Επανάσταση 1821 – Μαντώ Μαυρογένους: Η Μυκονιάτισσα που έδωσε όλη την περιουσία της στον αγώνα

ΕΛΛΑΔΑ

Επανάσταση 1821 – Μαντώ Μαυρογένους: Η Μυκονιάτισσα που έδωσε όλη την περιουσία της στον αγώνα

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Anisa Ntaouti

Επανάσταση 1821 - Μαντώ Μαυρογένους: Η Μαντώ Μαυρογένους, ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

22.03.2021 | 12:02

Η Μαντώ Μαυρογένους, ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Χατζή Μπάτη. Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας της Νικόλας ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, η Ζαχαράτη, ήταν δραστήρια γυναίκα που διηύθυνε στην Τεργέστη τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της. Ανιψιά του Νικολάου Μαυρογένη, επί πολλά έτη δραγουμάνου του στόλου (1770-1786) και στη συνέχεια ηγεμόνα της Βλαχίας (1786-1790). Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 ή 97, όπου ήταν εγκαταστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ Μαυρογένους το 1820.

Στις παραμονές του αγώνα βρισκόταν στην Τήνο με το θείο της Φιλικό παπα-Μαύρο, απ’ τον οποίο μυήθηκε στον αγώνα και μαζί του πήγε στην Μύκονο – πατρίδα της μητέρας της – αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης.  Από τότε η νεαρή Μαντώ διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, ενώ έλαβε μέρος και η ίδια σε πολλές επιχειρήσεις. Με πλοία που εξόπλισε με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λήστευαν τις Κυκλάδες. Συγκρότησε σώμα πεζών, που ανέλαβε την αρχηγία του και υπεράσπιζε τη Μύκονο. Εξόπλισε στόλο από έξι πλοία και τον ένωσε με τις ναυτικές δυνάμεις του Τομπάζη. Μετέπειτα συγκρότησε στρατό, που αποτελούνταν από 16 λόχους των 50 ανδρών, και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρυστίας. Πολέμησε στο πλευρό του Γρηγορίου Σάλα στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Όταν επέστρεψε στη Μύκονο, ασχολήθηκε με την τροφοδοσία του ναυτικού.

Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας:

Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα του Ελληνικού χώρου και από τη θέση αυτή η νεαρή Ελληνίδα απηύθυνε έκκληση βοήθειας στους Ευρωπαίους φιλέλληνες και κυρίως στις Αγγλίδες και Γαλλίδες. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία.

Ο αρραβώνας με τον Δημήτριο Υψηλάντη

Το έτος 1896 ο Θεόδωρος Blancard δημοσίευσε τη βιογραφία της ηρωίδας με τίτλο, «Les Mavroyéni», την οποία αφιέρωσε: «εις τους Παρίους, Μυκονίους και Τηνίους, λίαν επιλήσμονας της δόξης των». Το έργο αυτό συμπληρωμένο αναδημοσίευσε πάλι σε δύο τόμους το 1909.  Με τη λήξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, και τιμήθηκε με διάταγμα του Καποδίστρια, για της υπηρεσίες της με μια μικρή σύνταξη και το βαθμό του αντιστρατήγου.

Στη Μαντώ ανέθεσε και την εποπτεία του Ορφανοτροφείου το οποίο ίδρυσε στην Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύντομα, έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και την ανδρεία της. Αλλά τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία εκλάπη. Μετά από αυτό πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη, ενόσω ο Παπαφλέσσας της παρείχε τροφή.

