Πιστοποιητικό εμβολιασμού - χώρες ΕΕ: Έπαινοι από την πρόεδρο της Κομισιόν προς την ελληνική κυβέρνηση για τις προσπάθειές της στην καμπάνια εμβολιασμού
«Χαιρετίζω ιδιαίτερα την πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη σχετικά με το πιστοποιητικό εμβολιασμού» δηλώνει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», ενώ επαινεί την Ελλάδα για τις προσπάθειές της στην καμπάνια εμβολιασμού. Όπως υπογραμμίζει στην Ελλάδα «αυτή τη στιγμή το ποσοστό των εμβολιασμένων πολιτών της είναι ήδη μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των 27 της ΕΕ».
Αναφορικά με το πιστοποιητικό εμβολιασμού η πρόεδρος της Κομισιόν σημειώνει ότι «όταν εμβολιάζεται κάποιος, το πιστοποιητικό είναι απολύτως απαραίτητο. Αυτή είναι μια ιατρική αναγκαιότητα, ως εκ τούτου είναι και ο σωστός δρόμος να προχωρήσουμε. Φυσικά πρέπει να υπάρχει μια αμοιβαία αναγνώριση, αυτό είναι απαίτηση του ΠΟΥ». Για το τι επιτρέπεται να κάνει κανείς με αυτό το πιστοποιητικό η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν πιστεύει ότι πρέπει να συζητηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να υπάρχουν κοινοί κανόνες, ενώ εκτιμά ότι είναι σημαντικό να βρίσκεται η σωστή ισορροπία όπως για παράδειγμα μπορεί κάποιος να συνδυάσει «ένα πιστοποιητικό εμβολιασμού ή ένα αρνητικό τεστ Covid – 19, εάν για κάποιο λόγο δεν είχε ακόμα πρόσβαση σε εμβόλιο».
«Υπάρχουν λοιπόν δυνατότητες μιας σωστής και δίκαιης ισορροπίας ανάμεσα σε εκείνους που έχουν ήδη ένα πιστοποιητικό εμβολίου και εκείνους που δεν έχουν ακόμη πρόσβαση στο εμβόλιο»
τονίζει. Σε ερώτηση για το πότε αναμένεται απόφαση για τη σχετική ρύθμιση απαντά ότι όπως αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιανουάριο θα ασχοληθεί ξανά με το θέμα όταν έχει προχωρήσει περισσότερο ο εμβολιασμός. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπερασπίζεται εξάλλου την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην κατανομή των εμβολίων: «Είμαι απόλυτα πεπεισμένη ότι ήταν και είναι σωστό εμείς οι Ευρωπαίοι να παραγγείλουμε από κοινού τα εμβόλιά μας, τα οποία τώρα μοιραζόμαστε σε πνεύμα αλληλεγγύης».
Πιστοποιητικά εμβολιασμού: Σε ποιες χώρες της ΕΕ ισχύουν – Ποιο είναι το καθεστώς
Με τη συμφωνία με το Ισραήλ, η Ελλάδα προστέθηκε στη λίστα των ευρωπαϊκών χωρών που ελλείψει κοινού συντονισμού δρομολογούν πλεονεκτήματα για εμβολιασμένους.
Θα πρέπει να επιτραπεί;
Επισκέψεις σε εστιατόρια, στον κινηματογράφο, ταξίδια. Θα πρέπει να επιτραπεί και πάλι σε όσους έχουν εμβολιαστεί να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους και να ανακτήσουν τις ελευθερίες τους; Μέχρι στιγμής η γερμανική κυβέρνηση και η ίδια η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται να αποκλείουν το ενδεχόμενο προνομιακής μεταχείρισης όσων εμβολιάζονται. Προ ημερών, το Συμβούλιο Δεοντολογίας που συμβουλεύει τη γερμανική κυβέρνηση σε θέματα ηθικής εκφράστηκε αναφανδόν κατά. Την ίδια ώρα όμως πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ελλείψει ευρωπαϊκού συντονισμού κινούνται αυτόνομα στο μείζον αυτό ζήτημα, παρουσιάζοντας προφανή τετελεσμένα.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η Ελλάδα. «Οι πολίτες που εμβολιάζονται πρέπει να μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα», αξίωνε ήδη προ εβδομάδων ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, βάζοντας μάλιστα το θέμα στην ατζέντα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής. Η ελληνική υπομονή όμως φαίνεται πως εξαντλήθηκε. Τη Δευτέρα, και στο πλαίσιο επίσκεψής του στο Τελ Αβίβ, συμφώνησε με τον ισραηλινό ομόλογό του Νετανιάχου σε ένα διαβατήριο που θα επιτρέπει τις απρόσκοπτες και άνευ όρων μετακινήσεις των εμβολιασμένων πολιτών μεταξύ των δυο χωρών.
