1821 Κάσος: Η κατάκτηση της Κάσου ήταν ουσιώδης στην πορεία του Ιμπραήμ προς την Πελοπόννησο.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου με τον Σουλτάνο για την καταστολή στης ελληνικής επανάστασης ήταν στρατηγικού χαρακτήρα η καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη και των υποστηρικτών της. Κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους τελευταίους ήταν το νησί της Κάσου, που είχε αξιόλογη ναυτιλία και ανεφοδίαζε τους Κρητικούς, αλλά και παρενοχλούσε τις τουρκικές γραμμές ανεφοδιασμού. Έτσι μετά την υποταγή της Κρήτης κρίθηκε αναγκαία και η κατάκτηση της Κάσου, ούτως ώστε οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις να μπορέσουν απρόσκοπταν να προχωρήσουν σε αποβατικές ενέργειες στην Πελοπόννησο.
Από τα μέσα Απριλίου του 1824 υπήρχαν πληροφορίες για τις προθέσεις των Αιγυπτίων και η αγωνία στο νησί ήταν διάχυτη. Στις 12 Μαΐου οι πρόκριτοι της Κάσου ενημέρωσαν την επαναστατική κυβέρνηση και ζήτησαν βοήθεια, αλλά δεν έλαβαν απάντηση. Δύο ημέρες αργότερα, ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στ’ ανοιχτά της Κάσου, προερχόμενος από το ορμητήριό του στη Σούδα. Στις 17 Μαΐου οι Κάσιοι επανήλθαν στο αίτημά τους για βοήθεια, αλλά η απάντηση ότι δεν υπάρχουν λεφτά ήλθε καθυστερημένα στις 27 Μαΐου, όταν ο αιγυπτιακός στόλος έκανε την εμφάνισή του στο νησί. Όλο αυτό το διάστημα οι ντόπιοι, συνεπικουρούμενοι και από τους Κρητικούς αγωνιστές, οργάνωναν την άμυνα του νησιού, κατά το δυνατόν.
1821 Κάσος: Η απόβαση
Η επίθεση άρχισε την ίδια ημέρα με ισχυρό κανονιοβολισμό, κυρίως στο χωριό της Αγίας Μαρίνας, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των αμυνομένων. Οι Κάσιοι ανταπέδωσαν τα πυρά και κατόρθωσαν να κρατήσουν προσωρινά σε απόσταση τα εχθρικά πλοία. Ο αιγυπτιακός στόλος αποτελείτο από 25 έως 45 πλοία, ανάλογα με τις πηγές, στα οποία επέβαιναν 3.000 – 4000 Αλβανοί στρατιώτες. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο ικανότατος Αλβανός στρατιωτικός Χουσεϊν Μπέης και ναύαρχος ο Αλγερινός Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαΐου ο Χουσεΐν έκανε μία παραπλανητική απόβαση στην ακτή προς τα βόρεια της Αγίας Μαρίνας, Οι Κάσιοι επικέντρωσαν την προσοχή τους στους επιτιθέμενους, αλλά δεν πήραν είδηση ότι 30 βάρκες γεμάτες Αλβανούς στρατιώτες με επικεφαλής τον χιλίαρχο Μουσά αποβιβάστηκαν χωρίς αντίσταση στην απόκρημνη τοποθεσία Αντιπέρατος. Την πρώτη απόβαση ακολούθησε και δεύτερη και τα ξημερώματα 2.000 Αλβανοί στρατιώτες βρέθηκαν στα νώτα των αμυνομένων.
1821 Κάσος: Έκκληση για παράδοση
Ο Χουσεΐν κάλεσε τους Κάσιους να παραδοθούν, με αντάλλαγμα τη ζωή τους, αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν. Συνέχιζαν να πολεμούν και να προξενούν φθορά στον εχθρό, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι η προσπάθειά τους ήταν μάταιη, καθώς ο εχθρός συνεχώς ενισχυόταν. Πολλοί από τους κατοίκους επιβιβάσθηκαν σε καράβια, με προορισμό την Κάρπαθο και τις Κυκλάδες. Άλλοι πήραν τα βουνά για να συνεχίσουν την αντίσταση. Ένας από αυτούς ήταν ο πλοίαρχος Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, γνωστός και ως Διακομάρκος, ο οποίος με 40 άνδρες του πολέμησε γενναία, αλλά τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος. Προσήχθη ενώπιον του Χουσεΐν, ο οποίος αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, εντυπωσιασμένος από την ανδρεία του. Όμως, μόλις του έλυσαν τα δεσμά, ο Διακομάρκος άρπαξε ένα γιαταγάνι και σκότωσε τρεις από τους φρουρούς, για να πέσει και ο ίδιος νεκρός λίγο αργότερα.
Την κατάρρευση της αντίστασης των Κασίων ακολούθησε γενική σφαγή και εξανδραποδισμός. Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν και αλλά τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίσθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ο Χουσεΐν, αφού εγκατέστησε Τούρκο διοικητή στην Κάσο κι εξασφάλισε αμαχητί την υποταγή της γειτονικής Καρπάθου, αναχώρησε με τα πλοία του για τη βάση του στη Σούδα.