Όταν το 1825 ο θετός γιος του πασά της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, ο Ιμπραήμ, αποβιβάστηκε με στρατεύματα στην δυτική Πελοπόννησο, η Επανάσταση βρισκόταν ήδη σε τραγικό σημείο. Με φανερή την τουρκική αδυναμία να κατασταλεί ο ένοπλος αγώνας, οι επαναστάτες αναλώνονταν σε εσωτερικές έριδες διαμοιρασμού της εξουσίας. Η έλευση του Ιμπραήμ και η χωρίς έλεος τακτική που χρησιμοποίησε ενέπνευσαν τον φόβο και οδήγησαν πολλούς να δηλώσουν υποταγή και να προσκυνήσουν. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωριστή θέση κατείχε ο καπετάν Δημήτρης Νενέκος, που θεώρησε κάθε αγώνα μάταιο και «τουρκοπροσκύνησε». Ο Νενέκος δεν ήταν ένας οπλαρχηγός της σειράς. Ήταν σκληρός και σεβαστός και είχε διακριθεί σε αρκετές πολιορκίες στην Πελοπόννησο. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου όμως θεώρησε τον αγώνα μάταιο και δελεασμένος από τα προνόμια που του πρόσφερε ο Ιμπραήμ, δήλωσε υποταγή.
Σε λίγο καιρό είχε γίνει Μπέης και επικεφαλής των «τουρκοπροσκυνημένων», είχε πάρει χρήματα και γη, και ενεπλάκη σε μάχες με τους πρώην συμπολεμιστές του. Υπό την καθοδήγησή του οι προδότες άρχισαν να αυξάνονται με ανησυχητικό βαθμό. Αυτό ανησύχησε τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος αποφάσισε να λάβει τα μέτρα του. Προκειμένου να αναζωπυρώσει την επανάσταση, συνέταξε κάποιες επιστολές για να βεβαιωθεί πως τα λόγια του θα φθάσουν παντού. Μέσω των επιστολών αυτών προειδοποιούσε πως, όποιο χωριό δεν επανερχόταν στο ελληνικό στρατόπεδο, θα το πλήρωνε με αίμα. Αν φοβόντουσαν τον Ιμπραήμ, ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε ότι έπρεπε να φοβούνται πιο πολύ αυτόν.
1821 Ελλάδα Ιμπραήμ: Το τέλος του Νενέκου
Ο Κολοκοτρώνης έβαλε στόχο να κυνηγήσει την ηγεσία του προδοτικού κινήματος, δηλαδή τον Νενέκο. Ο Γέρος του Μοριά ορκίστηκε να τον σκοτώσει μόλις έμαθε ότι ο Νενέκος είχε την ευκαιρία να σκοτώσει τον Ιμπραήμ, όταν χάθηκε στο δάσος κι όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά τον προστάτευσε και τον οδήγησε ασφαλή στα στρατεύματά του. Και ο Γέρος, όπως πάντα, κράτησε τον λόγο του. Ο Σαγιάς, το πρωτοπαλίκαρό του, με εντολή του Κολοκοτρώνη τον σκότωσε. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Νενέκου, το μαζικό προσκύνημα τελείωσε. Ο φόβος ήταν πιο μεγάλος προς τον Κολοκοτρώνη παρά προς τον Ιμπραήμ.
1821 Ελλάδα Ιμπραήμ: Το περιστατικό του Ιμπραήμ με τον Νενέκο, όπως περιγράφεται από τον Φωτάκο
«Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος. Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες. Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας.
Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε, καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον».
1821 Ελλάδα Ιμπραήμ: Τιμές προς τον Νενέκο
«Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους τοὺς σωματάρχας του. Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων. Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε. Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπόρθητον.
Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον· οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των· ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους. Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε· (πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.
1821 Ελλάδα Ιμπραήμ: Η επιστολή του Κολοκοτρώνη
Το κείμενο της επιστολής του Κολοκοτρώνη, έχει ως εξής: «Εις Ελόγου Σας χωρία της Λιοδώρας, όλα από Ζάτουνα έως Ασπρα Οσπήτια. Ευθύς όπου λάβετε το παρόν μου να ακούσετε την φωνήν του γενναιοτάτου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα, τον οποίον διορίζω με πληρεξουσιότητα να πάρη τα άρματα σας και όλοι μαζύ να ελθήτε το ογληγορώτερον κατά το χρέος σας. Του έδωσα άδεια δια εκείνους από εσάς όπου δεν θελήσουν να θύση και να απολέση με φωτιά και τζεκούρι, οι δε λοιποί είσθε εις την αγάπην μου και κάμνετε το χρέος σας με προυθυμίαν, και ελπίζω ότι θ’ ακολουθήσετε χωρίς δυσκολίας. Ακολουθήσατε λοιπόν καθώς σας γράφω και ακολουθήσατε τον Καπιτάν Δημητράκη να προφθάσετε το ογληγορώτερον. 15 Ιουνίου 1822, Σαραβάλι εκ της πολιορκίας Πατρών”.