Γκρίνια και δυσθυμία προκάλεσε στον ΣΥΡΙΖΑ εκτενές άρθρο του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς, Σωτήρη Βαλντέν, μέσω του οποίου ασκείται κριτική στην ακολουθούμενη πολιτική του κόμματος. Με το κείμενό του ο Σωτήρης Βαλντέν διαφοροποιείται σε μείζονα ζητήματα με τους χειρισμούς της ηγεσίας του κόμματος. Στο άρθρο του με τίτλο “ΣΥΡΙΖΑ: Ας πολιτικοποιήσουμε το συνέδριο” το οποίο δημοσιεύτηκε στην “Εποχή” αναφέρεται στη δομική αντιπολίτευση, την πανδημία, την εξωτερική πολιτική, το προσφυγικό, τη διεύρυνση το κόμματος και τις συμμαχίες, την κυβερνητική πρόταση, την εσωτερική δημοκρατία.
Συγκεκριμένα αναφέρεται στον τρόπο που ασκεί “δομική” αντιπολίτευση ο Τσίπρας, η οποία, όπως γράφει, “υποβαθμίζει το επίπεδο της Δημοκρατίας, συσκοτίζει τα ζητήματα και επενδύει στο θυμικό”. Δεν νομίζω, συνεχίζει, “ότι οι πολίτες ξυπνούν και κοιμούνται με την πεποίθηση ότι ζούμε περίπου σε δικτατορία” για να προσθέσει ότι “χρειάζονται επιχειρήματα όχι κραυγές”. Ιδίως στην περίοδο της πανδημίας όπου επιβάλλεται “εθνική ενότητα” και όπου η Ελλάδα “δεν αποτελεί συνολικά το μαύρο πρόβατο: αλλού πήγε καλά, αλλού μέτρια και αλλού κακά- όπως δηλαδή και οι περισσότερες άλλες χώρες”.
Και καταλήγει επισημαίνοντας τις αντιφάσεις,
Σήμερα να καταγγέλλεται “ορθά η υπερβολική χαλάρωση” ενώ πέρυσι ο ΣΥΡΙΖΑ “τασσόταν κατά των μέτρων” ή να στηρίζει τα εμβόλια όταν επί μήνες ο Πολάκης “αλώνιζε ανενόχλητος εναντίον τους κλείνοντας το μάτι στους ψεκασμένους”. Όμως ο Βαλντέν πάει ακόμα πιο πέρα αμφισβητώντας την ίδια την “αριστερή” φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ ως ξεχωριστής δύναμης και σε αντιπαράθεση με την σοσιαλδημοκρατία. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, σημειώνει, “δεν υπάρχουν πλέον Σινικά τείχη ανάμεσα στους δύο χώρους” ενώ οι θέσεις των “αριστερών σοσιαλδημοκρατών είναι συχνά πιο προχωρημένες από τις δικές μας”. Αντίστροφα “ο πασοκικός εθνικισμός που σημειωτέον δεν είναι η μόνη τάση στο χώρο αυτό, έχει οπαδούς και σε μας”.
Ολόκληρο το άρθρο του στην Εποχή
“Διαβάζοντας κανείς πολλές προσυνεδριακές παρεμβάσεις, θα έλεγε πως το κύριο που μας απασχολεί είναι οι ποσοστώσεις στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και ένα αφηρημένο δίλημμα για το πόσο ανοικτό θα είναι το κόμμα και πώς και πόσο θα διευρυνθεί. Λίγα ακούγονται για τα μείζονα ζητήματα που απασχόλησαν και απασχολούν τη χώρα και για τη θέση του κόμματος πάνω σ’ αυτά. Στο κείμενο αυτό θα αναφερθώ σε μερικά θέματα που θεωρώ κεντρικά για τη γραμμή και τη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ. Εστιάζω σε ζητήματα όπου διαφωνώ με την ακολουθούμενη γραμμή.
