Συγκινεί η φωτογραφία με τον Μίκη Θεοδωράκη και τη σύζυγο του, Μυρτώ Αλτίνογλου που κοινοποίησε φίλος της οικογένειας Θεοδωράκη. Το στιγμιότυπο τραβήχτηκε πριν από περίπου έναν μήνα. O Μίκης Θεοδωράκης με τη γυναίκα της ζωής του, τη Μυρτώ απεικονίζονται στο δωμάτιο όπου ξεκουραζόταν. Η κατάσταση της υγείας του Μίκη Θεοδωράκη ήταν τότε εύθραυστη και κρινόταν σταθερή. Όπως γράφει σε ανάρτησή του ο φίλος της οικογένειας Θοδωρής Σεργιάδης Μυρτώ βρέθηκε στο δωμάτιο όπως συνέβαινε πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όπως φαίνεται η αγάπη τους δεν έσβησε ποτέ. ο Μίκης Θεοδωράκης της χάιδευε τρυφερά το χέρι και εκείνη του κρατούσε συντροφιά.
Η Μυρτώ Αλτίνογλου γεννήθηκε το 1927. Ο προσωπικός φίλος του Μίκη Θεοδωράκη, Βύρων Σάμιος, έχει περιγράψει ως εξής τη γνωριμία του με τον μουσικοσυνθέτη, έξω από το σπίτι της Μυρτώς στη Νέα Σμύρνη το φθινόπωρο του 1943, στη διάρκεια της Κατοχής: «Προχωρημένο απόγευμα. Σε λίγο η παρέα θα ‘πρεπε να κλειστεί στα σπίτια της. Όταν έφτασα συζητούσαν για το τι θα γίνει με το πανεπιστήμιο, αν θα μας δεχτεί χωρίς ή με εξετάσεις. Πλησιάζω τη Μυρτώ, δίπλα της υπάρχει μια καινούρια παρουσία, ένα ψηλό, λεπτό αγόρι με πλούσια σγουρά μαλλιά. Ο ψηλός με χαιρετά. Η παρουσία του φίλου πρέπει να ερευνηθεί, γι’ αυτό και τον ρωτώ: “Και συ για την Ιατρική;”. “Όχι”, μου απαντά και συνεχίζει: “Ο πατέρας μου θέλει να μπω στη Νομική, εγώ όμως σκοπεύω να ασχοληθώ με τη μουσική”. Το είπε με κοφτό, αποφασιστικό τόνο που δήλωνε την αμετάκλητη απόφασή του, κι άσε τον πατέρα του να λέει, παρόλο που ο Μίκης τον υπεραγαπούσε τον Γιώργο Θεοδωράκη».
«Μουσικός; Άδειο πιάτο!»
Ο πατέρας της Μυρτώς, Ηλίας Αλτίνογλου, ήταν καθηγητής και πρόσφυγας από τη Σμύρνη. Όπως αφηγήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης στον Βύρωνα Σάμιο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του τελευταίου, ο άντρας που έμελλε να γίνει ο πεθερός του ήταν αυστηρών αρχών και κάποτε, βλέποντας την κόρη του, παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις επτά, να επιστρέφει σπίτι της στο παραπέντε, ανησύχησε και τη ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνη ομολόγησε τη φιλία της με τον Μίκη, σπεύδοντας να διευκρινίσει ότι έχει «καλό σκοπό».
Όταν όμως το κορίτσι πρόσθεσε ότι ο φίλος της σκόπευε να γίνει «μουσικός», ο πατέρας της απάντησε, με απογοήτευση: «Μουσικός; Άδειο πιάτο!». Τα τραγούδια του κύκλου «Έρως και Θάνατος», που ο Θεοδωράκης έγραψε σε δύο διαφορετικές περιόδους, τα αφιέρωσε στη Μυρτώ. Το 1945 έγραψε τη μουσική και τους στίχους από το πρώτο τραγούδι «Της αγάπης λόγια», ενώ την περίμενε σε ραντεβού στη Νέα Σμύρνη, και λίγες ημέρες αργότερα το «Αν γυρεύεις λόγια», πάλι σε στίχους δικούς του. Τρία χρόνια αργότερα, το 1948, εξόριστος στη Δάφνη της Ικαρίας, μελοποίησε τη «Λήθη» και το «Έρως και Θάνατος» σε ποίηση Λορέντζου Μαβίλη.
«Ξυπόλητο τάγμα»
Μόλις ο Μίκης Θεοδωράκης εισέπραξε την προκαταβολή από την ταινία «Ξυπόλητο τάγμα», 5.000 δραχμές, παντρεύτηκε την αγαπημένη του. Το ξεκίνημα της κοινής ζωής τους έμοιαζε, πράγματι, δύσκολο από άποψη βιοπορισμού, αλλά γεμάτο συναισθηματικές και δημιουργικές επιβραβεύσεις.