Η δολοφονία του Καποδίστρια

Στον αρραβώνα της Μαντούς με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί από ισχυρούς πολιτικούς, οι οποίοι είδαν την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών, οι οποίες διέθεταν φιλικές σχέσεις, ως απειλή. Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ηγήθηκε της επιτυχημένης απόπειρας διάλυσης του αρραβώνα. Η Μαντώ, μετά τον αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε βαθιά καταθλιπτικά, σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια αναγκάστηκε, ύστερα από τον άτυχο έρωτά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη,το θάνατό του ένα χρόνο μετά από του Κυβερνήτη,  και την καταδίωξη του Κωλέττη, να επιστρέψει στη Μύκονο. Φτωχή, έχοντας δωρίσει την τεράστια περιουσία της στον Αγώνα, κατέφυγε κοντά σε συγγενείς της στην Πάρο. Εκεί πέθανε από τυφοειδή πυρετό. Ενταφιάστηκε, με δημόσια δαπάνη, στο προαύλιο του ναού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής.

Κουβέντιασα για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους με τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, πρώην υπουργό, και με την κυρία Δραγούμη, μητέρα του υπουργού Εξωτερικών. Και οι δύο, μεγάλης ηλικίας πλέον, θυμούνται να έχουν δει και να έχουν ακούσει για τη Μαντώ Μαυρογένους όταν ήταν νέοι στο Ναύπλιο. Ήταν, μου είπαν, μια όμορφη προσωπικότητα, ψηλόσωμη, καλοφτιαγμένη και επιβλητική. Ντυνόταν με ευρωπαϊκά φορέματα, γεγονός σπάνιο για την εποχή.

Η κυρία Δραγούμη θυμάται ακόμη τη βελούδινη μπλούζα της:

Η κυρία Δραγούμη θυμάται ακόμη τη βελούδινη μπλούζα της που της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τότε. Ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν ήταν όμορφος, αλλά ήταν μόλις 28 ετών όταν έφτασε στην Ελλάδα το 1821. Το όνομά του, το θάρρος του, ο πατριωτισμός του, του προσέδιδαν μεγάλο κύρος. Η δεσποινίς Μαυρογένους εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε. Είχε μεγάλη περιουσία, μισθοδότησε ένα στράτευμα και συνόδευσε τον Υψηλάντη σε μερικές από τις εκστρατείες του. Ο Υψηλάντης ανταπέδωσε αυτό το ειλικρινές και ανιδιοτελές αίσθημα.

Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, επίσης από τους πρώτους συντρόφους του Υψηλάντη, τον οποίο όμως μια σοβαρή ασθένεια τον ανάγκασε να αφήσει την Ελλάδα πριν από το τέλος του πολέμου, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα.

Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή». Αργότερα εξορίστηκε στο νησί της Μυκόνου και πέθανε το 1848, σε πλήρη ένδεια.

Η Επιστολή προς τον Βασιλιά Όθωνα

Υπέστη αδικία από το κράτος που τόσο ηρωικά είχε αγωνιστεί για να δημιουργηθεί, επειδή ήταν γυναίκα. Αυτό φαίνεται από την επιστολή της στον βασιλιά που δημοσιεύουμε παρακάτω, με κάποιες επεξηγήσεις για τις προσπάθειές της. Αναγκάστηκε να γράψει στον Βασιλικό Γραμματέα, μια αναφορά που συνοδευόταν από τα σχετικά έγγραφα, όπου εξηγούσε «τις στρατιωτικές προσφορές, τις χρηματικές προσφορές και τις χρηματικές θυσίες που πρόσφερε για την ανεξαρτησία της μητέρας πατρίδας».

Ο Βασιλικός Γραμματέας διέταξε να γίνει δεκτή η αναφορά της Μαντώς, και να της δοθεί «ένα ικανό ποσόν ως ανταμοιβή και μια διάκριση». Αλλά η Μαντώ έπρεπε να περιμένει πολύ. Την χαρακτήριζαν ως χήρα και έφεδρη, και της έδωσαν μια μικρή σύνταξη. Για έξι ολόκληρα χρόνια η Μαντώ περίμενε για την διόρθωση αυτής της αδικίας. Αλλά ματαίως. Τελικά αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα και να υποβάλει στον βασιλιά Όθωνα μια δεύτερη αναφορά:

«Υψηλότατε! Είχα υποβάλει τα επίσημα έγγραφα στην Επιτροπή Ελέγχου στο Ναύπλιο, όπου έγραφα για τις στρατιωτικές προσφορές και τις χρηματικές θυσίες που πρόσφερα για την ανεξαρτησία της μητέρας πατρίδας. Η Βασιλική Γραμματεία του Στρατού, με το έγγραφό της της 30/1/1834 προς την αναφερόμενη επιτροπή,  διέταξε οι προσφορές και οι θυσίες μου να αξιολογηθούν, και συγκεκριμένα να προτείνει τα δικαιώματα που μου αποδόθηκαν ως ανταμοιβή.

