Το 1973, η οργάνωση OPEC χρησιμοποίησε επιτυχώς το πετρέλαιο ως πολιτικό όπλο για να πιέσει τη Δύση επιβάλλοντας εμπάργκο πετρελαίου Η ιστορία έχει δείξει ότι ο πόλεμος για πετρέλαιο ήταν κάτι σύνηθες, αλλά ο πόλεμος για την τιμή του πετρελαίου ήταν κάτι εντελώς νέο.
Από την Γεωργία Πολυτάνου
Σύμβουλος ενεργειακής ασφάλειας, Μaster in Energy: Strategy, Law and Economy
Στην πρόσφατη ιστορία, το πετρέλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την επίτευξη πολιτικών στόχων και πολιτικής επιρροής. Το 1973, οι Σαουδάραβες κατάλαβαν το σημαντικό ρόλο του πετρελαίου που θα μπορούσε να διαδραματίσει στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα ,για να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα στον πόλεμο του Γιομ Κίππουρ. Ωστόσο, πολλοί αναλυτές τονίζουν ότι πλέον αυτό το «όπλο» δεν είναι τόσο αποτελεσματικό για τη διαχείριση των σχέσεων όσο ήταν κάποτε. Το 1960, πέντε χώρες, – το Ιράκ, το Ιράν, το Κουβέιτ, η Σαουδική Αραβία και η Βενεζουέλα -, ίδρυσαν τον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) στη Βαγδάτη.
Άλλες αραβικές χώρες και βασικοί παράγοντες του πετρελαίου στον αναπτυσσόμενο κόσμο έγιναν μέλη του ΟΠΕΚ στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τώρα εκπροσωπείται από 13 μέλη. Οι εταιρείες δημιούργησαν ένα ολιγοπώλιο (όχι ένα πραγματικό μονοπώλιο).Οι προθέσεις αυτού του ολιγοπωλίου ήταν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και να ελέγξουν την προσφορά.
Οι υπουργοί από τις χώρες του ΟΠΕΚ συναντήθηκαν με υπουργούς από τα κράτη που δεν ανήκουν στον ΟΠΕΚ – την Αίγυπτο και τη Συρία – στο Κουβέιτ, προκειμένου να συμφωνήσουν σε μια ιστορική απόφαση υποστηρίζοντας τη Δαμασκό και τον στρατό του Καΐρου κατά τον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο.
Στις 17 Οκτωβρίου 1973, αποφάσισαν ένα εμπάργκο πετρελαίου με σημαντικές συνέπειες σε όλο τον κόσμο. Τι αποφάσισαν ακριβώς; Την αύξηση της τιμής των εξαγωγών του πετρελαίου κατά 70%. Στη συνέχεια, ο ΟΠΕΚ απειλούσε να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου περίπου 5% κάθε μήνα έως ότου η ισραηλινή κυβέρνηση αποσύρθηκε από τον πόλεμο.
Έτσι,οι χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ χώρισαν τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου σε τρεις κύριες κατηγορίες σύμφωνα με τις πολιτικές τους θέσεις απέναντι Ισραήλ, ώστε να εφαρμόσουν το εμπάργκο αναλόγως. Οι κυβερνήσεις του ΟΠΕΚ γνώριζαν την εξάρτηση των κρατών από το πετρέλαιο τους, και γνώριζαν ότι ακόμη και μια μικρή πτώση των τιμών θα προκαλούσε εσωτερική πολιτική αστάθεια.
Οι τρεις κατηγορίες ήταν
1. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε χώρες που υποστήριζαν τους Άραβες. Αυτές οι χώρες ταξινομήθηκαν ως «φιλικές» και δεν τους επιβλήθηκε κανένα εμπάργκο.
2. Η δεύτερη κατηγορία είχε σχέση με τα κράτη που δεν συμμετείχαν σε αυτόν τον πόλεμο, ήταν δηλαδή «ουδέτερα». Σε αυτά επιβλήθηκε μια μείωση της τάξεως του 5% των εισαγωγών πετρελαίου.
3. Τέλος, η τρίτη κατηγορία είχε τις «εχθρικές» πολιτείες. τις ΗΠΑ, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία και τη Νότια Αφρική • εκείνες δηλαδή που υποστήριζαν το Ισραήλ και οι οποίες σήκωσαν όλο το βάρος των κυρώσεων. Παρόλο που το εμπάργκο διήρκεσε μόλις λίγους μήνες, προκάλεσε σοβαρές ενεργειακές κρίσεις στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες που εισήγαγαν πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή. Κάθε κράτος που ανήκει στον ΟΠΕΚ διαθέτει μία NOC (εθνική εταιρεία πετρελαίου) που ελέγχει τη βιομηχανία και συνεργάζεται με τις IOCs (διεθνείς εταιρείες πετρελαίου) – όπως η ExxonMobil, η Total, η Chevron, η BP και η Shell. Τα πετροδάλαρα του ΟΠΕΚ συνδέονται με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλάζουν συνεχώς χέρια μέσω των πωλήσεων όπλων και επενδύσεων σε ακίνητα, ενσωματώνονται μέσω χρηματοοικονομικών μηχανισμών και έχουν διεισδύσει στην τεχνολογική βιομηχανία.
Η κρίση του 1973 ήταν μια κρίση με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στις χώρες που καταναλώνουν πετρέλαιο. Η καθαρή απώλεια της προσφοράς υπολογίστηκε σε 4,4 εκατομμύρια βαρέλια / ημέρα μέχρι τον Δεκέμβριο του 1973, περίπου 14 τοις εκατό του διεθνούς εμπορίου πετρελαίου.
Οι τιμές της βενζίνης οδηγήθηκαν σε άνοδο στις Η.Π.Α. και στη Δυτική Ευρώπη. Παρόλο που τα αραβικά κράτη πέτυχαν να ασκήσουν πίεση μέσω του πετρελαίου, δεν κατάφεραν να το εκμεταλλευτούν στο έπακρο για να επιτύχουν τον τελικό τους στόχο που ήταν και η πλήρης απόσυρση του Ισραήλ από όλες τις περιοχές που είχε καταλάβει στον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967 – συμπεριλαμβανομένης της Λωρίδας της Γάζας.