Όταν μισούμε κάτι, το μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας. Κάτι που δεν έχουμε κι εμείς μέσα μας, δεν μπορεί ποτέ να μας συγκινήσει, έλεγε ο Έρμαν Έσσε
Από την Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Ο κοινός εχθρός, σύμφωνα με τον Αμερικανό ηθικό και κοινωνικό φιλόσοφο Έρικ Χόφερ, ενώνει τους ανθρώπους. Ενώνει ακόμη και αντίπαλες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες, όπως αποδείχτηκε στα επεισόδια της Νέας Σμύρνης. Δεν κατάφερε όμως να ενώσει τους πολιτικούς αρχηγούς. Πριν λίγες μέρες, τελείως αναπάντεχα, ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ανακάλυψαν πως εκτός από τον κορονοϊό, που έχει μονοπωλήσει κάθε ενδιαφέρον, υπάρχει άλλος ένας κοινός εχθρός: Ο κοινωνικός διχασμός. Κι αντί να συστρατευτούν για να τον αντιμετωπίσουν, άρχισαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον για το ποιος τον προκαλεί. “Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να μας διχάσει. Δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας γυρίσει πίσω“, είπε ο πρωθυπουργός μετά τα έκτροπα της Νέας Σμύρνης.
“Καλώ τον κύριο Μητσοτάκη να σταματήσει να επενδύει στον διχασμό. Η Ελλάδα του 2021 δεν θα επιστρέψει στην δεκαετία του 1950”, απάντησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, φράσεις που σίγουρα, αν ανατρέξει κάποιος στην πολιτική ιστορία της χώρας, θα συναντήσει αμέτρητες φορές. Όμως η Ελλάδα έχει δώσει οριστικό τέλος στον διχασμό όταν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 23 Σεπτεμβρίου του 1974 νομιμοποίησε την αυθεντική Αριστερά, το ΚΚΕ, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ.
Αλλά όταν αυτό το τέλος το επικυρώνει και ο σημερινός εκφραστής της Αριστεράς, ευθέως και χωρίς αστερίσκους, καταδικάζοντας τις αποτρόπαιες πράξεις εναντίον του αστυνομικού στην Νέα Σμύρνη καθώς και την επίθεση στον τηλεοπτικό σταθμό του ΣΚΑΙ, τότε είναι τουλάχιστον άδικο να θεωρούμε ως υποκινητή τέτοιων ενεργειών τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί βέβαια η πλειοψηφία όσων δημιουργούν τέτοια επεισόδια να ανήκει στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ με την εμπειρία της διακυβέρνησης της χώρας, αντιλαμβάνεται πως πρέπει να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας για να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές ποσοστό ψηφοφόρων.
Γιατί τότε η μισή κοινωνία επιτίθεται με τον πιο άγριο τρόπο στην άλλη μισή;
Μα φυσικά, γιατί ένα κομμάτι της κοινωνίας, η Αστυνομία, δέρνει με μανία έναν πολίτη της ίδιας κοινωνίας χωρίς προφανή λόγο; Και γιατί την επόμενη ένα άλλο κομμάτι συμπολιτών μας, ας τους ονομάσουμε αναρχικούς η μπαχαλάκηδες, αποτελούν όμως κι αυτοί ένα κομμάτι της ίδιας κοινωνίας, επιτίθενται με μανία στους Αστυνομικούς, από τους οποίους αύριο θα ζητήσουν την προστασία τους; Τι έχουν να μοιράσουν, θα αναρωτηθεί ένας αφελής παρατηρητής.
Κανένας πολιτικός αρχηγός, κανένα πολιτικό κόμμα δεν έχει την δυνατότητα στην σημερινή εποχή να προκαλέσει διχασμό στην κοινωνία. Ο διχασμός γεννιέται και αναπαράγεται μέσα στην κοινωνία από τους ίδιους τους πολίτες της και οι ρίζες της βρίσκονται στην καταπιεσμένη επιθετικότητα του ατόμου, η οποία εκδηλώνεται και εκτονώνεται με δυο διαφορετικούς τρόπους: Είτε δημιουργώντας, υπερβαίνοντας τον εαυτό μας, είτε καταστρέφοντας.
