Αλέκος Φασιανός συνέντευξη: Η τέχνη, η ζωή, τα νεανικά χρόνια, οι μεγάλες αγάπες του καλλιτέχνη που έφυγε από τη ζωή
Είναι πολύ σπάνιο για έναν καλλιτέχνη να γνωρίζει τεράστια αναγνώριση όσο βρίσκεται εν ζωή και ο Αλέκος Φασιανός ήταν ένας από αυτούς που το κατάφεραν. Ο ίδιος δεν απαρνήθηκε αυτήν την αναγνώριση, ουτε την επιτυχία του έργου του. Εάν ο Μίκης Θεοδωράκης είναι για την Ελλάδα ο άνθρωπος που έδωσε μελωδίες στην ποίηση, ο Αλέκος Φασιανός είναι εκείνος που συνέδεσε τον ποιητικό λόγο με τις εικόνες. Η αγάπη του για την ποίηση βρήκε γόνιμο έδαφος στο Παρίσι, όπου έζησε για 35 χρόνια. Οι ποιητές καθόρισαν το προσωπικό του ιδίωμα και πολλοί και πολύ σημαντικοί από αυτούς υπήρξαν προσωπικοί φίλοι του.
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
«Όταν δεν ζωγραφίζω, είμαι δυστυχής» έχει πει. Θεωρούσε ότι ο Μόραλης είχε τη μεγίστη επιρροή επάνω του τόσο ως δάσκαλος, καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. «Απ’ αυτόν μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα, να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων και των αντικειμένων εξαιτίας του φωτός. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους Αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα ή άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες. Μου άρεσε επίσης η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-ταντρική.
Όμως δεν είχα τη μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμιά κίνηση, ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω-γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά. Και τώρα αυτά πού ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά, όπως οι βυζαντινοί Άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα ή η μπλε, όχι όμως αφηρημένη. Τo χρώμα πρέπει πάντα να έχει μια σημασία», έγραφε ο ίδιος το 1964.
«Έζησα τον πόλεμο σαν ζωντανό μυθιστόρημα»
«Έχω μνήμες από τον πόλεμο του ’40. Θυμάμαι με πόση λαιμαργία έφαγα μια πατημένη σταφίδα που βρήκα στον δρόμο. Πόσες ώρες περνούσα ξαπλωμένος, ακίνητος, μικρό παιδί, για να αντέξω την πείνα να μη λιποθυμήσω. Τα σκάγια που βρίσκαμε στους δρόμους και παίζαμε με αυτά. Την πρώτη φορά που δοκίμασα σοκολάτα. Μου την πρόσφερε ένας Γερμανός αξιωματικός. Τον συνάντησα τυχαία και από τον φόβο μου την έφαγα αμέσως, γιατί νόμιζα ότι θα με σκότωνε αν δεν την έτρωγα. Αηδίασα από την άγνωστη γεύση. Αυτό βέβαια αργότερα άλλαξε. Όσα διαδραματίζονταν γύρω μου ήταν σαν ζωντανό μυθιστόρημα, ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας.
Παρά την τραγικότητα των γεγονότων διέγειραν τη φαντασία μου. Έβλεπα τους στρατιώτες σαν γίγαντες, κρυβόμουν κάτω από ένα τραπέζι και έβλεπα οράματα. Επιθυμώ τα έργα μου να αποπνέουν γαλήνη, ανάταση ψυχής. Γιατί όχι χαρούμενα χαμόγελα! Δεν θα μετέφερα σ’ αυτά κάποια σκοτεινή πλευρά της ιστορίας. Έναν πόλεμο, πόνο, ψυχική κατάρρευση. Έχω ζωγραφίσει κάποιους αξιωματικούς, αλλά μόνο σαν εικόνα με την στολή και τα γαλόνια τους. Έχω ζωγραφίσει στο ίδιο έργο αρχαίο Έλληνα πολεμιστή, φουστανελά, σημερινό στρατιώτη, ναυτικό και παπά. Όλοι ηρωικοί. Με εορταστική διάθεση. Σαν τους δρομείς. Ο ένας παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο», είχε πει σε συνέντευξή του στην Athens Voice.
«Αισθάνομαι τα χρώματα»
Η αγάπη του αυτή για τη ζωή δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί καλύτερα από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τόσο τις φιγούρες όσο και -κυρίως- τα χρώματα. Όλα στο έργο του ήταν συμβολικά, αλλά με κάποιους δικούς του, προσωπικούς συμβολισμούς.
