Νέες ιστορίες έρχονται στο φως, αρκετά πανομοιότυπες που αφορούν στον «γνωστό σκηνοθέτη και ηθοποιό». Αυτή τη φορά, ένας άνδρας, ο Χρίστος Χ., έγραψε σε ένα εκτενές κείμενο, περιγράφοντας με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη δική του εμπειρία. Όπως αναφέρει το «20/20 Magazine» στο οποίο ο Χρίστος Χ. έστειλε την ιστορία του, έχει απευθυνθεί σε δικηγόρο και είναι πρόθυμος να καταθέσει. Τα πλήρη στοιχεία του και οι λεπτομέρειες είναι στην απόλυτη διάθεση της Δικαιοσύνης καθώς το μοναδικό του κίνητρο είναι, όπως λέει, «να συμβάλλω με τον τρόπο μου σε μια κάθαρση… σε μια επί της της ουσίας ενηλικίωση. Σε μια απελευθέρωση».
Ακολουθεί η αφήγηση του Χρίστου Χ., όπως την απέστειλε στο 2020mag.gr:
«Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις-αφηγήσεις του Νίκου Σ. και της μαθήτριας του Αρσακείου στο ιστολόγιο 2020mag.gr και σε συνδυασμό με την πλημμύρα των καταγγελιών, οι μισοθαμμένες μνήμες μου ξεθάφτηκαν ολοκληρωτικά. Λέγομαι Χρίστος. Είναι το πραγματικό μου όνομα. Οκτώβριος 1992. Ετών 15. Στην πλατεία Αμερικής, κάθομαι να κάνω ένα τσιγάρο λίγο πριν πάω στο μάθημα Γαλλικών, στο παράρτημα της Γαλλικής Ακαδημίας στην οδό Τενέδου. Στο διπλανό παγκάκι παρατηρώ κάποιον να με κοιτάει έντονα. Δεν δίνω σημασία. Σηκώνομαι από το παγκάκι, πηγαίνω στο μάθημα και καθώς κοιτάζω πίσω μου, βλέπω να με ακολουθεί.
Επισπεύδω το βάδισμα μου και μπαίνω στο κτήριο. Το μάθημα διαρκεί 1ώρα και 45 λεπτά. Αφού έχω τελειώσει το μάθημα, βγαίνω στην Πατησίων για να περπατήσω και να πάρω το λεωφορείο για να επιστρέψω σπίτι μου. Νιώθω κάποιος να με χτυπάει ήπια στην πλάτη. Γυρνάω και ήταν εκείνος από το δίπλα παγκάκι. «Πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο στην πλατεία;» μου λέει. Εγώ απαντώ ένα ξερό «όχι» και φεύγω τρέχοντας.
Δυο μέρες μετά ξαναείχα μάθημα. Καθόμουν πάλι στην πλατεία για το καθιερωμένο μου τσιγάρο. Ξαφνικά, βλέπω τον ίδιο άντρα, όρθιο λίγο μακριά μου. «Με συγχωρείς για προχτές… φέρθηκα σαν μ@@@@@ς. Και καταλαβαίνω ότι σε τρόμαξα και σου ζητώ συγνώμη». Κοίταζα μισοχαμένος-μισοφοβισμένος, αλλά προσπαθούσα να μην δείξω τίποτα. Του είπα ότι πράγματι τρόμαξα. Αφού μου ξαναζήτησε συγνώμη, με ρώτησε αν είμαι Έλληνας αφού το παρουσιαστικό μου δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Του είπα ότι είμαι Έλληνας κι ότι εμφανισιακά έχω μοιάσει στην μητέρα μου που είναι ανοιχτόχρωμη. Εκείνη την στιγμή έπρεπε να φύγω για το μάθημα. Μου ζήτησε ραντεβού… Αρνήθηκα… Είπα… «αν είναι να τύχει, θα συναντηθούμε εδώ», εννοώντας την πλατεία. Με χαιρέτησε ευγενικά κι έφυγε.