“Αλλά, από τότε δεν έλαβα ούτε διάκριση ούτε χρηματική ανταμοιβή ή γη, αλλά μόνο μια σύνταξη”

Στην απόκρισή της η επιτροπή, όπως με διαβεβαίωσαν, πρότεινε να μου δοθεί ένα ικανό ποσό χρημάτων ή γη και μια διάκριση που η Μεγαλειότητά σας θα αποδεχόταν. Αλλά, από τότε δεν έλαβα ούτε διάκριση ούτε χρηματική ανταμοιβή ή γη, αλλά μόνο μια σύνταξη, που αρκεί μόνο να πληρώνω τον μηνιαίο μισθό της υπηρέτριάς μου. Όσον αφορά την αναφερόμενη σύνταξη, η Γραμματεία με θεώρησε ως χήρα ή έφεδρη, αλλά δεν ήμουν ποτέ ούτε έφεδρη ούτε παντρεμένη ώστε να υπάρξει η πιθανότητα να καταστώ χήρα.

Όπως λέει η ανωτέρω διαταγή, δεν συναινεί να μετέχω στα δικαιώματα των αξιωματικών του στρατού, ως οι δικές μου προσφορές να ήταν διαφορετικές από τις προσφορές των άλλων αξιωματικών, και ως εάν το έθνος, στις διακηρύξεις και αποφάσεις του έκανε ποτέ διάκριση μεταξύ γυναικών και ανδρών που υπηρέτησαν στρατιωτικά τη μητέρα πατρίδα ή θυσιάστηκαν άλλως γι’ αυτή.

Και συνεχίζει:

Η Γραμματεία θα έπρεπε να με θεωρήσει ως έχουσα προσωπικά αγωνιστεί εναντίον των εχθρών της μητέρας πατρίδας, και ως έχουσα θυσιάσει τεράστια ποσά προσωπικής χρηματικής περιουσίας, ως έχουσα στρατολογήσει στρατιώτες και εκστρατεύσει εναντίον των εχθρών της πατρίδας και ως έχουσα υπηρετήσει στρατιωτικά καθήκοντα, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, και εκ τούτου, φυσικά, δεν θα είχε ολισθήσει στο βαρύ σφάλμα να με θεωρήσει ως χήρα ή έφεδρη.

Θα έπρεπε να έχει κρίνει η Βασιλική Δικαιοσύνη τις προσφορές και τις θυσίες μου, και τότε, εάν δεν μπορούσα να λάβω στρατιωτικό αξίωμα, αφού είμαι γυναίκα, τουλάχιστον θα έπρεπε να μου δοθεί η διάκριση που δικαιούμαι, που εγώ, επίσης, είμαι σε θέση να φέρω, και μια προσφορά, όπως αυτή που δίδεται στους αξιωματικούς, ώστε να μην είμαι εγώ η μόνη παραπονούμενη, μεταξύ των αγωνιστών για την μητέρα πατρίδα.

Αυτό είναι μια ανάγκη για την Βασιλική Δικαιοσύνη. Και προς την Υψηλότητά σας ξανά εκφράζω την ελπίδα ότι εσείς, Βασιλέα, θα αποφασίσετε να μου απονείμετε την διάκριση και την σχετική προσφορά προς τους στρατιωτικούς, ως ανταμοιβή για τις προσφορές και τις θυσίες μου».

Η σύγκριση της Μαντούς με την Μπουμπουλίνα

Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει: «Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.

Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Exit mobile version