Η ειδυλλιακή ομορφιά του μέρους κάνουν την μονή της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, να μοιάζει μαγική. Πρόκειται για έναν ιστορικό θησαυρό στο όρος Παγγαίο. Η μονή που χτίστηκε το 400 μ.Χ. και συναντάται στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου, σε υψόμετρο 753 μέτρων, κοντά στα όρια των νομών Καβάλας και Δράμας (η απόστασή της από τις πρωτεύουσες των δύο νομών είναι 36 χλμ.), θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της περιοχής και της Ελλάδας γενικότερα. Η ίδρυσή της ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Ζώζοντος, με τον μοναστικό οικισμό να εγκαταλείπεται με την πάροδο των χρόνων και τη σημερινή μονή να ιδρύεται, ουσιαστικά, τον 8ο αιώνα από τον Όσιο Γερμανό. Η ονομασία της οφείλεται στη εικόνα της Παναγίας, η οποία εμφανίστηκε στον Όσιο Γερμανό, όταν ο κτήτοράς της αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου, εκπέμποντας «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό φως.
Σύμφωνα με την ιστορική διαδρομή της καταστράφηκε αρκετές φορές από Οθωμανούς και Βούλγαρους επιδρομείς, ενώ κατά την περίοδο της Επανάστασης του ’21 είχε μετατραπεί σε πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Μέχρι το 1843 λειτουργούσε στους χώρους της σχολή, ενώ σημαντική ήταν και η βιβλιοθήκη της, πριν την διαρπαγή από του Βουλγάρους το 1917, με 1.300 τόμους βιβλίων, από τους οποίους οι 430 χειρόγραφοι κώδικες μεγάλης αξίας. Στα σημεία αναφοράς της μονής το εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο της, το Ιερό Βήμα που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, καθώς και τα δύο κυπαρίσσια που, με περίεργο τρόπο (για πολλούς θαυματουργό) μεγαλώνουν εδώ και πολλά χρόνια στη στέγη του ναού. Η μονή άρχισε να λειτουργεί ξανά το 1965 και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, στις 14 Σεπτεμβρίου και στις 21 Νοεμβρίου.
https://www.youtube.com/watch?v=m-lrkHXYxxA
Η νεότερη ιστορία
Για αρκετούς αιώνες η ιστορία της Μονής Εικοσιφοινίσσης είναι άγνωστη. Αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 11ο αιώνα κτίστηκε ξανά το Καθολικό της Μονής. Η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή με σιγίλια των Πατριαρχών Συμεών Α΄ και Μαξίμου Γ΄, εξαρτήθηκε δηλαδή απευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η Μονή έζησε νέα εποχή ακμής όταν το 1472 σε αυτή εγκαταβίωσε ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Α΄, ο οποίος με τη δράση και την περιουσία του της έδωσε πνοή ζωής. Για το λόγο αυτό ονομάστηκε δεύτερος Κτήτωρ της Μονής και η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο. Έζησε στη Μονή έως το 1488, οπότε επανεξελέγη από Σύνοδο που συνεκλήθη από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄. Το 1490 παραιτήθηκε λόγω γήρατος και επέστρεψε στην ίδια Μονή μέχρι το τέλος της ζωής του το 1492.
Πατριαρχικά σιγίλια υπέρ της Μονής εξέδωσαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες: Ιερεμίας Α΄ (1544), Μητροφάνης Γ΄ (1567) και Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (1573). Το 1610 επισκέφθηκε τη Μονή ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος, ο οποίος συνέγραψε τον Παρακλητικό Κανόνα της Παναγίας Αχειροποιήτου. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Οι καταστροφές και το μαρτύριο των 172 μοναχών
Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ κατά την ιστορική της διαδρομή καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς. Στις 25 Αυγούστου 1507, οι Τούρκοι έσφαξαν 172 μοναχούς της Μονής, διότι είχαν ενοχληθεί από τη δράση τους υπέρ της διατήρησης της ελληνικότητας του πληθυσμού της περιοχής. Τρία χρόνια μετά, 10 μοναχοί από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ήλθαν στη Μονή για να την ανασυστήσουν.
Η συμβολή στην Ελληνική Επανάσταση και την Παιδεία
Κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, η Μονή είχε καταστεί πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και οι ηγούμενοί της είχαν στενή συνεργασία με τους ηγέτες της Επαναστάσεως (Νικοτσάρας, Εμμανουήλ Παπάς) στη Βόρεια Ελλάδα. Η Μονή έπαθε σοβαρές ζημιές από σεισμό του 1829, αποτεφρώθηκε το 1854 και το 1864 επιδημία πανώλης αποδεκάτισε την αδελφότητά της. Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη Των Κοινών Γραμμάτων ή Ελληνική Σχολή.