«Ο ποδηλάτης είναι ένας σύγχρονος αρχαίος Έλληνας, ή μπορεί να προέρχεται από το Βυζάντιο. Οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι. Οι ενδυμασίες και κάποιες πεποιθήσεις και συνήθειες αλλάζουν. Εκφράζω τον άνθρωπο του σήμερα, ο οποίος φέρει τη μνήμη όλων όσων προηγήθηκαν. Έχει μεγαλώσει στον ίδιο τόπο με τα ήπια βουναλάκια και το γαλάζιο της θάλασσας, αλλά αντί για χιτώνα και χλαμύδα φορά γραβάτα και φαρδιά παντελόνια και τρέχει ελεύθερος όχι με το άλογό του αλλά με το ποδήλατο ή τη μηχανή του. Όσο για το χρώμα, υπήρχε ανέκαθεν. Οι πόλεις, οι ναοί, τα δωμάτια οι άνθρωποι, είχαν χρώματα. Τα κτίρια, τα ενδύματά τους. Απλά στη ζωγραφική μου μπορεί να δείτε μπλε καρπούζια ή κόκκινους ανθρώπους. Το κάνω, γιατί αισθάνομαι με χρώματα. Δείχνω τα αισθήματά μου, όταν επιλέγω χρώμα.
Δεν ταυτίστηκα ποτέ με κάποια ιστορική περίοδο, όπως έκανα και με τα εικαστικά ρεύματα. Δεν ακολούθησα κανένα. Είμαι σαν τη μέλισσα. Μαζεύει γύρη από πολλά λουλούδια και φτιάχνει το δικό της μέλι. Έτσι ακριβώς. Παίρνω στοιχεία που θεωρώ αιώνια και φτιάχνω το δικό μου. Προσπαθώ να αφήσω το λιθαράκι μου».
«Έγινα ζωγράφος για να είμαι ελεύθερος»
Ο Αλέκος Φασιανός ήξερε από μικρός ότι ήθελε να γίνει ζωγράφος. Το πολυσύνθετο καλλιτεχνικό ταλέντο του θα μπορούσε να βρει έκφραση στη μουσική ή και στο γράψιμο, αλλά ο ίδιος ήθελε απλώς να ζωγραφίζει. Για ένα λόγο: «Έγινα ζωγράφος για να είμαι ελεύθερος. Η ζωή είναι αναπνοή για μένα. Δράση, έκφραση, αγωνία για το επόμενο έργο, αλλά και λύτρωση κάθε φορά που υλοποιείται. Από μικρός κατάλαβα ότι αυτό ήταν το πάθος μου. Παιδί ακόμα σκεφτόμουν να γίνω καπετάνιος, αλλά με απασχολούσε η ερώτηση: Πώς θα ζωγράφιζα μέσα στο καράβι; Μέσα στο καράβι; Η μητέρα μου ήθελε να γίνω φιλόλογος. Η ίδια ήταν φιλόλογος, επιθεωρήτρια Λυκείου μάλιστα. Μου έλεγε: “Γίνε καθηγητής να έχεις μια σταθερή εργασία και ζωγράφιζε τα Σαββατοκύριακα. Ο γείτονας μας, ο κύριος Τσίρκας, αυτό κάνει.
Είναι οδοντίατρος και κάθε Κυριακή ψέλνει στην εκκλησία, που του αρέσει πολύ”. “Εγώ θέλω μόνο να ζωγραφίζω”, της απαντούσα. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός. Είχε μαθητές τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, καλός δάσκαλος. Έτσι έμαθα βιολί και μουσική και σιγά-σιγά πίστεψε σε μένα. Φιλούσε με αγάπη ό,τι ζωγράφιζα. Με τη μητέρα μου κάναμε συχνά βόλτες στα αρχαία μνημεία. Ακουμπούσαμε το χέρι μας επάνω τους και μoυ έλεγε: “Σκέψου, Αλέξη, όλους εκείνους που δημιούργησαν αυτό τον πολιτισμό!”. Όσο το έλεγε εμένα η φαντασία μου ταξίδευε… Θαύμαζα… Μία φορά είχα δει τυχαία να ξεπροβάλλει ένα μαρμάρινο χέρι από το χώμα. Στην αρχή τρόμαξα. Μετά πλησίασα και το άγγιξα. Μαγικό! Αυτό ήταν το έναυσμα να εμπνευστώ τον σύγχρονο Ελληνα. Αυτό που έρχεται από την Αρχαιότητα αλλά με τη σύγχρονη μορφή του», είχε εξηγήσει σε συνέντευξη στο Πρώτο Θέμα.