Την επόμενη εβδομάδα, πάλι τον είδα στην πλατεία. Με κέρασε ένα τσιγάρο, με ρώτησε τι τάξη πάω. Tου είπα Α’ Λυκείου. Μου είπε ότι είναι δύσκολη τάξη. Με ρώτησε τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Εγώ, όπως οι περισσότεροι έφηβοι είπα… «ηθοποιός». Πάγωσε. Με ρώτησε αν έχω δει θέατρο, τι έχω δει κ.τ.λ.
Όσο κι αν φανεί παράξενο δεν είχαμε πει τα ονόματα μας. Μάλλον πρέπει να είχα άρνηση… να φοβόμουν… κάτι τέτοιο. Με ρώτησε πως με λένε. Του απάντησα. Ο ίδιος μου συστήθηκε ως «Γιώργος, 28 ετών, φιλόλογος που κάνει μια έρευνα σχετικά με τον θεσμό της χορηγίας στην αρχαία Ελλάδα». Μου πρότεινε να συναντιόμαστε και να κάνουμε έξτρα μαθήματα Αρχαίων αφού ήθελα να δώσω στην Τρίτη Δέσμη τότε. Δεν απάντησα κάτι, απλά γέλασα. Με ρώτησε πότε θα έχω το επόμενο μάθημα για να βρεθούμε και του είπα…
Πράγματι ήταν εκεί. Και, αλήθεια, μου έλεγε χωρία από τον λόγο του Λυσία και κάναμε γραμματική και συντακτική ανάλυση. Μου έλεγε να διαβάζω και να προσπαθώ. Πάντα όταν είχα μάθημα ήταν εκεί. Πάντα φιλικός, πάντα ευγενής. Κάποια στιγμή, μου ζήτησε να του δώσω μια φωτογραφία μου. Του άρεσαν πολύ τα χαρακτηριστικά μου και ήθελε να τα βλέπει. Του είπα εντάξει. Τότε εκείνος μου είπε ότι θέλει να μου γράψει κάτι. Του έδωσα το βιβλίο της Γαλλικής γραμματικής και μου έγραψε ένα ποίημα, που, όπως μου είπε, λεγόταν ”Συνάντηση στο πάρκο” του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Βέβαια, αργότερα έμαθα ότι το ποίημα στην πραγματικότητα λεγόταν «Γυναίκα στο πάρκο». Εγώ, του έδωσα την φωτογραφία στην οποία δεν θυμάμαι αν έγραψα κάτι. Προς τα τέλη του Νοέμβρη, ήρθε και ήταν πολύ περίεργος. Με κοίταζε περίεργα… σαν να βούρκωνε. Τον ρώτησα τι έχει. Μου απαντά πως μου έχει πει ένα ψέμα. Δεν το λένε Γιώργο αλλά Δ…. Δ.Λ. και έχει μεν σπουδάσει φιλολογία αλλά είναι ηθοποιός. Έχει παίξει και στην τηλεόραση σε τηλεοπτική σειρά με θέμα τις σχέσεις γονέων-παιδιών. Ο λόγος που μου είπε ψέματα; Φοβόταν μήπως, επειδή ήθελα να γίνω ηθοποιός, τον έκανα παρέα μόνο γι’ αυτό. Απόρησα… αλλά δεν το θεώρησα κάτι άσχημο. Ο λόγος που μου το είπε τότε, εξήγησε, ήταν γιατί ήθελε να πάω με φίλο ή φίλη μου να τον δω στο θέατρο που θα έπαιζε την επόμενη χρονιά.
Ο καιρός είχε περάσει κι είχε φτάσει ο Δεκέμβριος στα μέσα του. Τα σχολεία και τα φροντιστήρια έκλειναν για την χριστουγεννιάτικη περίοδο κατά την οποία δεν είχαμε κάποια επικοινωνία με τον Δ.Λ.
Την περίοδο αυτή η οικογένειά μου κεραυνοβολείται αφού ο πατέρας διαγιγνώσκεται με καρκίνο στο συκώτι και οι γιατροί, του δίνουν το περισσότερο 4 μήνες ζωής. Ανατρέπεται όλη μας η ζωή ως οικογένεια. Νοσοκομεία, άγχος, θλίψη, κούραση.
