Ισχυρά πλήγματα στους μισθούς των εργαζομένων από την ακρίβεια το Δεκέμβριο με τις απώλειες να ξεπερνούν μτο 13% καταγράφει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων με τίτλο: «Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας», το οποίο καταγράφει τις επιπτώσεις του κύματος ανατιμήσεων στο εισόδημα των πολιτών και το τοπίο στην αγορά εργασία σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Σύμφωνα με το Δελτίο
- Η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω του κύματος ακρίβειας συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021. Συγκεκριμένα η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Τον ίδιο μήνα το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα απώλεσε περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση.
- Οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά το 2020 σε μονάδες αγοραστικής δύναμης μειώθηκαν το 2020 έναντι του 2019. Στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
- Σημαντική είναι η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης στη χώρα μας έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το γ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με την απόκλιση μεταξύ του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να είναι ίση με 8,8 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το γ’ τρίμηνο του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανδρών. Στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).
- Μεγάλη είναι η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020 μεγαλύτερος αριθμός γυναικών απασχολήθηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.