Στο Παρίσι των ποιητών
«Αφού τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών, πήρα υποτροφία από το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας. Η Γαλλία αγκάλιαζε τους καλλιτέχνες, είχε οργανωμένους χώρους τέχνης. Έφυγα λοιπόν – τρεις μέρες ταξίδι με τρένο. Εκανα αμέσως έκθεση και είχε πάει πολύ καλά. Έτσι πήρα δύναμη και κουράγιο να συνεχίσω. Έκατσα σχεδόν σαράντα χρόνια και να φανταστεί κανείς πως την πρώτη μέρα που έφτασα ήθελα να φύγω. Υπέφερα από το γκρίζο και τους καπνούς της πόλης. Γίνονταν σημαντικά πράγματα εκεί για μένα και όφειλα να μείνω. Στο μυαλό μου βέβαια η “αιώνια επάνοδος”. Έτσι τα καλοκαίρια γυρνούσα, ο Ελύτης με συμβούλευε να γυρίζω. Παρόλο που τα πράγματα πήγαιναν καλά, δεν αποδέχτηκα το γαλλικό διαβατήριο. Τους ευχαρίστησα που μου το πρόσφεραν, αλλά δεν το χρειαζόμουν. Όπως δεν ήθελα να γίνω καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών και στην Beaux Arts.
Για τον ίδιο λόγο, να είμαι ελεύθερος, να χειρίζομαι τον χρόνο όπως προτιμούσα. Στο Παρίσι έγινα φίλος με διάφορους, ποιητές, συγγραφείς, λόγιους, πολιτικούς. Σε ένα εστιατόριο μου σύστησαν τυχαία τον Λουί Αραγκόν και εκείνος χαρούμενος μου λέει: “Σας έχω μια έκπληξη, ακολουθήστε με”. Με οδήγησε στο σπίτι του όπου για μεγάλη μου χαρά είδα στους τοίχους του έργα μου, ανάμεσα σε έργα του Πικάσο, του Μπρακ και κάποιων σουρεαλιστών. Μου είπε ότι είμαι ο τελευταίος Μεσογειακός ζωγράφος. Είναι αλήθεια. Πώς να ξεφύγω από τον ήλιο, τις ώχρες, τα μπλε; Μου είπε πως μαθαίνω τον κόσμο ένα νέο τρόπο να αγαπά. Ο Μιτεράν επίσης έχει τιμήσει τη δουλειά μου. Η Μελίνα Μερκούρη με ονόμασε κάποτε εθνικό ζωγράφο, όταν όμως ο Μιτεράν το άκουσε, της απάντησε πως είμαι δικός τους εθνικός ζωγράφος.
Μου άρεσε να εικονογραφώ βιβλία ποιητών, συγγραφέων. Ετσι κάθε φορά που το πρότεινα το έκανα με προθυμία. Ζακ Λακαριέρ, Ιβ Ναβάρ, Λουί Αραγκόν, Πολ Βαλερί -στο μουσείο του οποίου έκανα και έκθεση-, σε εκδόσεις Fata Morgana, A. Biren, Ζαν-Μαρί Ντρο, Απολινέρ, αλλά και Έλληνες. Είχα εικονογραφήσει Σολωμό, Καβάφη, Σαχτούρη, Ρίτσο και άλλους. Στο Παρίσι οι φίλοι ανταμώναμε συχνά, λέγαμε ιδέες, απόψεις, σχολιάζαμε τα νέα και την καθημερινότητα. Ηταν εποικοδομητικό. Σαν ο ποιητής να εμπνέει τον ζωγράφο και ο ζωγράφος τον ποιητή. Με χαρά τα ακούγαμε όλα, χωρίς σοβαροφάνεια και μεγαλοστομίες.