Θολό ευρωπαϊκό τοπίο
Προνόμια για εμβολιασμένους;
Την αρχή είχε κάνει η Δανία, καταθέτοντας την περασμένη εβδομάδα σχέδια ψηφιακού διαβατηρίου για να διευκολύνει καταρχάς τις μετακινήσεις επιχειρηματιών αλλά και να καταστήσει κατ’ επέκταση δυνατή τη συμμετοχή εμβολιασμένων σε εκδηλώσεις, όπως συναυλίες ή αθλητικούς αγώνες. Εκτιμάται βέβαια ότι χρειάζονται τουλάχιστον 3 με 4 μήνες για την υλοποίηση του ψηφιακού αυτού πιστοποιητικού που θα επιδεικνύεται από τους πολίτες με τη βοήθεια εφαρμογής στο κινητό τηλέφωνο.
Στη δημιουργία των απαραίτητων ψηφιακών υποδομών για διαβατήριο εμβολιασμού προσανατολίζεται και η γειτονική Σουηδία, ωστόσο σε στενή συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την ΕΕ. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η τάση αυτή βρίσκει ήδη πρακτική εφαρμογή. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, ισχύουν ήδη από τα τέλη Δεκεμβρίου εξειδικευμένα προνόμια για όσους έχουν εμβολιαστεί. Ετσι, δεν χρειάζεται να μπουν στην προβλεπόμενη 10ήμερη καραντίνα όσοι εμβολιασμένοι εισέρχονται στη χώρα. Επίσης, σε ιδιωτικές συναθροίσεις οι εμβολιασμένοι δεν προσμετρώνται στον συνολικό επιτρεπόμενο αριθμό παρευρισκομένων.
Η ρουμανική κυβέρνηση απάλλαξε επίσης τους εμβολιασμένους ταξιδιώτες από την υποχρεωτική καραντίνα. Και αυτό ενώ μόλις προ εβδομάδων ο πρόεδρος της χώρας Γιοχάνις είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο «διακρίσεων» σε βάρος μη εμβολιασμένων. Η Εσθονία είναι η τρίτη χώρα που αποκατέστησε την απρόσκοπτη ελευθερία των μετακινήσεων από 1ης Φεβρουαρίου.
Θα έπρεπε να διευκολύνονται οι μετακινήσεις εμβολιασμένων;
Οι μονομερείς αυτές ενέργειες επιμέρους χωρών φαίνεται να παραβλέπουν την ΕΕ. Μπορεί να υπάρχει επί της αρχής συμφωνία για την ανάγκη κοινού ευρωπαϊκού πιστοποιητικού, τόσο σε γραπτή όσο και σε ηλεκτρονική μορφή. Ο έως τώρα προγραμματισμός όμως περιορίζει τη χρήση του για ιατρικούς σκοπούς. Θα αφορά, για παράδειγμα, την περίπτωση που κάποιος πρέπει να κάνει τη δεύτερη δόση του εμβολίου σε άλλη χώρα. Ή όταν ο εμβολιασμένος απευθυνθεί κατά τη διάρκεια ταξιδιού σε νοσοκομείο άλλης χώρας επειδή νιώθει παρενέργειες και πρέπει να πιστοποιήσει το εμβόλιο που έχει κάνει.
Η συζήτηση για τυχόν πλεονεκτήματα για εμβολιασμένους είναι πρόωρη καθώς οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει ακόμη, σχολιάζει η πρόεδρος της Κομισιόν φον ντερ Λάιεν.
Βασικό επιχείρημά της, όπως και των υπολοίπων χωρών που αντιδρούν, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, είναι ότι πολλά ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν ακόμη. Με κυριότερο, εάν οι εμβολιασμένοι μπορούν να μεταδώσουν τον ιό. Ιδιαίτερα σύνθετο είναι και το ερώτημα εάν η ανάκτηση των ελευθεριών για εμβολιασμένους ισοδυναμεί με διάκριση σε βάρος εκείνων που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εμβολιαστούν. Η απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων ωστόσο είναι βασική προϋπόθεση για να βρεθεί κοινός ευρωπαϊκός παρονομαστής.