Ταλιμπάν - ξυλοδαρμός δημοσιογράφων: Σε φωτογραφίες και βίντεο που δημοσιοποιήθηκαν, τα σώματα των δύο ρεπόρτερ είναι γεμάτα μεγάλες μελανιές
Το κύμα βίαιων επιθέσεων των Ταλιμπάν σε Αφγανούς δημοσιογράφους προκαλεί ολοένα μεγαλύτερη ανησυχία για την ελευθερία του Τύπου στο Αφγανιστάν. Σε φωτογραφίες και βίντεο που δημοσιοποιήθηκαν, τα σώματα των δύο ρεπόρτερ είναι γεμάτα μεγάλες μελανιές, ενώ και στο πρόσωπο έχουν σημάδια της άγριας βάναυσης μεταχείρισης που κατήγγειλαν. «Πέντε συνάδελφοι έμειναν σε κέντρο κράτησης για πάνω από 4 ώρες, κατά τις οποίες δύο συνάδελφοί μας ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν βάναυσα», δήλωσε στο Reuters Zaki Daryabi, ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Etilaat Roz.
Όταν αφέθηκαν ελεύθεροι, οι δύο δημοσιογράφοι μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο και οι γιατροί τους συνέστησαν να ξεκουραστούν για δύο εβδομάδες, συμπλήρωσε ο Daryabi.
https://twitter.com/yamphoto/status/1435738713452158979?ref_src=twsrc%5Etfw%7Ctwcamp%5Etweetembed%7Ctwterm%5E1435738713452158979%7Ctwgr%5E%7Ctwcon%5Es1_&ref_url=https%3A%2F%2Fwww.in.gr%2F2021%2F09%2F10%2Fworld%2Fafganistan-oi-talimpan-synelavan-kai-ksylokopisan-agria-dimosiografous%2F
«Μας χτυπούσαν 7-8 άνθρωποι»
Ο Taqi Daryabi, ένας από τους δύο δημοσιογράφους, δήλωσε ότι επτά ή οχτώ άνθρωποι τους χτυπούσαν για περίπου 10 λεπτά. «Σήκωναν γκλομπ και μας χτυπούσαν με όλη τους τη δύναμη. Αφού μας χτύπησαν, είδαν ότι είχαμε λιποθυμήσει. Μας κλείδωσαν σε ένα κελί μαζί με άλλους», δήλωσε στο Reuters.
«Είσαι τυχερός που δεν αποκεφαλίστηκες»
Ο φωτορεπόρτερ της ίδιας εφημερίδας, Nematullah Naqdi, δήλωσε στον Guardian ότι τους μετέφεραν σε αστυνομικό τμήμα της πρωτεύουσας, όπου τους χτύπησαν με γροθιές και γκλομπ, ηλεκτρικά καλώδια και μαστίγια, αφού τους κατηγόρησαν ότι διοργάνωσαν τη διαμαρτυρία που κάλυπταν. «Ένας από τους Ταλιμπάν έβαλε το πόδι του στο κεφάλι μου και έσπρωξε το πρόσωπό μου στο τσιμέντο. Με κλώτσησαν στο κεφάλι… πίστευα ότι θα με σκοτώσουν», δήλωσε ο Naqdi.
Περιέγραψε ότι ένας μαχητής των Ταλιμπάν πλησίασε τον ίδιο και τον συνάδελφό του μόλις άρχισε να βγάζει φωτογραφίες της διαδήλωσης. «Μου είπαν “Δεν μπορείς να βιντεοσκοπήσεις”», δήλωσε. «Συνέλαβαν όλους εκείνους που βιντεοσκοπούσαν και πήραν τα κινητά τους», πρόσθεσε. «Οι Ταλιμπάν άρχισαν να με προσβάλουν, να με κλωτσάνε», συνέχισε και πρόσθεσε ότι τον κατηγόρησαν πως ήταν ο διοργανωτής της κινητοποίησης. Όταν ρώτησε γιατί τον χτυπούσαν, του απάντησαν απλά: «Είσαι τυχερός που δεν αποκεφαλίστηκες».
«Η ελευθερία του Τύπου τελείωσε»
Η καταγγελία για τον άγριο ξυλοδαρμό των δύο δημοσιογράφων εντείνει την ανησυχία που είχαν ήδη προκαλέσει το τελευταίο διάστημα οι επιθέσεις σε βάρος εκπροσώπων του Τύπου στο Αφγανιστάν. Μόλις μέσα σε δύο ημέρες αυτή την εβδομάδα οι Ταλιμπάν συνέλαβαν και αργότερα άφησαν ελεύθερους τουλάχιστον 14 δημοσιογράφους που κάλυπταν τις διαδηλώσεις στην Καμπούλ. Τουλάχιστον οι 6 από αυτούς υπέστησαν βία κατά τη διάρκεια της σύλληψης ή της κράτησής τους, σύμφωνα με την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CPJ).
Άλλους δημοσιογράφους- ανάμεσά τους και κάποιοι που εργάζονται για το BBC- τους εμπόδισαν να βιντεοσκοπήσουν τη διαμαρτυρία που έγινε την Τετάρτη. «Οι Ταλιμπάν απέδειξαν γρήγορα ότι δεν έχουν καμία αξία οι αρχικές υποσχέσεις τους ότι θα επιτρέψουν στα ανεξάρτητα ΜΜΕ του Αφγανιστάν να συνεχίσουν να λειτουργούν με ελευθερία και ασφάλεια», δήλωσε ο Στίβεν Μπάτλερ, συντονιστής προγράμματος της CPJ για την Ασία.
«Καλούμε τους Ταλιμπάν να τηρήσουν αυτές οι υποσχέσεις, να σταματήσουν να ξυλοκοπούν και να συλλαμβάνουν δημοσιογράφους που κάνουν τη δουλειά τους και να επιτρέψουν στα ΜΜΕ να δουλέψουν ελεύθερα, χωρίς τον φόβο για αντίποινα», συμπλήρωσε.
Το ίδιο αίτημα εξέφρασε και η Πατρίσια Γκόσμαν, αναπληρώτρια διευθύντρια του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την Ασία. «Οι αρχές των Ταλιμπάν υποστήριξαν ότι θα επιτρέψουν στα ΜΜΕ να λειτουργούν με την προϋπόθεση ότι “σέβονται τις ισλαμικές αξίες”, αλλά ολοένα περισσότερο εμποδίζουν τους δημοσιογράφους να καταγράψουν τις διαδηλώσεις. Οι Ταλιμπάν πρέπει να διασφαλίσουν ότι όλοι οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς βίαιους περιορισμούς ή τον φόβο για αντίποινα», τόνισε.