Όταν ανοίγουν τα σχολεία και τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, συναντιόμαστε τυχαία στην πλατεία. Του λέω ό,τι συμβαίνει. Δείχνει να συμπάσχει μαζί μου. Μου λέει αν θέλω να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο του. Αρνούμαι. Μου δίνει το τηλέφωνό του να τον ενημερώνω για τις εξελίξεις. Με ενημερώνει ότι έχει και τηλεφωνητή. Τέλη Γενάρη η κατάσταση του πατέρα μου, βελτιώνεται. Βγαίνει από το νοσοκομείο. Μπαίνουμε σε μια δύσκολη καθημερινότητα μέσα σπίτι. Προσπαθώ να ισορροπήσω στην μαθητική μου ζωή αφού η πτώση της απόδοσης μου είναι ραγδαία.
Κάποιες φορές, λόγω της κατάστασης στο σπίτι, δεν πήγαινα στο μάθημα Γαλλικών οπότε και η επικοινωνία μας ήταν ανύπαρκτη. Τον Φλεβάρη, τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω τις δυσκολίες στο σπίτι μου. Μου λέει να έχω κουράγιο, ότι χαίρεται που τον εμπιστεύομαι, ότι είναι πολύ καλό που έχουμε γίνει φίλοι αφού κι εκείνος είχε χάσει τον πατέρα του, γεγονός που του είχε στοιχίσει πολύ. Κλείνουμε ραντεβού στην πλατεία. Λέμε για την καθημερινότητά μας. Μου λέει για τις πρόβες του. Με παρακαλάει αφόρητα να πάω στο θέατρο να τον δω λέγοντας μου ότι θα κάνει καλό στην ψυχολογία μου. Να πάρω και μια φίλη που είχα τότε και να πάμε μαζί.
Θα έχει προσκλήσεις για εμάς στο ταμείο. Του λέω ότι θα πάω. Μου πιάνει το χέρι και μου λέει να μην στεναχωριέμαι, ότι φαίνομαι πολύ ευαίσθητος, ότι να σκέφτομαι ότι αν γίνω ηθοποιός θα παίξουμε μαζί το έργο ”Το μακρύ ταξίδι της ημέρας μέσα στην νύχτα”. Εκείνος θα κάνει τον μεγάλο αδερφό κι εγώ τον μικρό. «Αυτοί οι ρόλοι μας ταιριάζουν». Επίσης, μου έλεγε ότι θα γράφω καλά στον κινηματογραφικό φακό. Η συνάντηση τελειώνει εκεί αφού κανονίσαμε την ημερομηνία που θα πάμε στο θέατρο.
Αρχές Μαρτίου του ’93 ήταν που πήγαμε στο θέατρο με την τότε φίλη μου. Όταν τέλειωσε η παράσταση και πήγαμε στο καμαρίνι έδειχνε τρομερά χαρούμενος και μας πήγαινε στα γειτονικά καμαρίνια και μας γνώριζε στους συναδέλφους του. Προσφέρθηκε να μας πάει σπίτι μας. Πράγματι, αφήσαμε πρώτα την φίλη μου και μετά εμένα που έμενα λίγο παρακάτω. Στο ραδιόφωνο έπαιζε το τραγούδι του Βοσκόπουλου ”Πριν χαθεί το όνειρο μας”. Στον στίχο που λέει ”άσε με να σ’ αγαπάω κι όπου φτάσουμε” μου λέει ότι αυτόν τον στίχο τον λέει για εμένα. Όταν μου το’ πε πάγωσα… αλλά το ξεπέρασα με μια αμηχανία που έγινε εμφανής. Πριν βγω από το αυτοκίνητό του, με ευχαρίστησε θερμά που πήγα, τον αντευχαρίστησα κι εγώ. Με παρακαλά να του κάνω μια χάρη. Τον ρωτάω τι. Μου λέει να τον αφήσω να με αγκαλιάσει. Τον άφησα… Mε έσφιξε πολύ. Χαιρετηθήκαμε και πήγα σπίτι μου.
