Κλοπή Εθνική Πινακοθήκη: Οι λεπτομέρειες που φαντάζουν απίστευτες
«Υλικό» για σενάριο κινηματογραφικής ταινίας δράσης, που πραγματεύεται το θέμα απλής, λόγω των σαθρών μέτρων ασφαλείας, αλλά, ωστόσο, αριστοτεχνικής στις λεπτομέρειές της, κλοπής πινάκων από την Εθνική Πινακοθήκη έργων του Πικάσο και του Μοντριάν. Εξιστορώντας ενώπιον των… άφωνων αστυνομικών του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ιδιοκτησίας της Ασφάλειας Αττικής, όταν τον προσήγαγαν για ανάκριση εν όψει και του προγραμματιζόμενου από τον ίδιο, ενός ακόμη από τα πολλά των τελευταίων ετών ταξίδια στην Ολλανδία, έδωσε λεπτομέρειες, που φαντάζουν απίστευτες!
Του Πέτρο Καρσιώτη
Θέτουν, επίσης, πολλά ερωτήματα για τα «αστεία» μέτρα ασφαλείας, που ίσχυαν πριν από 9,5 χρόνια, όταν και έγινε η «κλοπή του αιώνα», όπως λέγεται ίσως καθ’ υπερβολήν, στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου φυλάσσονταν και φυλάσσονται θησαυροί ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας.
«Έκανα συνεχείς επισκέψεις στην Εθνική Πινακοθήκη και απέκτησα οικειότητα με τα έργα και τον χώρο, ώσπου πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου. Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν δυο χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Για περίπου έξι μήνες πριν από την κλοπή έκανα πολλές επισκέψεις… Λόγω της ενασχόλησης μου με τις οικοδομές γνώριζα τα οικοδομικά υλικά και μπορούσα να καταλάβω πού υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και πού γυψοσανίδα.
Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου, τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες. Επίσης το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο εξάμηνο πριν από την κλοπή. Έτσι κατάφερα και απέκτησα πάρα πολύ καλή γνώση των συστημάτων ασφαλείας.
«Ήξερα πότε κάπνιζαν οι φύλακες!»
Ήξερα όλες τις συνήθειες των φυλάκων, πότε άλλαζαν βάρδια, ποιος κάπνιζε ποιος έβγαινε στον κήπο… Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός. Έτσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή». Στη συνέχεια της προανακριτικής του απολογίας και αφού έχει ισχυριστεί ότι «δεν είχε αποφασίσει ποιο έργο θα πάρει, αλλά τον ενδιέφερε «ένα, οποιοδήποτε», αναλύει στους εμβρόντητους αστυνομικούς, τις προπαρασκευαστικές ενέργειες για την κάλυψή του με μια «βόλτα στο Μοναστηράκι»… «Πήγα στο Μοναστηράκι, αγόρασα μαύρες αρβύλες, υφασμάτινα γάντια, μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, μια μαύρη κουκούλα που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και ένα μαύρο σάκο»… Λέει ότι και η επιλογή της ημέρας, έγινε «έτσι στην τύχη».
Μια νύχτα, επικύρωσε το εισιτήριό του στην αποβάθρα του Μετρό και κατέβηκε στον «Ευαγγελισμό». Με τα πόδια έφθασε στο Ναό της Τέχνης, «που είναι λάτρης», όπως υποστηρίζει. «Μπήκα στο πάρκο και πήγα σε μια ξύλινη αποθήκη που ήταν εκεί, μπήκα και άλλαξα τα ρούχα μου και κατά τις 9 το βράδυ βγήκα και πήγα προς την Πινακοθήκη…» Κατάφερε, λέει, να πηδήξει μάντρες και να ανέβει στο τοιχίο του κτηρίου. «Με τα χέρια μου προσπάθησα να ανοίξω τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Στην δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια, κατάλαβα ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τραβούσα πιο δυνατά.
Το παιχνίδι του «ποντικού» με τη «γάτα»
Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα μπιπ, το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε το φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δυο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δυο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό….. Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα καταφέρω να περάσω στο χώρο με τα εκθέματα. Μάζεψα το σάκο, πήδηξα στο εξωτερικό τοιχίο και βγήκα στο πεζοδρόμιο της Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Βάδισα λίγα μέτρα προς τα κάτω και μπήκα στην αυλή πηδώντας τον τοίχο. Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια , δίπλα σε ένα σπιτάκι και κάπνισα μερικά τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι. Είκοσι λεπτά μετά ξαναγύρισα στο ίδιο σημείο. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα, η οποία ήταν όντως ξεκλείδωτη, άκουσα το μπιπ μπήκα μέσα και την ξαναέκλεισα. Στάθηκα στον εσωτερικό διάδρομο και έστησα αυτί στην γυψοσανίδα. Μετά από λίγο άκουσα το φύλακα. Έμεινε εκεί κάποια δευτερόλεπτα τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα. Τότε αποφάσισα ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή κάνοντας τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα.
