Από την ίδρυσή της το 1949 μέχρι και τα τέλη του 1978, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν μια σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, χωρίς ιδιωτικές επιχειρήσεις ή καπιταλισμό. Η σύγχρονη Κίνα χαρακτηρίζεται κυρίως ως μια οικονομία της αγοράς που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία ακινήτων. Το εξωτερικό εμπόριο χαρακτηρίζεται ως ένα σημαντικό μέσο ανάπτυξης, που οδηγεί στη δημιουργία των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ), πρώτα στο Σενζέν και στη συνέχεια σε άλλες πόλεις της Κίνας. Η Κίνα παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας στον κόσμο για έντεκα συνεχόμενα χρόνια, όπως ανακοίνωσε χθες, το υπουργείο Εμπορίου (MOC). Στην περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου, η Κίνα εισήγαγε αγαθά οικονομικής αξίας περίπου 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, με ετήσια αύξηση 32,6%, όπως δήλωσε η εκπρόσωπος του ίδιου υπουργείου, Σου Τζουετίνγκ στη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου.
Για το πρώτο εξάμηνο του χρόνου, οι κινεζικές εισαγωγές αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 12% των συνολικών παγκόσμιων εισαγωγών, ενώ η Κίνα συμμετείχε σε ποσοστό 15% στην αύξηση των εισαγωγών σε παγκόσμιο επίπεδο κατά την ίδια περίοδο, δήλωσε η Σου επικαλούμενη τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Το Πεκίνο θα προωθήσει το υψηλού επιπέδου άνοιγμα της οικονομίας του, την αύξηση των εισαγωγών, αλλά και θα μετατρέψει την εσωτερική κινεζική αγορά, σε μία παγκόσμια αγορά, μία αγορά ανοιχτή για όλους, αλλά και προσβάσιμη σε όλους, σύμφωνα με την ίδια εκπρόσωπο. Η Κίνα θα βελτιώνει συνεχώς, την φιλελευθεροποίηση του εμπορίου της, αλλά και την λειτουργικότητα και την προοπτική του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της, για την προώθηση της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης, επεσήμανε η Σου.