Έπαιζε ρόλο το Παρίσι, λοιπόν, όχι γιατί μου άρεσε ή επειδή γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, αλλά τελικά επειδή με έκανε να δω την Ελλάδα με μάτι ελεύθερο. Να μην είμαι περιγραφικός ελληνιστής, αλλά να καταλάβω το πνεύμα το ελληνικό. Όταν είσαι μακριά, αποφεύγεις τις ίντριγκες και τις ζηλοφθονίες. Τα μουσεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Πλούσια σε εκθέσεις η Γαλλία, επισκεπτόμουν εκθέσεις τακτικά, έβλεπα από κοντά τα αριστουργήματα που είχαν προηγηθεί. Η παρατήρηση και η γνώση σε βοηθάνε να ξεχωρίσεις το σημαντικό από το μέτριο. Έτσι μαθαίνεις τον δρόμο της αναμέτρησης. Προσπαθείς να βελτιώνεσαι και να εξελίσσεσαι. Αυτό είναι ατέρμονο».
Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει για το έργο του: «Τυχαίο δεν είναι ότι σε μια στιγμή που οι περισσότεροι καλλιτέχνες με απελπισία είχανε καταθέσει τα όπλα μπροστά στη χιλιομεταχειρισμένη παραστατική ζωγραφική, εκείνος, για να ’χει ακριβώς διατηρήσει σε συνεχή κατάσταση ανταρσίας την ιδιότυπη αθωότητά του, επέτυχε να διαχύσει ένα είδος δροσιάς που οι κουρασμένοι των σημερινών μεγαλουπόλεων, όχι χωρίς κάποιαν έκπληξη, αποδεχθήκανε σαν ευεργετική ανοιξιάτικη βροχούλα. Βέβαια, χρειαζόταν γι’ αυτό ένας θαυματοποιός. Και ο Φασιανός, μικρός ή μεγάλος, έδειξε ότι είχε τον τρόπο να βγάζει από το καπέλο του κουνέλια και σημαίες –στην περίπτωσή του φουμαδόρους και ποδηλάτες– με μια ευκολία που θα τη χαρακτηρίζαμε σαν επικίνδυνη αν, τις περισσότερες φορές, η ίδια του η χειρονομία δεν ήταν τόσο αυθόρμητη και πειστική».
Ζωγραφική, η αιώνια ερωμένη
Για την προσωπική του ζωή, ο Αλέκος Φασιανός είχε πει: «Υπήρξα προσηλωμένος στο έργο μου. Περνούσα πολλές ώρες στο ατελιέ μου στο Παρίσι, στην Αθήνα, στην Κέα. Ταξίδευα για τις εκθέσεις. Σκεπτόμουν, λοιπόν, ότι αν ένωνα τη ζωή μου με μια σύντροφο, ούτε εκείνη θα ήταν ευτυχής με το δικό μου πρόγραμμα, ούτε εγώ -αφού από αίσθημα υπευθυνότητας- θα αισθανόμουν άσχημα που δεν θα μπορούσα να της προσφέρω όσα θα ονειρευόταν. Ήταν η ζωγραφική η απόλυτη προτεραιότητα.
Αργότερα υπήρξε ανατροπή. Ήρθαν η Μαρίζα, ο Νίκος, η Βικτώρια. Νίκησα το φόβο της συνύπαρξης. Δεν με εμπόδισαν, δεν άλλαξαν τις συνήθειές μου, τις εμπλούτισαν. Η Μαρίζα περπατούσε ανάλαφρα, δεν υπήρξε θορυβώδης, κατάφερνε παράλληλα να είναι λογική και πνευματώδης. Οπότε κατάλαβα ότι θα ζήσω όμορφα μαζί της. Με τα παιδιά εξάσκησα την αιώνια παιδικότητά μου, την οποία διαφυλάσσω ως κόρη οφθαλμού. Παίξαμε πολύ, φτιάξαμε αυτοσχέδια παιχνίδια, χειροποίητα. Αναλύσαμε τη μυθολογία. Ψαρέψαμε, είδαμε πολλά είδη φυτών, ψαριών, τα ζωγραφίσαμε. Τα παιδιά είναι απαραίτητο να μαθαίνουν, να γνωρίζουν, να αγαπούν τη φύση, απ’ όπου και προέρχονται.
Μόνο έτσι θα τη σεβαστούν αργότερα και θα της φερθούν με ευγένεια. Δημιουργήσαμε σκηνή θεάτρου και παίξαμε Καραγκιόζη με δικές μας φιγούρες. Τελικά φτάνεις στις ρίζες σου, τα ιερά παιδικά βιώματα. Ζωγραφίζεις ακόμα πιο αυθεντικά!