Έπεσαν οι πίνακες
Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη την στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντας την ανοιχτή. Στο χώρο ήταν κάπως σκοτεινά αλλά είχε επαρκή φωτισμό ώστε να βλέπω τι κάνω. Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος … Εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων ασκώντας πίεση άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μικροί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει… Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο τράβηξα τον σάκο … Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες.
Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού. Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη…». Το μόνο… πρόβλημα, που φαίνεται να αντιμετώπισε ήταν ότι τα έργα δεν χωρούσαν στην τσάντα του με τις… κορνίζες.
«Κλέφτης…κλέφτης… σταμάτα…»
«Έβαλα στο σάκο τους δυο πίνακες και εκείνη την ώρα άκουσα τον φύλακα να έρχεται και να φωνάζει κλέφτης- κλέφτης σταμάτα. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πως τίποτα κάνοντας τρία τέσσερα βήματα χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες. Βγήκα στο ταρατσάκι και πέρασα στο πεζοδρόμιο. Τη στιγμή εκείνη μου φαίνεται ότι κόπηκα από κάποια γυαλιά πήρα ένα χαρτί που είχε επάνω του ένα σχέδιο το οποίο ήταν έκθεμα(!) σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα στην τσέπη μου.
Βγήκα στην Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου τρέχοντας και άκουγα τον συναγερμό της Πινακοθήκης να χτυπάει και σειρήνες περιπολικών. Μπήκα στην αποθηκούλα απέναντι από το πάρκο… Οι αστυνομικοί έψαξαν το πάρκο αλλά δεν άνοιξαν την αποθήκη γιατί η πόρτα ήταν κλειστή. Βγήκα μετά από πολύ ώρα. Πήγα στη στάση του λεωφορείου. Δεν είχε πολύ αστυνομία… Ρώτησε δυο κοπέλες τι συμβαίνει και τελικά επέστρεψε σπίτι με ταξί..».
Το ομολόγησε σε Αγγλίδα αλλά τον πήρε για τρελο!
Υπάρχουν ειδικοί στο χώρο της Τέχνης, που πιστεύουν ότι επιχείρησε χωρίς επιτυχία να τους πουλήσει. Ο ίδιος το αρνείται. «Τους πίνακες δεν είχα σκοπό να τους πουλήσω ούτε έκανα ποτέ καμία τέτοια προσπάθεια. Εγώ βρισκόμουν μεταξύ Ελλάδας- Ολλανδίας και Αγγλίας. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκα σε μια κοπέλα που είχα σχέση στην Αγγλία ότι είχα τους πίνακες αλλά δεν έδωσε βάση στα λεγόμενα μου». Κάποια δημοσιεύματα, λέει, τον εφετινό Φεβρουάριο, που ασχολούνταν με το ζήτημα των πινάκων, φοβήθηκε ότι τον «ζωγράφιζαν». Στα τέλη Μαϊου, πήγε μόνος στο Πόρτο Ράφτη. Εκεί, σε ένα ρέμα και σε ένα μεγάλο και πολύ πυκνό θάμνο, έκρυψε τους πίνακες.
«Έφυγα και γύρισα μετά από μια δυο ημέρες για να ελέγξω. Πήγα στο σημείο αλλά δεν τους βρήκα. Εκείνη την στιγμή ανακουφίστηκα γιατί υπέθεσα πως κάποιος τους βρήκε, οπότε θα τους παραδώσει(!) Την ημέρα που τους άφησα με είχε δει ένας νεαρός… Σήμερα με πλησίασαν αστυνομικοί και μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω … Προσφέρθηκα αβίαστα και με ανακούφιση να βοηθήσω. Πήγαμε στο σημείο που τους έδειξα. Τελικά οι πίνακες ήταν 10 μέτρα παρακάτω από το σημείο που τους έδειχνα.
«Ζητάω επιείκια»
Όταν άκουσα τον αστυνομικό να λέει ότι βρήκαν το δέμα, κατάλαβα ότι βρέθηκαν. Ξέσπασα σε κλάματα και έπεσα στο έδαφος ευχαριστώντας τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός μου να τους επιστρέψω. Έχω μετανιώσει σκληρά. Δηλώνω την πλήρη μεταμέλεια μου. Ξέρω ότι θα τιμωρηθώ αλλά ζητώ επιείκεια»…