Η υγεία του πατέρα επιδεινώνεται ραγδαία. Η κατάσταση στο σπίτι γίνεται εξαιρετικά δύσκολη και όλα δείχνουν ότι το τέλος είναι κοντά. Του τηλεφωνώ και του λέω ό,τι συμβαίνει. Μου λέει να βρεθούμε στην πλατεία. Βρισκόμαστε.
Κάνει πολύ κρύο. Εγώ είμαι πολύ θλιμμένος. Εκείνος έχει νευρικότητα. Σηκώνεται και κάνει πηδηματάκια για να ζεσταθεί. Μου λέει να πάμε κάπου πιο ζεστά. Του λέω να πάμε σε καφετέρια. Μου αρνείται λέγοντας ότι έχει φασαρία. Θέλει να πάμε κάπου πιο ζεστά και ήσυχα. Του λέω που. Μου λέει να μην φοβάμαι. Απλά, να είμαστε ήσυχοι. Τον ακολουθώ στο αμάξι. Δεν ξέρω που πάμε. Σταματάει σε έναν δρόμο με ελάχιστο φως. Μπαίνουμε κάπου. Καταλαβαίνω ότι είναι ξενοδοχείο (κάποια χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι αυτό το ξενοδοχείο ήταν στην Πλατεία Βάθης). Καθώς ανεβαίνουμε τα σκαλιά, βλέπω δύο κατσαρίδες. Αρχίζω να καρδιοχτυπώ.
Μπαίνουμε σε ένα δωμάτιο εξαιρετικά παγωμένο. Του λέω «γιατί ήρθαμε εδώ»; Μου λέει να μην φοβάμαι. Μου λέει να βγάλω το μπουφάν μου. Το βγάζω κι αρχίζω να τρέμω. Με αγκαλιάζει και μου λέει να ηρεμήσω. Ξαφνικά, με μια απότομη κίνηση, με πετάει στο κρεβάτι και πέφτει πάνω μου αρχίζοντας να με ακουμπάει παντού και να τρίβεται πάνω μου. Έλεγα «όχι..όχι….». Δεν σταμάταγε… Με όση δύναμη είχα, του ρίχνω μια σπρωξιά και σηκώνομαι όρθιος. Φοράω το μπουφάν μου και του λέω τρέμοντας κι αγκομαχώντας να φύγουμε. Το δέχεται….η συμπεριφορά του άλλαξε άρδην. Το γλυκό ύφος μετατρέπεται σε κενό, με μείγμα θυμού και κακίας. Μπαίνουμε στο αμάξι… είναι αμίλητος. Εγώ να έχω ντροπή και τρέμουλο. Λίγο πριν με αφήσει-δεν θυμάμαι που-με φωνή παγωμένη με έντονο το στοιχείο του θεατρινισμού, μου λέει: «Χρίστο, είσαι ένα λουλούδι, άφησε με να σε κόψω πριν μαραθείς»
Λίγες μέρες μετά, ο πατέρας πεθαίνει
Η ψυχολογική μου κατάσταση, όπως και όλης της οικογένειάς μου, είναι εξαιρετικά άσχημη. Με τον Δ.Λ. μετά από το ξενοδοχείο δεν είχα καμία επικοινωνία. Μέσα Μαΐου είχα τελειώσει το μάθημα που είχα, πρωινή ώρα, και πέρναγα έξω από το σπίτι του λίγο πιο κάτω από την πλατεία κι εκείνη την στιγμή τυχαία έβγαινε έξω. Έδειξε να χαίρεται που με είδε. Του είπα τι είχε συμβεί. Με συλλυπήθηκε διά χειραψίας με κοίταξε με πολλή ευγενικό ύφος – αναντίστοιχο με αυτό του ξενοδοχείου. Μου είπε να βρεθούμε… να μιλήσουμε… να του τα πω αναλυτικά. Τον ευχαρίστησα αλλά του είπα ότι έχω εξετάσεις στο σχολείο και στα Γαλλικά κι ότι η ψυχολογία μου είναι κάκιστη.
