Η ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», είναι ελληνική κωμωδία παραγωγής Φίνος Φιλμ του 1960 σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου, με πρωταγωνιστές τους Ντίνο Ηλιόπουλο και Κώστα Χατζηχρήστο. Γυρίστηκε στα τέλη του 1959 και έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 2 Φεβρουαρίου του 1960. Έκοψε 59.436 εισιτήρια. Ήρθε στην 12η θέση σε 52 ταινίες. Σύμφωνα με το σενάριο, δύο καλόκαρδοι, δειλοί και αθώοι άνθρωποι από την επαρχία, ο Στέλιος Κοντογιώργης και ο Θωμάς Μακρυκώστας, βρίσκονται στην Αθήνα εξαιτίας μιας μακρόχρονης βεντέτας που χωρίζει τις δυο οικογένειες από πολύ παλιά – τόσο παλιά που κανείς δεν θυμάται πώς ξεκίνησε. Οι συγγενείς τους, λόγω ενός επεισοδίου στο χωριό, ρίχνουν λάδι στην φωτιά, προκαλώντας τόσο τον φόβο όσο και την οργή τους. Οι δύο άντρες, στη προσπάθειά τους να κρυφτούν, συναντώνται, χωρίς όμως να γνωρίζει ο ένας τον άλλον.
Η ταινία ήταν η κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής παράστασης που είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Αρχικά το επιτελείο της Φίνος Φιλμ προόριζε τον έναν από τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους για τον Δημήτρη Χορν. Ο άλλος ρόλος δόθηκε στον Κώστα Χατζηχρήστο και όλοι ήταν έτοιμοι για να αρχίσουν τα γυρίσματα. Ο Χορν, όμως συνεχώς το ανέβαλε, μέχρι που τελικά αντικαταστάθηκε από τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Την περίοδο εκείνη ο ηθοποιός ήθελε να πρωταγωνιστήσει σε κάποιο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη κι έτσι δεν έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες». Ο Ντίνος Ηλιόπουλος που πήρε τη θέση του είχε παίξει και στη θεατρική εκδοχή του έργου.
Η πτώση από πολυκατοικία
Στον κινηματογράφο όμως οι σκηνές έπρεπε να γίνουν πιο θεαματικές. Σύμφωνα με το σενάριο, κάποια στιγμή οι δυο πρωταγωνιστές βρίσκονται κυνηγημένοι και προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του άντρα που τους καταδιώκει, πηδάνε στο κενό από τον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Η σκηνή που βλέπουμε μέχρι σήμερα, είναι απόλυτη αληθινή και γυρίστηκε χωρίς κασκαντέρ.
Την ιστορία περιγράφει ο επί χρόνια φροντιστής της εταιρείας Φίνος Φιλμ, Παντελής Παλιεράκης:
«Ο Ηλιόπουλος με τον Χατζηχρήστο, που δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι θα πει να πηδάς από τόσο ψηλά, διασκέδαζαν με την ιδέα ότι θα κάνουν κάτι τέτοιο. Στον τόπο του γυρίσματος, σε έναν δρόμο πίσω από το Πολυτεχνείο, είχε μαζευτεί κόσμος πολύς για να παρακολουθήσει αυτό το πραγματικά επικίνδυνο γύρισμα και πολλοί δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ για να απαθανατίσουν το γεγονός. Είχε έρθει και η πυροσβεστική για να βοηθήσει μιας και οι δύο ηθοποιοί όπως ήταν φυσικό, δεν θα έπεφταν στο έδαφος, αλλά πάνω σε εκείνο το μουσαμά που χρησιμοποιούσαν οι πυροσβέστες σε περίπτωση διάσωσης των εγκλωβισμένων σε φλεγόμενο σπίτι.
Και έφτασε η μεγάλη στιγμή για να αρχίσει το γύρισμα. Άντε όμως να πείσεις τον Χατζηχρήστο και τον Ηλιόπουλο να πηδήξουν, που μόλις ανέβηκαν στο μπαλκόνι κι έριξαν τη ματιά τους κάτω, τους έπιασε ίλιγγος. «Κώστα τι πάμε να κάνουμε; Κι εσύ κι εγώ έχουμε παιδιά», είπε ο Ηλιόπουλος. Εμένα η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την αγωνία και τον φόβο μήπως συμβεί τίποτα κακό. Αλλά εκεί που είχαμε φτάσει δεν γινόταν να κάνουμε πίσω. «Κοιτάξτε παιδιά, θα πέσετε γιατί αν δεν πέσετε, θα σας γιουχάρουνε από κάτω. Θα γίνετε ρεζίλι», τους είπα. «Έτοιμοι, πάμε» φώναξε ο Σακελλάριος. Κάποια στιγμή πήρε την απόφαση ο Χατζηχρήστος και πήδηξε πρώτος.
Τον ακολούθησε ο Ηλιόπουλος και το γύρισμα έγινε, όχι από ηρωισμό, αλλά από τον φόβο τους μην τους γιουχάρουν.
Ήταν ένα γύρισμα χωρίς επανάληψη φυσικά μιας και τέτοιο «σάλτο μορτάλε» έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου και μάλλον και τελευταία.
Η σκηνή, για τον φόβο των Ιουδαίων, γυρίστηκε ταυτόχρονα, από τέσσερις μηχανές!»