Σεϋχέλλες lockdown – εμβόλια: Ο κορονοϊός… επέστρεψε και τρομάζει

ΚΟΣΜΟΣ

Σεϋχέλλες lockdown – εμβόλια: Ο κορονοϊός… επέστρεψε και τρομάζει

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ευτυχία Παπούλια

Σεϋχέλλες lockdown - εμβόλια: Πάνω από το 60% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί πλήρως.

07.05.2021 | 21:05

Προβληματισμό ως προς την αποτελεσματικότητα των εμβολίων εγείρει η έκρηξη κρουσμάτων στις Σεϋχέλλες, χώρα στην οποία έχει εμβολιαστεί πλήρως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατά του Covid-19, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο. Ωστόσο, πρόσφατα έθεσαν σε αναστολή την λειτουργία σχολείων και αθλητικών εκδηλώσεων για δύο εβδομάδες, καθώς τα κρούσματα αυξάνονται, σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg.

Τα μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν απαγορεύσεις του συναθροίσεων σε σπίτια και περιορισμό στην ώρα λειτουργίας των μπαρ, τίθενται σε λειτουργία ακόμη και αφού η χώρα έχει εμβολιάσει πλήρως περισσότερο από το 60% του ενήλικου πληθυσμού της με δύο δόσεις εμβολίων. Οι περιορισμοί είναι παρόμοιοι με αυτούς που επιβλήθηκαν στο τέλος του 2020.

Το κράτος στο αρχιπέλαγος του Ινδικού Ωκεανού, που έχει πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκους, εξαρτάται οικονομικά από τον τουρισμό σε μεγάλο βαθμό και ενήργησε γρήγορα για να ξεκινήσει τους εμβολιασμούς τον Ιανουάριο χρησιμοποιώντας μια δωρεά κινεζικών εμβολίων από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Μέχρι τις 12 Απριλίου, το 59% των δόσεων που χορηγήθηκαν ήταν εμβόλια Sinopharm και τα υπόλοιπα ήταν Covishield, μια έκδοση της AstraZeneca που έγινε κατόπιν άδειας στην Ινδία.

Μέχρι σήμερα, το 62,2% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί πλήρως, σύμφωνα με το Bloomberg Vaccine Tracker. Αξιωματούχοι σε συνέντευξη τύπου έδωσαν περισσότερες πληροφορίες για το τι θα μπορούσε να βρίσκεται πίσω από το νέο κύμα του ιού, εκτός από τις φήμες για τις ελλιπείς προφυλάξεις και την διασπορά σε εορτασμούς για το Πάσχα.

Επιστήμονες πάντως τόνιζαν από την αρχή της κυκλοφορίας των εμβολίων, πως τα σκευάσματα θα μειώνουν σημαντικά την πιθανότητα να αρρωστήσει κάποιος από τον κορωνοϊό, με σοβαρά ή ήπια συμπτώματα, αλλά δεν διασφαλίζουν ότι δεν θα μολυνθεί καθόλου. Αρκετοί επιστήμονες ανησυχούν από το γεγονός ότι εμβολιασμένοι -και άρα πιο ανέμελοι- άνθρωποι, οι οποίοι όμως θα είναι ασυμπτωματικοί φορείς του ιού, θα τριγυρνούν και εν αγνοία τους θα τον μεταδίδουν. Γι’ αυτό, παρά τον εμβολιασμό, συνίσταται να συνεχιστεί η χρήση μάσκας, εωσότου τουλάχιστον ξεκαθαριστεί σε ποιο βαθμό τα εμβόλια μειώνουν και τον ίδιο τον κίνδυνο μόλυνσης, κάτι που βρίσκεται υπό μελέτη.

«Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι από τη στιγμή που εμβολιάζονται, δεν θα χρειάζεται να φοράνε πια μάσκα, όμως μπορεί να είναι ακόμη μεταδοτικοί», δήλωνε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» η ανοσολόγος-λοιμωξιολόγος Μιχάλ Ταλ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια. Στις περισσότερες αναπνευστικές λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένης της Covid-19, η μύτη αποτελεί βασικό σημείο εισόδου του ιού, όπου εκεί πολλαπλασιάζεται, πυροδοτώντας την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος που παράγει αντισώματα για το βλεννογόνο ιστό της μύτης, του στόματος, των πνευμόνων και του στομάχου. Αν ο ίδιος άνθρωπος εκτεθεί για δεύτερη φορά στον κορωνοϊό, αυτά τα αντισώματα και τα σχετικά κύτταρα μνήμης, γρήγορα «φρενάρουν» τον ιό στη μύτη, προτού προλάβει να επεκταθεί αλλού στο σώμα.

Αγώνας δρόμου με έπαθλο τη… μύτη

Από την άλλη, τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού εισάγονται βαθιά στους μυς και από εκεί γρήγορα απορροφώνται στο αίμα, όπου ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα για να παράγει αντισώματα. Αυτό φαίνεται να παρέχει επαρκή προστασία στον εμβολιασμένο από το να αρρωστήσει. Μερικά αντισώματα μετά τον εμβολιασμό θα κυκλοφορούν και στο βλεννογόνο της μύτης, όπου θα παίζουν το ρόλο «φρουρού», αλλά δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο για τους επιστήμονες πόσο ταχεία ή επαρκής θα είναι η προστασία αυτή, ώστε ο κορωνοϊός να μην πολλαπλασιαστεί στη μύτη. Αν αυτό συμβεί, έστω κι αν δεν επεκταθεί στο υπόλοιπο σώμα, ο άνθρωπος θα τον μεταδίδει με ένα φτάρνισμα ή απλώς με την αναπνοή του.

«Είναι ένας αγώνας δρόμου: εξαρτάται από το αν ο ιός θα αναπαραχθεί πιο γρήγορα ή αν το ανοσοποιητικό σύστημα θα μπορέσει να τον ελέγξει ταχύτερα. Πρόκειται για ένα πραγματικά σημαντικό ερώτημα», επεσήμανε η ανοσολόγος Μάριον Πέπερ του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Exit mobile version