Διεύθυνση Αλλοδαπών, Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ένωσαν τις δυνάμεις τους και έφεραν στο φως και ενώπιον του εισαγγελέα μέλη ενός από τα μεγαλύτερα κυκλώματα διακίνησης παράτυπων μεταναστών από τη χώρα μας στην Ευρώπη. Και αυτή η εγκληματική οργάνωση, που αποτελείτο κυρίως από Ιρακινούς και είχε στην κατοχή της πάνω από 900 ταξιδιωτικά έγγραφα Ευρωπαίων πολιτών-απωλεσθέντα ή κλεμμένα- εφάρμοζε το «σύστημα του σωσία». Κοιτούσαν δηλαδή στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές όπου είχαν καταχωρημένα τα έγγραφα, με ποιον από τους εικονιζόμενους, ανύποπτους Ευρωπαίους πολίτες, έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο ο εκάστοτε «πελάτης».
γράφει ο Πέτρος Καρσιώτης
Με μακιγιάζ και επεμβάσεις στην κόμμωση και γενικά στην εμφάνιση τον παρουσίαζαν ως τον Ευρωπαίο πραγματικό κάτοχο του ταξιδιωτικού εγγράφου, έτοιμο να ταξιδέψει στη χώρα της αρεσκείας του. Για όλα αυτά το κύκλωμα εισέπρατε ποσά από 300 έως 1.200 ευρώ, ανάλογα με τη χώρα προορισμού και τις «δυσκολίες» που συναντούσε το κύκλωμα. Οι πρώτες πληροφορίες για τη δράση του κυκλώματος είχαν αποδέκτες την ΕΥΠ και την Αντιτρομοκρατική. Μετά από πρώτη έρευνα η Αντιτρομοκρατική δεν διαπίστωσε δικό της «ενδιαφέρον» στην υπόθεση και το όλο θέμα πέρασε στο Τμήμα Διαχείρησης μετανάστευσης της Διεύθυνσης Αλλοδαπών. Σε επιχείρηση, στο κέντρο της Αθήνας, συνελήφθησαν δύο αλλοδαποί, ως βασικά μέλη του κυκλώματος, ενώ ναζητούνται άλλοι δύο.
Προμήθεια «χονδρική»
«Τα μέλη της οργάνωσης», ανακοίνωσε η Αστυνομία «για την επίτευξη του σκοπού τους, είχαν μεταξύ τους διακριτούς ρόλους με τους δύο συλληφθέντες να έχουν αναλάβει τη συλλογή, απόκρυψη και εμπορία των ταξιδιωτικών εγγράφων. Αρχικά εξασφάλιζαν μεγάλη ποσότητα τέτοιων εγγράφων και στη συνέχεια τα διέθεταν σε άλλα δίκτυα διακίνησης μεταναστών σε ποσότητες χονδρικής. Μάλιστα, για την πραγματοποίηση της εγκληματικής τους δράσης, χρησιμοποιούσαν την μέθοδο «lookalike», η οποία συνήθως παρατηρείται στις παράνομες προωθήσεις μεταναστών αεροπορικά.
Συγκεκριμένα, «δειγμάτιζαν» τα προς πώληση έγγραφα σε υποψήφιους αγοραστές, μέσω ηλεκτρονικής διακίνησης, ώστε να πραγματοποιείται σύγκριση των εικονιζόμενων προσώπων με τους υπό προώθηση μετανάστες και να επιλέγονται τα κατάλληλα έγγραφα. Η τιμή κάθε εγγράφου κυμαινόταν από 300 έως 1.200 ευρώ, ανάλογα με το είδος του και τη χώρα προέλευσης. Στο πλαίσιο των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν εντοπίστηκαν σε οικία περισσότερα από 900 ταξιδιωτικά κ.λπ. έγγραφα προερχόμενα κυρίως από διάφορες ευρωπαϊκές και τρίτες χώρες. Η αξία των κατασχεθέντων εκτιμάται ότι υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι, από τα ανωτέρω κατασχεθέντα έγγραφα, 216 δελτία ταυτότητας, 50 διαβατήρια, 8 άδειες ικανότητας οδήγησης και 4 άδειες διαμονής έχουν δηλωθεί ως κλαπέντα – απολεσθέντα έντυπα, τα οποία στην πλειοψηφία τους προέρχονται από άλλες ευρωπαϊκές, κυρίως.