γερμανία, αναλογικά με τον πληθυσμό, αλλά η κρίση έχει πλήξει τη χώρα περισσότερο από τα βιομηχανικά έθνη της κεντρικής Ευρώπης. Η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τους κλάδους που υπέφεραν λόγω των περιοριστικών μέτρων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τουρισμό”.
Αισιοδοξία
“Βασικό γνώρισμα των δύο προηγούμενων δεκαετιών ήταν το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό επενδύσεων στην Ελλάδα: το συνολικό ποσό ανά κεφαλή δεν ξεπερνούσε το ήμισυ του κοινοτικού μέσου όρου. Σε απόλυτα μεγέθη θα λέγαμε ότι “έλειπαν” κάθε χρόνο επενδύσεις ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δεν είναι να απορεί κανείς, γιατί η ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να αναπτύξει ανταγωνιστικές δομές, καθώς απουσίαζε το θεμέλιο για την ανάπτυξή της. Εδώ ακριβώς θέλει να παρέμβει η νέα κυβέρνηση, εγκαινιάζοντας διαρθρωτικές αλλαγές που έπρεπε να γίνουν προ πολλού για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ούτε παραγγελία να ήταν τα κοινοτικά κονδύλια, ύψους 32 δισεκατομμυρίων ευρώ, που διατίθενται λόγω πανδημίας μέσα στα επόμενα έξι χρόνια.
“Ενώ άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης επιδίδονται σε δημόσιες αντιπαραθέσεις για το πώς θα καταναλώσουν τα χρήματα, η ελληνική κυβέρνηση, αυτή τη φορά, αποφάσισε να ακολουθήσει μία στρατηγική καινοτομίας. Με τα χρήματα θα στηριχθούν επενδυτικά σχέδια κυρίως σε τρεις βασικούς τομείς, που βρίσκονται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής για το μέλλον: προστασία του κλίματος και επέκταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, εκπαίδευση και εργασιακές δεξιότητες, ψηφιοποίηση της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης”.