Δεν θίγω το κεντρικό ζήτημα της κοινωνικής ατζέντας και της οικονομικής πολιτικής. Νομίζω πως έχουμε εδώ δρόμο να διανύσουμε για να μετατρέψουμε συνθήματα και επιμέρους αιτήματα σε συνεκτικές θέσεις και πρόγραμμα, ρεαλιστικά μεν σε σχέση με τις εκάστοτε συνθήκες και συσχετισμούς, αλλά ταυτόχρονα ριζοσπαστικά, που να υπερβαίνουν τους στενούς ορίζοντες του χθες και του σήμερα. Όμως, σε γενικές γραμμές, συμφωνώ στα ζητήματα αυτά με την κατεύθυνση του κόμματος και με το πρόγραμμα που υιοθετήθηκε. Η αντίθεση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ πρέπει να είναι η αιχμή του δόρατος της αντιπολίτευσής μας.
Διευκρινίζω προκαταρκτικά ότι, παρά τις αντιρρήσεις μου σε πολλές θέσεις και στον τρόπο που ασκείται η πολιτική του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ με εκφράζει σε πολλά. Η επιλογή ανάμεσα σε αυτόν και τη ΝΔ, και θα έλεγα ανάμεσα στους δύο “κόσμους” που εκπροσωπούν, είναι για μένα προφανής. Τόσο στα θέματα που θίγω εδώ, όσο και σε πολλά άλλα, όπως τα δικαιώματα, ο πολιτισμός, η παιδεία, η “τάξη και ασφάλεια”.
“Δομική αντιπολίτευση”: στον δρόμο που χάραξε ο Ανδρέας;
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει ένα αντιπολιτευτικό μοντέλο, εμπνευσμένο μάλλον από το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Συνίσταται στη μετωπική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση σε όλα περίπου τα ζητήματα, με προσωπική στοχοποίηση του Μητσοτάκη και με καταφανείς υπερβολές και ένα ακραία εριστικό ύφος (“κοκορομαχίες”, ανταλλαγή “εξυπνακισμών”). Η τακτική αυτή –που εξάλλου βρίσκει πρόθυμη ανταπόκριση στη ΝΔ– υποβαθμίζει το επίπεδο της δημοκρατίας, συσκοτίζει τα πραγματικά ζητήματα και επενδύει στο θυμικό, ακόμη και στην ανωριμότητα των πολιτών, όχι στην κρίση τους. Πολύ αμφιβάλλω για την αποτελεσματικότητά της στη σημερινή Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, δεν αντιστοιχεί στη δική μου αντίληψη για μια σύγχρονη, ριζοσπαστική Αριστερά.
Η πολιτική δεν είναι ασφαλώς επιστημονικό σεμινάριο, τα μηνύματα πρέπει να είναι τρανταχτά, η απλούστευση και κάποια υπερβολή είναι μέρος του δημοκρατικού παιχνιδιού. Όμως, πέρα από ένα σημείο, η υπερβολή γίνεται ανευθυνότητα. Επιπλέον, όταν τα πάντα καταγγέλλονται με την ίδια οξύτητα, “χάνονται” τα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα. Δεν νομίζω πως οι περισσότεροι πολίτες ξυπνούν και κοιμούνται με την πεποίθηση πως ζούμε περίπου σε δικτατορία. Πολλοί είναι δυσαρεστημένοι ή και αγανακτισμένοι από την κατάσταση και την κυβέρνηση, αλλά οι περισσότεροι χρειάζονται επιχειρήματα και όχι κραυγές για να επιλέξουν ΣΥΡΙΖΑ.