Ποτέ δεν ήθελα να ακολουθήσω ρεύμα
Ποτέ δεν ήθελα να ακολουθήσω κάποιο εικαστικό ρεύμα, από τον φόβο μήπως και δεν θεωρηθώ ενταγμένος. Δεν ήθελα αυτή την καταπίεση. Η επαφή με τα παιδιά, ο αυθορμητισμός τους, η καθαρότητά τους, αυτό καταδεικνύει. Να είσαι ο εαυτός σου και όχι κάτι άλλο απλώς για να ικανοποιείς τους κριτές σου.
Κάποτε με πλησίασε ένας ζωγράφος, ο οποίος ήταν απόλυτα ενταγμένος στο ρεύμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή και με ρώτησε: “Φασιανέ, είσαι καλός ζωγράφος, αλλά δεν βλέπεις τα ρεύματα γύρω σου; Δεν πρέπει να τα ακολουθήσεις; Εγώ, όπως βλέπεις, τα ακολουθώ…”. Τότε του απάντησα: “Να σε ρωτήσω και εγώ κάτι;”. “Ναι”, απαντά. “Εγώ, όταν ζωγραφίζω, χαίρομαι πολύ, εσύ, όταν ζωγραφίζεις, χαίρεσαι καθόλου;”. Έφυγε χωρίς να απαντήσει…
Αυτό είπα και στα παιδιά μου. Να σέβονται, να εκτιμούν, να αξιολογούν και να έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Είναι δύσκολο να διαπαιδαγωγήσεις. Η φασαρία, οι τιμωρίες, εκεί στην εφηβεία, ίσως να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Κάποιες φορές, που τα παιδιά αργούσαν να επιστρέψουν, περίμενα να κλείσουν την πόρτα του δωματίου τους και μετά άφηνα απέξω σημειώματα. Εγραφα για παράδειγμα: Νίκος νυχτοπόντικας, Βικτώρια νυχτερίδα. Το διάβαζαν την επομένη και η διόρθωση γινόταν. Το μήνυμα περνούσε… Σήμερα χαίρομαι που βλέπω τον Νίκο να ασκεί την Αρχιτεκτονική, μία των τεχνών, με ευαισθησία και ταλέντο και τη Βικτώρια να υπηρετεί την τέχνη με εντιμότητα και αφοσίωση».
«Ακόμα και σ’ ένα μικρό δωματιάκι απομονωμένοι μπορούμε να είμαστε πλήρεις»
Σε μια από τις τελευταίες τους συνεντεύξεις, εν μέσω της πανδημίας, είχε πει στη Μαρία Λεμονιά: «Μία ακόμα πανδημία μαστίζει την ανθρωπότητα. Δεν ήρθε για να μας διδάξει, δεν ήρθε για να τιμωρηθούμε για τα λάθη, τις αμαρτίες, τις υπερβολές μας. Είθε να μην ερχόταν! Αλίμονο αν χρειάζεται μια συμφορά για να στρέφονται προς το καλό, σε αυτά που θα έπρεπε να πρεσβεύουν, να εφαρμόζουν και να καθορίζουν τη ζωή τους. Τον αλληλοσεβασμό, την απλότητα, τη γνώση, την αυτοβελτίωση, την πίστη στις αξίες.
Εμείς επιλέγουμε τον δρόμο… και φυσικά δεν είναι ο φόβος θανάτου, ο επιβεβλημένος αυτοπεριορισμός -ώστε να αναχαιτιστεί ο ιός- που θα μας οδηγήσουν στο να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Είναι αυτά που διαχρονικά χρειάζεται να καλλιεργούμε: την αλληλεγγύη, την αγάπη, την παιδεία, την αναγνώριση ως σπουδαίου εκείνου που ταπεινά δημιουργεί και προσφέρει και όχι εκείνου που επαίρεται και αυτοπροβάλλεται. Έτσι θα μπορούμε να αντιμετωπίζουμε και τον εκάστοτε “δράκο”, που μας απειλεί με τον σωστότερο δυνατό τρόπο.
Προς το παρόν, κάντε παράδεισό σας τον χώρο σας. Αν φέρουμε τον παράδεισο μέσα μας, ακόμα και σ’ ένα μικρό δωματιάκι απομονωμένοι, θα είμαστε πλήρεις».
