Κρούσματα μέτρα Νοέμβριος: Στο Μέγαρο Μαξίμου αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα ότι η προσπάθεια που γίνεται για να πειστούν όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν κινείται σε «ρηχά νερά».
Οι ειδικοί προειδοποιούσαν εδώ και καιρό ότι η πανδημία δεν έχει τελειώσει και ότι μπροστά μας υπάρχουν ακόμη κύματα, τα οποία μπορεί να είναι και δύσκολα και να οδηγήσουν και σε αύξηση των κρουσμάτων, αλλά και σε μεγάλη πίεση το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η κυβέρνηση άκουσε τους ειδικούς, αλλά άκουσε ταυτόχρονα και τις εκκλήσεις της οικονομίας και πήρε την απόφαση να μην επιτρέψει ξανά το «κλείσιμό» της, δηλαδή να μην υπάρξει ξανά lockdown. Ωστόσο, με αυτήν την απόφαση η κοινωνία πήρε και μερικά λάθος μηνύματα, όπως ότι σχεδόν τελειώσαμε με την πανδημία ή ότι οι έλεγχοι χαλαρώνουν ή ακόμη και το γεγονός ότι ο αριθμός των εμβολιασμένων αρκεί για να συνεχίσουμε τις ζωές μας και να επιστρέψουμε στην κανονικότητα.
Και έτσι οδηγηθήκαμε στην σημερινή κατάσταση, με τα κρούσματα να ανεβαίνουν επικίνδυνα, όπως και οι αριθμοί των διασωληνωμένων και των νεκρών, αλλά και με το σύστημα Υγείας να δοκιμάζεται για ακόμη μια φορά. Η κυβέρνηση, κατανοώντας πλήρως την σοβαρότητα της κατάστασης, προχώρησε στην λήψη περιοριστικών μέτρων, που αφορούν στους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας. Και μπορεί αυτή η κίνηση να χαρακτηρίζεται από την αντιπολίτευση ως ομολογία αποτυχίας διαχείρισης της πανδημίας, ωστόσο είναι το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει ώστε να αποφύγουμε ακραίες καταστάσεις, που θα οδηγούσαν στην λήψη ακραίων και οριζόντιων μέτρων.
Σε «ρηχά νερά»
Στο Μέγαρο Μαξίμου έγιναν αρκετές συσκέψεις με τους λοιμωξιολόγους και αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα ότι η προσπάθεια που γίνεται για να πειστούν όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν κινείται σε «ρηχά νερά». Επίσης, αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα ότι και το εμβολιαστικό πρόγραμμα κινείται επίσης στα ίδια «ρηχά νερά» και επομένως έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος να αντιμετωπιστεί η έξαρση της πανδημίας. Την ίδια ώρα εμφανίστηκαν και δημοσκοπικές μετρήσεις, που κατέδειξαν ότι ένα ποσοστό πάνω από το 50% όσων είναι ανεμβολίαστοι δεν έχουν επιθυμία ή δεν θα τους πείσει κανείς να εμβολιαστούν. Ποιός τρόπος επιλέχθηκε τελικά; Επιλέχθηκε να υπάρξει στοχοπροσήλωση στην διεξαγωγή της τρίτης δόσης για όσους έχουν ήδη εμβολιαστεί με τις δύο πρώτες, αλλά και αυστηρή τήρηση των τελευταίων μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση για τους ανεμβολίαστους.
Κανείς δεν περισσεύει
Στην προσπάθεια αυτή δεν περισσεύει βέβαια κανείς, γι’ αυτόν τον λόγο ο πρωθυπουργός φρόντισε την επόμενη κιόλας ημέρα από την ανακοίνωση των νέων μέτρων να θέσει όλους προ των ευθυνών τους, δηλαδή και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τους επαγγελματίες και την Εκκλησία και τους ίδιους τους πολίτες. Στην κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν η πανδημία ξεφύγει από τα ελεγχόμενα πλαίσια, αυτό θα σημαίνει αυτομάτως λήψη οριζόντιων μέτρων, που σε αυτήν την χρονική συγκυρία θα αποτελέσει καταστροφή τόσο για την οικονομία, όσο και για την κοινωνική συνοχή.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η κυβέρνηση θα έχει μεγάλες απώλειες τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε οικονομικό, ενώ θα διαταραχτεί σε μεγάλο βαθμό και η εμπιστοσύνη που της δείχνουν οι πολίτες. Και αυτή η διαταραχή δεν αφορά βέβαια τους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας, αλλά κυρίως τους εμβολιασμένους, που βλέπουν ότι δεν μπορούν να πάρουν πίσω τις ζωές και την καθημερινότητά τους, γιατί η κυβέρνηση αδυνατεί να πείσει μια μεγάλη μερίδα των πολιτών να εμβολιαστεί.
Έλεγχοι και επέκταση της υποχρεωτικότητας
Γι’ αυτούς τους λόγους στην κυβέρνηση έχουν αποφασίσει να αυστηροποιηθούν στον μέγιστο βαθμό οι έλεγχοι σε όλες τις δραστηριότητες των πολιτών, ενώ θα εξεταστεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και η επέκταση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε ομάδες εργαζομένων που έρχονται σε επαφή με πολύ κόσμο. Την ίδια ώρα κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι η πίεση που ασκείται τους ανεμβολίαστους και η απαγόρευση ορισμένων δραστηριοτήτων που τους επιτρέπονταν μέχρι πρότινος, θα τους οδηγήσουν στον εμβολιασμό. Η μάχη αυτή είναι πολύ κρίσιμη και πολυεπίπεδη και στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι πρέπει να κερδηθεί, αλλιώς η χώρα θα αντιμετωπίσει και κοινωνικά και οικονομικά δυσεπίλυτα προβλήματα.