Πανδημία: υπερβολές και αντιφάσεις
Στο μείζον ζήτημα που απασχολεί την κοινωνία μας την τελευταία διετία, η στάση του κόμματος υπήρξε, και σε κάποιο βαθμό εξακολουθεί να είναι, προβληματική. Ας θυμηθούμε κατ’ αρχάς πως βρισκόμαστε σε κατάσταση οιωνεί πολέμου με χιλιάδες νεκρούς. Πρόκειται για μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου πράγματι επιβάλλεται εθνική ενότητα. Θα έπρεπε να διακηρύξουμε ευθαρσώς ότι στο ζήτημα αυτό είμαστε μαζί και στο πλευρό της κυβέρνησης. Αν ο Ζαχαριάδης το έκανε με τον Μεταξά, νομίζω πως και ο Τσίπρας θα μπορούσε και θα έπρεπε να το κάνει με τον Μητσοτάκη. Από τη θέση αυτή, θα μπορούσε έπειτα να ασκηθεί και κριτική, όπου αυτή δικαιολογείται.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί συνολικά το μαύρο πρόβατο
Δεύτερον, η όλη στάση του ΣΥΡΙΖΑ παραγνωρίζει πως η πανδημία δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο. Ανεπάρκειες, λάθη και παλινωδίες –συχνά καταστροφικά– σημειώθηκαν και σημειώνονται παντού. Η Ελλάδα δεν αποτελεί συνολικά το μαύρο πρόβατο: αλλού πήγε καλά, αλλού μέτρια και αλλού κακά –όπως δηλαδή και οι περισσότερες άλλες χώρες. Επιβάλλεται να αναδείχνουμε τις κραυγαλέες ανεπάρκειες του συστήματος δημόσιας υγείας, που, όπως σε πολλές άλλες χώρες, είναι θύμα του νεοφιλελευθερισμού (σε μας και των μνημονίων). Επιβάλλεται επίσης να επισημαίνουμε συγκεκριμένα λάθη της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας. Όμως αφορισμοί πως η πανδημία “έχει υπογραφή Μητσοτάκη” και μια σχεδόν θριαμβευτική παρουσίαση της υγειονομικής καταστροφής ως ήττας του πρωθυπουργού είναι εξωφρενικά.
Έπειτα, η θέση του κόμματος απέναντι στην πανδημία είναι αντιφατική και συχνά λαθεμένη. Σήμερα ο Τσίπρας τάσσεται σαφώς υπέρ των (περισσότερων) μέτρων και των εμβολιασμών και καταγγέλλει ορθά την υπερβολική χαλάρωση. Όμως όλοι θυμόμαστε πως πέρυσι στα νησιά τασσόταν κατά των μέτρων. Πως σήμερα επικρίνει (ορθά) την εξαίρεση των εκκλησιών από τα μέτρα, αλλά πέρυσι καλούσε και στήριζε διαδηλώσεις σε φάση κορύφωσης της πανδημίας. Πως, ενώ σήμερα μιλάει σαφώς υπέρ των εμβολίων, επί μήνες ο Πολάκης αλώνιζε ανενόχλητος εναντίον τους, κλείνοντας το μάτι στους ψεκασμένους. Πως τέλος, αντί να στηρίζουμε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών και άλλων, μιλάμε για “διχαστικές πολιτικές”.
Η στάση μας απέναντι στην πανδημία δεν αποτελεί λεπτομέρεια. Σ’ αυτό το κρίσιμο θέμα συμπυκνώνεται όλη η προβληματικότητα της πολιτικής μας.
Εξωτερική πολιτική: εθνικισμός
Η πολιτική μας αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην παραδοσιακή μετριοπαθή στάση της Αριστεράς και έναν εθνικισμό που θυμίζει το “πατριωτικό” ΠΑΣΟΚ, με το δεύτερο να επικρατεί στις κρίσιμες στιγμές. Έτσι, τασσόμαστε γενικά υπέρ της προσφυγής στη Χάγη, τα κείμενά μας είναι γεμάτα ωραία λόγια ενάντια στον εθνικισμό, τους υπερεξοπλισμούς και την αντίληψη περί “προκεχωρημένου φυλακίου”.
Όμως, ταυτόχρονα επικρίνουμε την κυβέρνηση, κατά κανόνα, από εθνικιστική σκοπιά: ζητήσαμε την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια (σε περιοχές που ενδιαφέρουν την Τουρκία), θεωρούμε “κόκκινη γραμμή” (δηλαδή αιτία πολέμου) τις τουρκικές έρευνες πέρα από τα 6 μίλια μας και συστήσαμε “επακουμβήσεις” πολεμικών σκαφών (όπως πολύ κακώς κάναμε εμείς το 2018). Έχουμε γίνει θεματοφύλακες της αδιέξοδης θέσης πως με τους Τούρκους συζητάμε “ένα και μόνο ζήτημα” (την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ). Επικροτήσμε το προκλητικό show Δένδια στην Άγκυρα. Ψηφίσαμε τα Rafal, ενώ καταψηφίσαμε την ελληνογαλλική συμφωνία, (μεταξύ άλλων) επειδή δεν καλύπτει στρατιωτικά την (εκτός χωρικών υδάτων) ΑΟΖ μας.
