Πέθανε ο Αντιπτέραρχος Γεώργιος Πλειώνης ο τελευταίος εν ζωή πιλότος της πρώτης ελληνικής πολεμικής μοίρας, που συμμετείχε στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Σε ηλικία 101 ετών έφυγε από τη ζωή ο αντιπτέραρχος Γεώργιος Πλειώνης, ένα θρύλος της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς ήταν ο τελευταίος εν ζωή πιλότος της 335ης Ελληνικής Μοίρας Διώξεως. Η 335η Μοίρα έδρασε στη Μέση Ανατολή στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πήρε μέρος στη 2η μάχη του Ελ Αλαμέιν. Ο εκλιπών είχε γεννηθεί στην Κύμη Ευβοίας το 1920. Το 1939 είχε εισαχθεί στη Σχολή Αεροπορίας (μετέπειτα Σχολή Ικάρων), με την 9η σειρά ιπταμένων. Ο Β Παγκόσμιος πόλεμος τον βρήκε δευτεροετή Ίκαρο, εκπαιδευόμενο στο Τατόι, από όπου θα μεταφερθεί λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στο Άργος, μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές του, της 9ης και 10ης σειράς, για να ολοκληρώσει τον αρχικό κύκλο πτητικής εκπαίδευσης.
Τον Απρίλιο του 1941 μαζί με άλλους αεροπόρους μεταβαίνει στην αεροπορική βάση της RAF στη Χαμπανία του Ιράκ, για εκπαίδευση στα Χαρικέιν, τα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη της εποχής. Στη συνέχεια, λόγω της έκρυθμης κατάστασης εκεί θα μεταφερθεί με όλη τη μοίρα εκπαιδευομένων στη Ν. Ροδεσία.
Στις μάχες του Ελ Αλαμέιν
Τον Οκτώβριο του 1941 θα τοποθετηθεί στην 335 Μοίρα Δίωξης, την πρώτη ελληνική πολεμική μοίρα δίωξης, που δρούσε κάτω από τον επιχειρησιακό έλεγχο της RAF στη Βόρεια Αφρική, εφοδιασμένης με καταδιωκτικά Χαρικέιν. Ένα χρόνο μετά, θα πάρει μέρος στις αεροπορικές επιχειρήσεις κατά τη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν (23 Οκτωβρίου και 5 Νοεμβρίου 1942) όπου θα κυνηγήσει τον Ρόμελ “με μια κονσέρβα και μια γαλέτα”, αλλά και σε αποστολές προστασίας συμμαχικών νηοπομπών στη Μεσόγειο, όπου θα αναγκαστεί δυο φορές να εγκαταλείψει λόγω βλάβης το αεροσκάφος του, πέφτοντας με το αλεξίπτωτό του στη μανιασμένη θάλασσα.
Αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου θα βρεθεί με τις ελληνικές πολεμικές μοίρες στην Ιταλία, χτυπώντας τους Ναζί στις γιουγκοσλαβικές ακτές καθώς άρον- άρον οπισθοχωρούσαν από τα Βαλκάνια. Ύψωσε την ελληνική σημαία “πετώντας σε ξένους ουρανούς”, τη στιγμή που η χιτλερική σβάστικα μόλυνε τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.
Στις 14 Νοεμβρίου 1944, θα επιστρέψει στην απελευθερωμένη από τους Ναζί Αθήνα μαζί με την 335 Μ.Δ., και θα πάρει μέρος λίγο αργότερα στις επιχειρήσεις εναντίον των γερμανικών φρουρών σε Κρήτη και Δωδεκάνησα.
Το διάστημα 1946-1949 θα συμμετάσχει στις αεροπορικές επιχειρήσεις του Εμφυλίου, ενώ το 1951 ως επικεφαλής του 13ου Σμήνους Μεταφορών θα αναχωρήσει για την Κορέα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα μετά τον Πόλεμο της Κορέας, θα έχει συμπληρώσει συνολικά τον αριθμό-ρεκόρ των 383 πολεμικών αποστολών. Υπήρξε διοικητής στη συνέχεια μεγάλων αεροπορικών μονάδων και σχηματισμών. Για την επιχειρησιακή του δράση τιμήθηκε με δυο δωδεκάδες συμμαχικά και ελληνικά μετάλλια και παράσημα συμπεριλαμβανομένου και του Αριστείου Ανδρείας.
Στις 12 Μαΐου 1967 αποστρατεύτηκε από την χούντα των συνταγματαρχών λόγω της άρνησής του να συνεργαστεί μαζί τους με τον βαθμό του ταξιάρχου. Αποκαταστάθηκε με τον βαθμό του αντιπτεράρχου με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα.