Σε μια πρωτοφανή κίνηση οι ηγέτες της Σερβίας, της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας συμφώνησαν να ανοίξουν τα μεταξύ τους σύνορα από την 1η Ιανουαρίου του 2023 για την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών, εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Η πρωτοβουλία ονομάστηκε εμφατικά «Ανοιχτά Βαλκάνια» ή παιγνιωδώς «Μίνι Σένγκεν». Παράλληλα εκφράστηκε η ελπίδα ότι στο μέλλον στη ζώνη των ελεύθερων μετακινήσεων θα ενταχθούν το Μαυροβούνιο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο, που πάντως δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για συμμετοχή στην εκκίνηση της διαδικασίας. Η περιφερειακή αυτή συνεργασία ακούγεται καλή στη θεωρία, ωστόσο δεν θα πρέπει να παραβλέπονται οι ιστορικές διαφορές και οι εθνοτικές εντάσεις, που όχι μόνο υπάρχουν έντονες στην περιοχή, αλλά συνιστούν ένα εκρηκτικό μείγμα ικανό να προκαλέσει πολεμική ανάφλεξη.
Παρόλα αυτά η κίνηση των Βούτσιτς, Ζάεφ και Ράμα φαίνεται πως έχει περισσότερο σημειολογικό χαρακτήρα. Συνιστά ένα μήνυμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα μέσο πίεσης για την επίσπευση της ενταξιακής τους πορείας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι δηλώσεις τους ότι «οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων δεν μπορούν να περιμένουν να επιλυθούν όλα τα εσωτερικά προβλήματα της Ε.Ε., ώστε να προχωρήσει η ένταξή τους».
Η θέση της Ευρώπης
Η Ευρώπη από την πλευρά της δεν φαίνεται να πτοείται από τέτοιου είδους σκερτσόζικες αντιδράσεις. Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι η πορεία υλοποίησης από τις τρεις υποψήφιες χώρες των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων, για τις οποίες έχουν δεσμευθεί, ώστε να ενταχθούν το συντομότερο δυνατό στην Ενωμένη Ευρώπη. Τα περί «αποτυχίας» της Ε.Ε. να ξεκινήσει σε ορισμένη ημερομηνία ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, «λόγω εσωτερικών προβλημάτων της Ε.Ε.», που εκστομίσθηκαν με το πέρας των υπογραφών, είναι η μισή μόνο αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι όσο κι αν -για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους- η Ευρώπη επιθυμεί τη συγκατοίκηση, οι κοινωνίες των συγκεκριμένων χωρών με ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών τους απέχουν πολύ από το να ταιριάξουν με το ευρωπαϊκό modus vivendi.