Η εθνικιστική πλειοδοσία, όταν διακυβεύεται η ειρήνη και ο Μητσοτάκης πιέζεται από τους υπερπατριώτες του, εγγίζει τα όρια της εθνικής ανευθυνότητας. Σε κάθε περίπτωση είναι πολιτικά λαθεμένη και αντίθετη προς τις αξίες μας. Είναι προφανές ότι φοβόμαστε μην κατηγορηθούμε ως ενδοτικοί, πως κοιτάζουμε (αμυντικά) προς τους οπαδούς και τα στελέχη του “πατριωτικού” ΠΑΣΟΚ και πως δεν τολμούμε να αποστασιοποιηθούμε από την εθνικιστική γραμμή Κοτζιά–Καμμένου στα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό. Παραμένουμε σ’ αυτήν αντί να αναδεικνύουμε και να επεκτείνουμε την κληρονομιά των Πρεσπών, που αποτέλεσε το μεγάλο επίτευγμα της διακυβέρνησής μας. Φτάσαμε μάλιστα να συρρικνώνουμε τις Πρέσπες σε κίνηση εκτόπισης των Τούρκων από τα Βαλκάνια!
Προσφυγικό/μεταναστευτικό: ο φόβος του πολιτικού κόστους
Η πολιτική της ΝΔ συναγωνίζεται εδώ τις πιο ακραίες κυβερνήσεις της Ευρώπης και κηλιδώνει τη χώρα μας. Η κάλυψη των περισσότερων ΜΜΕ (όπως και στα ελληνοτουρκικά) θυμίζει ολοκληρωτικό καθεστώς. Ο ΣΥΡΙΖΑ τηρεί σωστή στάση, με ανακοινώσεις του αρμόδιου τμήματος, δηλώσεις στελεχών του και αρθρογραφία. Όμως η ηγεσία μας, εκτιμώντας προφανώς το πολιτικό κόστος, αποφεύγει να “ανεβάσει” το θέμα όπως θα άρμοζε στην Αριστερά, την ώρα που η κριτική και οι τόνοι για άλλα ζητήματα, συχνά για “ψύλλου πήδημα”, είναι οξύτατη. Ο πρόεδρος σπάνια θίγει το προσφυγικό και τα push–backs, πέρυσι δε, διέπραξε το ατόπημα να καλύψει επί τόπου την κυβέρνηση στα περί “υβριδικής επίθεσης” στον Έβρο. Πρόκειται δηλαδή για διγλωσσία, με ένα μήνυμα προς το δικό μας κοινό και ένα άλλο για το εθνικό ακροατήριο.
Διεύρυνση και συμμαχίες: όχι στον “σεχταρισμό”
Το ζήτημα των συμμαχιών και της διεύρυνσης του κόμματος τίθεται στον προσυνεδριακό διάλογο κάπως αφηρημένα. Συμφωνώ με την άποψη που τονίζει την ανάγκη διεύρυνσης και συνεργασίας, ασφαλώς “αμφίπλευρης”, αλλά με κύριο αποδέκτη τον κόσμο που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και κομματικά με το ΚΙΝΑΛ. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη δεξαμενή, εκεί υπάρχει το προσφορότερο πεδίο για κομματικές συγκλίσεις. Και βέβαια, στο κρίσιμο ευρωπαϊκό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατία παραμένει ο κορμός της προοδευτικής παράταξης.