Εκεί, βούρκωσα λιγάκι. Μου λέει να μην κλαίω και πόσο θέλει να με αγκαλιάσει για να με παρηγορήσει, αλλά είναι δύσκολο εκείνη την στιγμή. Με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα του τηλεφωνήσω όταν νιώσω καλύτερα. Του είπα ότι θα το κάνω κι έφυγα.
Τηλέφωνο τον πήρα αρχές Σεπτέμβρη, που πράγματι ήμουν καλύτερα. Αισθανόμουν πιο δυνατός ψυχολογικά. Συναντηθήκαμε στην πλατεία Βικτωρίας. Ήταν λίγο βαρύς. Με κοίταζε με ένα ύφος αφ’ υψηλού.΄Ηταν πολύ φειδωλός στα λόγια του. Του έλεγα πάνω-κάτω πως πέρασα αυτόν τον καιρό κι εκείνος σαν να μην άκουγε ή με διέκοπτε για να μου πει ότι πήγε στην Επίδαυρο, ότι είδε πολύ ωραία παιδιά με ωραία σώματα. Δεν έδωσα σημασία. Πριν αποχαιρετιστούμε, μου ζητάει ως χάρη να βρεθούμε στις 29/9 στην πλατεία. Τον ρώτησα γιατί και μου είπε πως αυτή τη μέρα είναι τα γενέθλιά του. Του είπα πως είναι μια εβδομάδα μετά τα δικά μου. Του είπα ότι θα πάω και έφυγα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου πάω στην πλατεία Αμερικής. Είχε σκοτεινιάσει. Άναψα τσιγάρο και περίμενα. Η ώρα πέρναγε. Δεν ερχόταν. Είχε περάσει ένα τέταρτο και σηκώνομαι να φύγω. Όταν αρχίζω να περπατώ, ακούω ένα θόρυβο από την τσουλήθρα που υπήρχε στην πλατεία. Γυρίζω και ήταν εκείνος πάνω στην τσουλήθρα. (Τότε, στην εν λόγω πλατεία υπήρχε και τσουλήθρα και κάποιες κούνιες νομίζω) Αφού κατεβαίνει τον ρωτάω τι έκανε εκεί. Απαντά ότι με κοίταζε. Καθήσαμε στο παγκάκι. Αφού του ευχήθηκα χρόνια πολλά και με ευχαρίστησε, έκανε μια μακρά παύση.
Τον ρωτάω αν έχει κάτι κι αρχίζει να μου λέει ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου, ότι με σκέφτεται συνέχεια και ότι με θέλει σεξουαλικά.
Του απάντησα ότι εγώ δεν νιώθω έτσι κι ότι δεν έχω βρει ακόμη τον εαυτό μου ως προς το σεξ. Εκείνος μου απάντησε ότι κρύβομαι από τον εαυτό μου κι ότι πρέπει να απελευθερωθώ. Του είπα και πάλι όχι. Με ένα ακόμα πιο ψυχρό ύφος, μου απάντησε ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε γιατί ο ίδιος δεν μπορεί να λειτουργήσει στο φιλικό πλαίσιο που ήθελα εγώ. Το δέχτηκα. Τότε μου είπε ότι η παράσταση στην οποία θα παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε λίγο καιρό, αποτελούσε όνειρο ζωής για εκείνον και θα ήθελα να πάω να τον δω. Του είπα ότι θα πάω. Μου είπε πριν πάω να τον πάρω τηλέφωνο για να έχει πρόσκληση. Του είπα ότι θα πληρώσω το εισιτήριο.
Πράγματι, μετά από καιρό, πήγα στην παράσταση. Όταν τέλειωσε, στην υπόκλιση, ένιωσα ότι με κοίταζε. Πάω στο καμαρίνι να τον συγχαρώ. Είναι απίστευτα ψυχρός. Με ευχαριστεί βέβαια, με ρωτά πως κυλάει η ζωή μου, αλλά με ύφος σκληρό. Αφού τον συγχαίρω ξανά, τον χαιρετώ για να φύγω και στρίβω την πλάτη, με φωνάζει. Γυρνάω και μου λέει το εξής: «Ό,τι και να κάνεις Χρίστο, η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη» Δεν τον ρώτησα τι εννοεί… τίποτα. Είχα παγώσει από την χαιρεκακία με την οποία ξεστόμισε αυτήν την φράση. Έφυγα τρομερά στεναχωρημένος.