Για τη σχέση της Τέχνης με την όποια κρίση είχε πει πολύ απλά: «Ζήσαμε πολλές κρίσεις στον τόπο, Κατοχή, πολλά… αλλά πάντοτε είχαμε δημιουργούς. Οι καλλιτέχνες πάντοτε βρίσκονται σε περίοδο κρίσης. Αν είσαι φτωχός δηλαδή, δεν θα ζωγραφίσεις; Αλίμονο αν σε επηρεάζουν εξωτερικά πράγματα. Τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ή θα περιμένεις να τελειώσει μία κρίση; Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι βράχος».
«Το παν είναι να είσαι αληθινός»
Τι σήμαινε τελικά για τον Αλέκο Φασιανό το να είναι κάποιος καλλιτέχνης; «Το παν είναι να είσαι αληθινός και να έχεις το γνώθι σαυτόν. Σε οδηγεί ένα ένστικτο και λες έτσι μπορώ να ζωγραφίσω εγώ, δεν μπορώ να ζωγραφίσω αλλιώς. Νομίζω ότι έτσι είναι η αλήθεια της τέχνης, να δημιουργείς όπως μπορείς εσύ και όχι όπως σου έχουν μάθει σε κάποια σχολή», έλεγε στη Huffington Post. «Ο Τσαρούχης ήταν κάτι παραπάνω από δάσκαλος. Δεν τον ενδιέφερε να σου διδάξει αυτά που έκανε αυτός για να τον μιμηθείς, αλλά αντιθέτως σου άνοιγε δρόμους για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου».
«Τους καταλάβαινα τους ποιητές, κάναμε παρέα, αλλά προσπαθούσα και να μπω στο πνεύμα του καθενός. Αυτό το σκέφτηκα μόνος μου, δηλαδή να κάνω έλληνες ποιητές, γιατί πίστευα ότι έτσι διαδίδονται περισσότερο».
Είχαμε ένα στέκι τότε, τώρα, έχουν όλοι απομονωθεί
Σε παλιότερη συνέντευξή του, ο ζωγράφος έχει δηλώσει πως “δάσκαλοι της τέχνης, που ήταν δογματικοί, έλεγαν μην ακούς τους ποιητές, αλλά εγώ άκουσα τους ποιητές”. «Ναι, τους άκουσα… αλλά βέβαια, αν το αναλύεις αυτό, χαλάει! Έκανα παρέα μαζί τους, πολύ περισσότερο απ’ όσο με ζωγράφους. Πηγαίναμε στο Brazilian, που ήταν γεμάτο ποιητές και καλλιτεχνίζοντες. Είχαμε ένα στέκι τότε, τώρα, έχουν όλοι απομονωθεί, δεν υπάρχει ένα μέρος να συναντηθείς. Αλλάζουν τα πράγματα…».
«Όταν αποφάσισα να ζωγραφίσω τον Ελύτη, παιδεύτηκα κάμποση ώρα και όταν είδε αυτό που έφτιαξα δεν του άρεσε καθόλου. “Τι είναι αυτό; Δεν μπορείς να με πιάσεις καθόλου”, μου είπε. Συνέχισα την προσπάθειά μου, έκανα τέσσερα-πέντε σχέδια ακόμα, αλλά τίποτα δεν του άρεσε. Μού λεγε “κάνεις το χαβά σου”. Δίκιο είχε, αλλά εγώ έτσι τον έβλεπα!» «Τώρα δε διαβάζω πολύ, βλέπω τηλεόραση. Δε μου λείπει τίποτα. Δε νοσταλγώ, πρέπει να συμβαδίζουμε με την πραγματικότητα».
Σε ερώτηση πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, έχει απαντήσει: «Μια φορά σε ένα γιαπί, ένας μπουλντοζιέρης έρχεται και λέει “να σας προσκυνήσω”! Με εντυπωσίασε, γιατί ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος που αγαπούσε, όπως μου είπε, τους ανθρώπους με μαλλιά που ανεμίζουν. Θα ήθελα το έργο μου ν’ απευθύνεται σε πολλούς. Τα ωραία έργα αρέσουν σε όλους. Όσο περισσότεροι, τόσο καλύτερα. Αξίζει ο καλλιτέχνης να απευθύνεται σε δύο ανθρώπους; Δεν αξίζει».