Πιστεύω πως, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού και την υπαρξιακή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, δεν υπάρχουν πλέον σινικά τείχη ανάμεσα στους δύο χώρους και αυτό πρέπει να αντανακλάται τόσο στις συμμαχίες μας, όσο και στη διεύρυνση του κόμματος. Ζητήματα γραμμής και φυσιογνωμίας υπάρχουν και μάλιστα επιτακτικά, όμως περισσότερο διαπερνούν και τους δύο χώρους απ’ ό,τι τους χωρίζουν. Οι θέσεις των αριστερών σοσιαλδημοκρατών είναι συχνά πιο προχωρημένες από τις δικές μας. Αντίστροφα, ο πασοκικός εθνικισμός (που σημειωτέον δεν είναι η μόνη τάση στο χώρο αυτό) έχει οπαδούς και σε μας. Θεωρώ συνεπώς πως τα “αντισοσιαλδημοκρατικά” αντανακλαστικά στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν μια λαθεμένη ιδεολογικοποίηση της υπαρκτής ανάγκης για αριστερή πολιτική στον προοδευτικό χώρο. Είναι μάλλον κατάλοιπο του σεχταρισμού της παιδικής ηλικίας του κόμματος.
Κυβερνητική πρόταση: δυσνόητη
Το ζήτημα της κυβερνητικής μας πρότασης είναι πιο σύνθετο. Ένα κόμμα εξουσίας πρέπει να πείθει πως θα την κατακτήσει, καθώς οι δυνητικοί ψηφοφόροι ενδιαφέρονται να το δουν στην κυβέρνηση, όχι να κάνει ιδεολογικές διακηρύξεις. Αυτό εξηγεί και δικαιολογεί έναν ορισμένο “βολονταρισμό”: “θα είμαστε πρώτο κόμμα” διακηρύσσουν πάντα οι αξιωματικές αντιπολιτεύσεις, ακόμη και όταν οι πιθανότητες γι’ αυτό είναι μικρές. Ορθώς βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την πρωτιά. Η φιλοδοξία του δεν είναι εξάλλου εξωπραγματική. Πολλά μπορούν να συμβούν την προσεχή περίοδο και (εφ’ όσον “βοηθήσουμε” και εμείς) οι σημερινοί συσχετισμοί μπορούν να ανατραπούν.
Δυσκολότερα, όμως, κατανοεί κανείς πώς ο Τσίπρας θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση μετά από τις εκλογές με απλή αναλογική. Συμφωνώ απόλυτα ότι πρέπει να έχουμε ανοικτή πρόταση (“απλωμένο το χέρι”) προς όλα τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Εκτιμώ ακόμη και πως, ανάλογα με τις εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ, δεν αποκλείεται μια συνεργασία με αυτό. Δυσκολεύομαι, όμως, να δω ένα σχήμα υπό τον ΣΥΡΙΖΑ να αποκτά τη δεδηλωμένη στην επόμενη Βουλή.
Όταν, λοιπόν, ο Τσίπρας διακηρύσσει με απόλυτη βεβαιότητα πως αυτό θα συμβεί, χωρίς μάλιστα να εξηγεί πώς, φοβάμαι πως πλήττεται η αξιοπιστία μας. Πολλοί θα θυμηθούν τα περί “σχισίματος των μνημονίων”. Προτιμότερο θα ήταν, νομίζω, να διακηρύσσουμε μεν τον στόχο για προοδευτική κυβέρνηση, να περιλαμβάνουμε όμως στο μήνυμά μας και την πιθανότητα αυτό να συμβεί αργότερα. Ένα αριστερό κόμμα δεν μπορεί να παραλύει στη σκέψη ότι ίσως μείνει ακόμη λίγο καιρό στην αντιπολίτευση. Ούτε να καλλιεργεί την αντίληψη του “πάση θυσία” στην κυβέρνηση, ανεξαρτήτως συγκυρίας, γραμμής και συμμάχων.
Εσωτερική δημοκρατία: ο κίνδυνος του αρχηγισμού
Η εσωκομματική δημοκρατία δεν έχει πολλούς οπαδούς στην Ελλάδα. Το κοινό μάλλον επικροτεί τους ηγέτες που δείχνουν πυγμή, καθορίζουν μόνοι τους την πορεία των κομμάτων τους και διαγράφουν τους διαφωνούντες. Πρόκειται για ένδειξη υπανάπτυξης της δημοκρατίας μας. Ευτυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί γενικά δημοκρατικές διαδικασίες και δεν διώκει τη διαφωνία, αντλώντας εδώ από την παράδοση της ανανεωτικής Αριστεράς. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζονται και σε εμάς αρνητικές τάσεις.