Οι μέρες πέρναγαν κι αυτή η φράση με θύμωνε. Παράλληλα, είχα θυμώσει και με τον εαυτό μου για το σκηνικό στο ξενοδοχείο που το είχα αφήσει να φτάσει ως εκεί. Αποφασίζω να του γράψω ένα γράμμα. Δεν θυμάμαι επακριβώς το περιεχόμενο του, αλλά σε γενικές γραμμές έλεγα ότι κανενός η μοίρα δεν είναι προδιαγεγραμμένη, ότι όλα στην ζωή αλλάζουν, ότι πήγε να με εκμεταλλευτεί και κατέληγα με την σκληρή φράση -που απ’ ό,τι φαίνεται με τις τρέχουσες καταγγελίες, επαληθεύεται πλήρως- ”Καλό ψωνιστήρι στην πλατεία Αμερικής”.
Τρεις φορές συναντηθήκαμε από τότε τυχαία. Μία, όταν είχα πάει στο Γαλλικό φροντιστήριο να πάρω ένα χαρτί, πέρναγα την Πατησίων και ήταν στην μηχανή. Ένιωσα τα μάτια του βεντούζα πάνω μου. Την δεύτερη, κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Ήταν με κάποιον. Με φώναξε δύο φορές. Η καρδιά μου έφτασε στον λαιμό μου από τον φόβο κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Η τρίτη, αρκετά χρόνια μετά, πέρναγε απέξω από ένα μαγαζί που δούλευα επί της Πατησίων, στο οποίο ερχόταν κι ως πελάτης ο κολλητός του φίλος Κ.Μ. Μπήκε μέσα κι έκανε ότι κοίταγε τα ρούχα, ενώ με την άκρη του ματιού του κοίταγε στο σημείο που ήμουν εγώ… Έφυγε σε ένα λεπτό.
Αφού τέλειωσε η αφήγηση των γεγονότων, θέλω να πω τα εξής:
ΔΕΝ κατηγορώ τον Δ.Λ. για βιασμό.
Κατηγορώ τον Δ.Λ. για την επιτυχή προσπάθεια χειραγώγησής μου -αποπλάνηση λέγεται αυτό- με άμεσο στόχο την σεξουαλική συνεύρεση του μαζί μου, κάτι που δεν κατάφερε.
Έπαιξε με το νεαρότατο της ηλικίας μου προκειμένου να έχει ίδιον όφελος.
Αξιοποίησε το οικογενειακό μου πρόβλημα προκειμένου να καρπωθεί αυτό που είχε ως στόχο.
Επέδειξε δηλαδή μια ανηθικότητα απίστευτης ισχύος.
Ο τρόπος προσέγγισης του και η πίεση που μου άσκησε με μπλόκαρε από το να ψάξω με ηρεμία τον εαυτό μου και να τον βρω σε ένα καθεστώς αρμονίας.
Όλα αυτά τα γεγονότα με κράτησαν πίσω και λειτούργησαν αθροιστικά στην κατάθλιψη που σαφώς προϋπήρχε αλλά δεν είχε ανιχνευτεί, παίρνει σάρκα και οστά το 1999 και διογκώνεται -συναρτήσει πολλών επιπρόσθετων παραγόντων- το 2004 που καταλήγω σε μια εξόχως σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας.
Ξέρω ότι όλα αυτά τα οποία περιέγραψα έχουν παραγραφεί, αλλά η ηθική δικαίωση είναι κάτι που δεν παραγράφεται, ούτε λησμονείται. Τώρα είναι η ώρα.
Δεν είναι τα παραπάνω η δική μου αλήθεια. ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
Είμαι πρόθυμος να στηρίξω οποιαδήποτε προσπάθεια κι άλλων ανθρώπων να πουν ό,τι τους έχει συμβεί. Να συμβάλλω με τον τρόπο μου σε μια κάθαρση… Σε μια επί της της ουσίας ενηλικίωση. Σε μια απελευθέρωση».