Ελληνικά κρατικά ομόλογα - 2021: «Συνεχίζουμε να υλοποιούμε μεταρρυθμίσεις, να εφαρμόζουμε μια συνετή δημοσιονομική πολιτική και να ακολουθούμε μια διορατική εκδοτική στρατηγική».
Για «ισχυρό μήνυμα εμπιστοσύνης» και «σήμα αναγνώρισης της προόδου που έχει σημειώσει η πατριδα μας» κάνει λόγο ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας μετά τη χθεσινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτει την επενδυτική βαθμίδα. «Η απόφαση αυτή και οι δηλώσεις της επικεφαλής της ΕΚΤ έρχονται να προστεθούν στην αλυσίδα πρόσφατων αναφορών και εκθέσεων από εταίρους, θεσμούς και οίκους αξιολόγησης, που πιστοποιούν ότι η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση και ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική και οι θυσίες των πολιτών αποδίδουν καρπούς» πρόσθεσε ο κ. Σταϊκούρας, σχολιάζοντας τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, υπογράμμισε ωστόσο ότι «ως Κυβέρνηση και Οικονομικό Επιτελείο, δεν εφησυχάζουμε».
«Συνεχίζουμε να υλοποιούμε μεταρρυθμίσεις, να εφαρμόζουμε μια συνετή δημοσιονομική πολιτική και να ακολουθούμε μια διορατική εκδοτική στρατηγική. Συνεχίζουμε, με σχέδιο, σοβαρότητα, αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση, τη σκληρή δουλειά, ώστε η Ελλάδα να ισχυροποιηθεί περαιτέρω και να αποκτήσει, το ταχύτερο δυνατόν, επενδυτική βαθμίδα», κατέληξε. Την Πέμπτη, κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, αναφέρθηκε στην πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Τι υπογράμμισε η επικεφαλής της ΕΚΤ
Ερωτηθείσα για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στα τακτικά προγράμματα αγορών (APP) της ΕΚΤ, η Λαγκάρντ έδωσε μια σφαιρική απάντηση για το τι μπορεί να αναμένει η Ελλάδα. «Αυτή τη στιγμή στο πλαίσιο του APP αγοράζουμε μόνο κρατικά ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας. Παρόλο που η Ελλάδα έχει σημειώσει αναμφίβολη πρόοδο και έχει βελτιώσει την πιστοληπτική αξιολόγησή της δεν είναι στην επενδυτική βαθμίδα. Για αυτό και αποφασίσαμε να έχουμε ειδική πρόβλεψη για τα ελληνικά ομόλογα» απάντησε η Κριστίν Λαγκάρντ και προσέθεσε:
«Η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας». Η επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε πως αυτή η πρόβλεψη συνιστά για τις αγορές «πολύ ισχυρό σήμα».Και πράγματι μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποχώρησαν αισθητά. Το δεκαετές ελληνικό ομόλογο βρέθηκε να σημειώνει απόδοση 1,18%, από 1,29% στην έναρξη της ημέρας και το πενταετές ομόλογο βρέθηκε στο 0,390%, από 0,455% στο άνοιγμα των συναλλαγών.
Watch the ECB press conference live: President Christine @Lagarde explains today’s monetary policy decisions https://t.co/gtruv1nHcp
— European Central Bank (@ecb) December 16, 2021
Η οικονομία της ευρωζώνης
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έκανε εκτενείς αναφορές στην οικονομία της ευρωζώνης και ειδικά στον πληθωρισμό. Η ίδια επισήμανε ότι το τελευταίο κύμα της πανδημίας και η μετάλλαξη όμικρον έχουν οδηγήσει κάποιες χώρες να επαναφέρουν πιο αυστηρά περιοριστικά μέτρα. Όπως είπε η ανάπτυξη κινείται σε πιο μέτρια επίπεδα αλλά η ΕΚΤ αναμένει ότι η οικονομική δραστηριότητα θα ανεβάσει και πάλι ρυθμούς κατά τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς, υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για την οικονομία της ευρωζώνης, ανέφερε ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5,1% το 2021, 4,2% το 2022, 2,9% το 2023 και 1,6% το 2024. Ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,6% το 2021, στο 3,2% το 2022, στο 1,8% το 2023 και στο 1,8% το 2024, σημαντικά υψηλότερος σε σχέση με τις προβλέψεις της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Στη βάση αυτή εκτίμησε πως ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμα, αλλά θα υποχωρήσει κατά τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς. Τόνισε δε ότι οι τιμές στην ενέργεια έχουν αυξηθεί σημαντικά και ότι σε κάποιες βιομηχανίες υπάρχουν ελλείψεις υλικών, εξοπλισμού και εργατικού δυναμικού.