Στο κόμμα μας η σημερινή ηγεσία δεν αμφισβητείται. Όλοι έχουν συνείδηση της προσφοράς του Αλέξη Τσίπρα στην πορεία του κόμματος και πως και σήμερα δεν υπάρχει εναλλακτική. Όλοι επίσης κατανοούν πως ένας πρόεδρος κόμματος πρέπει να προβάλλεται, να έχει την ευχέρεια πολιτικών χειρισμών και να μπορεί να επιλέγει τους στενούς του συνεργάτες. Τούτων λεχθέντων, βλέπουμε και σε μας το γνώριμο φαινόμενο της σταδιακής μετάβασης από την αναγνώριση του ηγετικού ρόλου, στον αρχηγισμό. Είναι γνωστό πως τα όργανα του κόμματος υπολειτουργούν. Οι σημαντικές αποφάσεις αφήνονται για τον ηγέτη και το περιβάλλον του. Τα μεγάλα κομματικά σώματα με εκατοντάδες μέλη είναι κυρίως συνελεύσεις χειροκροτητών. Οι ομοφωνίες και οι πλειοψηφίες του 97% θυμίζουν άλλες εποχές.
Πιο επικίνδυνο είναι κατά τη γνώμη μου ένα κλίμα που καλλιεργείται ή πάντως γίνεται ανεκτό από την ηγεσία. Κομματικοί και προσκείμενοι αρθρογράφοι (ενίοτε με πλούσια σταλινική πείρα) αποκηρύσσουν τη δημόσια διαφωνία στο όνομα της μάχης κατά του “εχθρού”. Η κριτική προς το πρόσωπο του προέδρου είναι περίπου ταμπού. Αναπτύσσεται και η θεωρία της άμεσης σχέσης του αρχηγού με τους πολίτες (“την κοινωνία”), χωρίς τη διαμεσολάβηση των οργάνων του κόμματος, απ’ όπου προκύπτει και ο διορισμός αριστίνδην συνέδρων.
Προσυνεδριακές ομαδοποιήσεις: περισσότερη πολιτική ουσία
Οι δύο κύριες συσπειρώσεις που εμφανίζονται στη προσυνεδριακή διαδικασία (“Προεδρικοί” και “Ομπρέλα”) είναι αρκετά ετερόκλιτες. Φαίνεται πως διαμορφώθηκαν περισσότερο για λόγους τακτικής και διαμόρφωσης συσχετισμών παρά σε πολιτική βάση. Παρά ταύτα, διακρίνονται κάποιες πολιτικές κατευθύνσεις που χαρακτηρίζουν χονδρικά την καθεμιά.
Όσον με αφορά, ανέφερα ήδη πως υποστηρίζω μια τολμηρή διεύρυνση και πλατιές συμμαχίες, με εστίαση στη σοσιαλδημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Δεν με εκφράζουν οι ιδεολογικές αποκηρύξεις της σοσιαλδημοκρατίας, αν και θεωρώ αναγκαία την αριστερή της στροφή και, στα καθ’ ημάς, την υπέρβαση ενός “κυβερνητισμού” που εξαντλεί τον προγραμματικό μας ορίζοντα στην κυβερνητική μας θητεία. Στα ζητήματα, όμως, της εξωτερικής πολιτικής, των προσφύγων και της εσωκομματικής δημοκρατίας, οι φωνές με τις οποίες συμφωνώ προέρχονται κυρίως από την “Ομπρέλα”. Με απωθούν εξάλλου όσοι αυτοανακηρύσσονται σε “Ηρακλείς του στέμματος”. Θα ήθελα τέλος μια σαφή αποστασιοποίηση από την πολιτική και το ύφος της “δομικής αντιπολίτευσης”.
Το κόμμα μας θα είχε νομίζω να κερδίσει, αν πολιτικοποιούσαμε τον προσυνεδριακό διάλογο, ανοίγοντας τα μεγάλα θέματα που απασχολούν εμάς και την κοινωνία και εγκαταλείποντας τις τακτικές που τα βάζουν “κάτω από το χαλί” και αναδεικνύουν στη θέση τους αφηρημένα, ιδεολογίζοντα ή και διαδικαστικά θέματα, δυσνόητα στον κόσμο και στην κοινωνία.”