Γιατί έχουμε τόσους νεκρούς στην Ελλάδα: Γιατί η Ελλάδα έφτασε να θρηνεί τόσο πολλούς νεκρούς από τον κορονοϊό;
Αν και η Ελλάδα είχε λάβει εύσημα για την αντιμετώπιση της πανδημίας και είχε χαιρετιστεί ως υπόδειγμα μαζί με τη Νορβηγία και τη Φινλανδία, έφτασε να μετρά θύματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού που προσεγγίζουν τα νούμερα της Ιταλίας. Με βάση τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, από την αρχή της επιδημίας στην Ελλάδα έχουν χάσει τη ζωή τους 22.476 συμπολίτες μας από ή με κορονοϊό, 208,7 ανά 100.000 πληθυσμού.
Η χώρα μας έχει δυσανάλογα πολλούς θανάτους το τελευταίο εξάμηνο, μολονότι τα κρούσματα είναι σε σχετικά ελεγχόμενη κατάσταση —η Αυστρία έχει λίγο μικρότερο πληθυσμό από την Ελλάδα, έχει περίπου τα ίδια περιστατικά μολύνσεων, όμως έχει οκτώ φορές λιγότερους νεκρούς το τελευταίο διάστημα. Μια προσπάθεια να εξηγήσει το φαινόμενο έκανε ο Νίκος Τζανάκης, καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας και από τους γνωστούς στο πανελλήνιο ειδικούς επί την Covid-19, λόγω των τακτικών τηλεοπτικών εμφανίσεών του. Αυτή τη φορά ο κ. Τζανάκης έγραψε ένα άρθρο στα «Νέα» με τίτλο «Το φαινόμενο της υψηλής θνησιμότητας και πώς επεξηγείται».
Και σε αυτό περιέγραψε το ελληνικό πρόβλημα ως πολυπαραγοντικό
Δεν ευθύνεται μόνο η εμβολιαστική κάλυψη η οποία δεν είναι επιθυμητή, ούτε μόνο η ανεπαρκής ιατρική φροντίδα σε συγκεκριμένες περιοχές ή περιόδους (που αποκαλύφθηκε και στην περιβόητη μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα)· υπάρχουν δημογραφικοί και κοινωνικοί παράγοντες που συνθέτουν το παζλ του θανάτου. Ένας καθοριστικός παράγοντας είναι το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας αλλά και το γεγονός ότι η υγεία των πολιτών ούτως ή άλλως δεν είναι και η καλύτερη. «Η Ελλάδα είναι μια χώρα που η ποιοτική σύνθεση του πληθυσμού συμπεριλαμβάνει μεγάλο ποσοστό υπερηλίκων με πολλά χρόνια υποκείμενα νοσήματα όπως διαβήτης, ΧΑΠ, καρδιαγγειακά, κακοήθεις, παχυσαρκία», έγραψε.
Ένας άλλος είναι ότι σε αντίθεση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα, για κοινωνικούς λόγους, είναι εύκολη η μετάδοση του ιού στους γηραιότερους. «Η δομή μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας συμπεριλαμβάνει τον συγχρωτισμό τριών γενιών. Παιδιά, γονείς και παππούδες-γιαγιάδες. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται μέσω της ενδοοικογενειακής διασποράς η μόλυνση του ευάλωτου πληθυσμού των υπερηλίκων με τις γνωστές συνέπειες», σημείωσε. Φυσικά, το πρόβλημα των εκατοντάδων χιλιάδων ανεμβολίαστων ηλικίας άνω των 60 ετών είναι ένα κρίσιμο στοιχείο για τις μακάβριες πρωτιές της χώρας.
Το εμβολιαστικό ποσοστό
«Μεγάλη σημασία έχει το εμβολιαστικό ποσοστό στην ηλικιακή ομάδα άνω των 60 ετών. Στον τομέα αυτό η χώρα μας δεν τα έχει πάει καλά. Στο κρίσιμο διάστημα του τρίτου και τέταρτου κύματος περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι έμειναν εμβολιαστικά ακάλυπτοι. Είναι ακριβώς η πληθυσμιακή ομάδα που έδωσε περισσότερο από το 70% των θανάτων», τόνισε ο κ. Τζανάκης. Το πρόβλημα πρόσβασης των ασθενών σε αποτελεσματική ιατρική φροντίδα είναι επίσης σημαντικό. Όπως ανέφερε ο καθηγητής, «πολλοί θάνατοι αφενός συνδέονται με αργοπορημένη προσέλευση του ασθενούς αλλά και με την ποιότητα της ιατρικής-νοσοκομειακής φροντίδα.
Η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών εξαρτάται καθοριστικά από την πίεση του εκάστοτε τοπικού υγειονομικού σχηματισμού αλλά και την εξειδίκευση και οργάνωσή τους». Ένα άλλο σοβαρότατο ζήτημα είναι αυτό της ανθεκτικότητας των μικροβίων στην Ελλάδα λόγω της χρόνιας υπερκατανάλωσης αντιβιωτικών με συνέπεια οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις να θερίζουν. «Το θέμα των ανθεκτικών μικροβίων-μικροοργανισμών είναι ζωτικής σημασίας και συνδέεται με την ανεξέλεγκτη και αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών χρονίως στη χώρα μας, η οποία αποτελεί πανευρωπαϊκό παράδειγμα αποφυγής στον τομέα αυτόν», έγραψε. Ο ίδιος επεσήμανε την ανάγκη «να γίνουν εξειδικευμένες μελέτες ποσοτικοποίησης της συμβολής αυτών των παραγόντων στο φαινόμενο της θνησιμότητας, οι οποίες και θα καθορίσουν τις επιβαλλόμενες διορθωτικές στρατηγικές βελτίωσης».
Επιφύλαξη
Σύμφωνα πάντως, με τον κ. Τζανάκη, τα στατιστικά του κορονοϊού και οι συγκρίσεις μεταξύ κρατών πρέπει να διαβάζονται με μια κάποια επιφύλαξη. Όπως σημείωσε, υπάρχει διαφορά μεταξύ κρατών στον ορισμό του θανάτου από την Covid-19. Εγραψε χαρακτηριστικά: «Η πλειονότητα των θανάτων από κορονοϊό αφορά άτομα ηλικιωμένα με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα. Στις περιπτώσεις αυτές ο θάνατος επισυμβαίνει αρκετές ημέρες από τη λοίμωξη, η οποία κατ’ ουσία παροξύνει τα υποκείμενα νοσήματα που συμβάλλουν εντέλει αποφασιστικά στο συμβάν. Καθοριστική αφορμή ασφαλώς είναι η λοίμωξη, αλλά στις αιτίες θανάτου προφανώς συμπεριλαμβάνονται και τα υποκείμενα νοσήματα π.χ. καρκίνος. Η Ελλάδα χρησιμοποιεί τον αυστηρότερο ορισμό του θανάτου από Covid-19 όπως τον προτείνει ο ΠΟΥ. Πολλές χώρες όμως δεν πράττουν το ίδιο, με αποτέλεσμα να καταγράφουν λιγότερους θανάτους οφειλόμενους στον κορονοϊό».