Η οικογένεια
Και η ευθύνη για το αντικοινωνικό φαινόμενο της καταστροφικότητας βαραίνει αρχικά την οικογένεια, η οποία διαμορφώνει τον χαρακτήρα και την στάση των παιδιών απέναντι στο οργανωμένο κράτος, ταυτόχρονα όμως βαραίνει και την ίδια την Πολιτεία που δεν παρέχει κάποια μαθήματα στοιχειώδους Αγωγής των αυριανών πολιτών στα σχολεία σχετικά με τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο Κράτος, ακόμη κι αν η κυβέρνηση δεν αντανακλά τις δικές τους πολιτικές πεποιθήσεις. Αγωγή ωστόσο πάνω σε κάποιες σταθερές, στην βάση των οποίων λειτουργεί διαχρονικά η Δημοκρατία.
Και μια απ’ αυτές τις σταθερές, είναι ότι η Δημοκρατία λειτουργεί με νόμους και κανόνες που πρέπει οι πολίτες να τηρούμε, είτε μας αρέσουν είτε όχι. Χωρίς ναι μεν αλλά, χωρίς “παραθυράκια”. Η Αστυνομία, όταν διαταράσσεται η έννομη τάξη, έχει δικαίωμα να ασκεί βία. Η βία της Αστυνομίας είναι πολλές φορές νόμιμη, των πολιτών δεν είναι.
Κανένας νοήμων άνθρωπος δεν μπορεί να βάζει στην ίδια ζυγαριά την αστυνομική βία με αυτή των πολιτών, είτε πρόκειται για την Ελλάδα, είτε για εκείνες τις… πολιτισμένες χώρες που έχουμε ως σημείο αναφοράς κάθε φορά που εξευτελίζουμε την πατρίδα μας. Ο αστυνομικός δρα επώνυμα, νόμιμα, χωρίς κουκούλα λογοδοτεί και τιμωρείται για υπέρβαση της βίας. Υπάρχει όμως και μια άλλη μορφή ήπιας βίας, που ένα κομμάτι ανεύθυνων πολιτών ασκεί εις βάρος των υπολοίπων απειλώντας ευθέως την ίδια τους την ζωή.
Μια άτυπη σύμπραξη
Πρόκειται γι’ αυτούς που στο όνομα της “δικαιολογημένης αγανάκτησης” και “ψυχικής κόπωσης”, οργανώνουν αυτές τις μέρες κορονοπάρτι, καταδικάζοντας μια ολόκληρη χώρα σε επιπρόσθετα μέτρα, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι της κοινωνίας από νομοταγείς πολίτες να απειλείται από μια άτυπη σύμπραξη “άγριας” και “δικαιολογημένης” παραβατικότητας. Κι ανάμεσά τους η Αστυνομία, σε ρόλο διελκυστίνδας, αναγκασμένη πότε να εφαρμόζει τον νόμο με τα γνωστά αποτελέσματα της Νέας Σμύρνης και πότε να στέκεται απαθής όπως στην Πάτρα και στην Ξάνθη για να μην “μπει” και πάλι στο στόχαστρο.
Σπαταλώντας δραστηριότητα, που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας που μπαίνει στα σπίτια μας από πόρτες και παράθυρα. Τόσο η οικογένεια αλλά κυρίως η Πολιτεία πρέπει αφ’ ενός να διδάξει πολιτική αγωγή στους αυριανούς πολίτες μέσα απ’ την παιδεία, αφ’ ετέρου να περιορίσει ή να καταργήσει αναχρονιστικές οχλοκρατικές εκδηλώσεις που δεν τιμούν πολίτες και Δημοκρατίες του 21ου αιώνα, όταν μέσα από το διαδίκτυο μπορούν να εκφράζονται με πολιτισμένο τρόπο προτάσεις αλλά και διαμαρτυρίες…