Όπως είχε πει ο ίδιος ο μουσικοσυνθέτης για εκείνη την εποχή: «Έως τότε ζούσαμε μαζί με τον αδερφό μου τον Γιάννη και τον Μιχάλη Κατσαρό, πρώτα στο Χαλάνδρι και μετά στην οδό Κορυζή στου Μακρυγιάννη. Τα έσοδά μου ήταν πολύ χαμηλά. Πενήντα δραχμές για κάθε κομμάτι (κυρίως μουσική κριτική) από τις εφημερίδες “Αυγή” και “Δημοκρατική Αλλαγή”. Άλλα τόσα μου έδινε η “Θεία Λένα” για κάθε παιδικό τραγούδι που έγραφα.
Έπαιζα επίσης σαν έκτακτος μουσικός στη συμφωνική της ΕΡΤ (όταν είχε δουλειά για μένα) και στο Βασιλικό Θέατρο. Έκανα αντίγραφα μουσικής (τρεις δραχμές τη σελίδα), ενορχηστρώσεις, όπως λ.χ. της μουσικής του Χατζιδάκι για το “Όνειρο Θερινής Νυκτός” για το Βασιλικό Θέατρο και μουσικές επενδύσεις για ραδιοφωνικά σκετς… Εντούτοις δεν χάναμε το κέφι μας. Κάθε πρωί χορεύαμε σε ρυθμό σουίνγκ το “Άλαλα τα χείλη των ασεβών” για να μην ξεχνάμε την ένδοξη βυζαντινή μας καταγωγή, και μετά βγαίναμε στους δρόμους για κανένα μεροκάματο».
«Κάθε πρωί χορεύαμε σε ρυθμό σουίνγκ το “Άλαλα τα χείλη των ασεβών” για να μην ξεχνάμε την ένδοξη βυζαντινή μας καταγωγή, και μετά βγαίναμε στους δρόμους για κανένα μεροκάματο».
Το 1954 έφυγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου η Μυρτώ εργάστηκε ως γιατρός ενώ εκείνος άρχισε σπουδές στο Conservatoire. «Όταν βρέθηκα στο Παρίσι νοίκιασα ένα πιάνο, αγοράσαμε για δέκα φράγκα ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι από τη Sale Drouot (πλειστηριασμό), μια ιταλική καφετιέρα, μπόλικο χαρτί μουσικής και σινική μελάνη και στρώθηκα στη δουλειά. Καθαρόγραψα την “Πρώτη Συμφωνία” και μετά, ξεκινώντας να κάνω το ίδιο με το “Πανηγύρι της Ασηγονίας”, μετά τη δεύτερη σελίδα βαρέθηκα να αντιγράψω τα ίδια και τα ίδια».
«Πολυαγαπημένη μου Μυρτώ»
Το ζευγάρι επέστρεψε στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60 στην Ελλάδα, όταν άρχισε για τον Μίκη Θεοδωράκη μια εξαιρετικά γόνιμη περίοδος ανάδειξης της ελληνικής ποίησης μέσα από τη μελοποίηση κορυφαίων εκπροσώπων της όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Γκάτσος.
Δεν ήταν όμως μόνο η μουσική του που έγραψε ιστορία, αλλά και η αγάπη του με τη Μυρτώ, η οποία φωτίστηκε από ένα βιβλίο, το «Πολυαγαπημένη μου Μυρτώ» της Μαργαρίτας Ισηγόνη (εκδ. Λιβάνη, 2006), μια συλλογή της νεανικής, ερωτικής αλληλογραφίας τους. Σε αυτό, ο Μίκης Θεοδωράκης έγραφε για το κορίτσι του και για το «γλυκό χαμόγελο, τα παιδιάστικα μάτια με τις αιφνίδιες λάμψεις… με τη μεγαλύτερη φινέτσα και χάρη…».
«Ελπίζω πια αυτός να είναι ο τελευταίος μας χωρισμός και πως, όταν συναντηθούμε, θα παντρευτούμε! Όλες οι μέρες μου περνούν με τη σκέψη τη δική σου. Όλες τις νύχτες είμαστε πάντα μαζί!».
Όπως της εξομολογείτο σε μια περίοδο που είχαν περάσει χώρια,
«Δεν μπορώ πια να ζήσω μακριά σου. Η μόνη παρηγοριά είναι το γράμμα σου. Η έγνοια μήπως σου συμβαίνει τίποτα με σκοτώνει… Κάθε στιγμή σε θυμάμαι και ανησυχώ. (…) Ελπίζω πια αυτός να είναι ο τελευταίος μας χωρισμός και πως, όταν συναντηθούμε, θα παντρευτούμε! Όλες οι μέρες μου περνούν με τη σκέψη τη δική σου. Όλες τις νύχτες είμαστε πάντα μαζί! Δε συλλογίζομαι τίποτε άλλο παρά πότε θα γυρίσεις. Τότε μόνο θ’ αρχίσω πάλι να ζω πραγματικά. Μη με ξεχνάς· θέλω να ’σαι σίγουρος για μένα και να με θυμάσαι όπως και εγώ».