Η ακρίβεια και η δυσκολία των ευάλωτων νοικοκυριών να αντεπεξέλθουν στις αυξήσεις στην ενέργεια αλλά και την κατανάλωση εξελίσσονται σε νούμερο ένα πρόβλημα για την κυβέρνηση. Στην παρούσα φάση κανένας οικονομικός δείκτης, κανένας διεθνής οικονομικός παράγοντας και κανένας αναλυτής δεν μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι αυτό το κύμα ακρίβειας θα σταματήσει σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Μάλλον το αντίθετο θα υποστήριζαν οι περισσότεροι, ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις στην ρωσοουκρανική κρίση που κάνει τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα, κυρίως στο ενεργειακό κομμάτι. Ωστόσο επειδή πολλή συζήτηση γίνεται για τους τρόπους αντιμετώπισης αυτού του κύματος της ακρίβειας, καλό θα είναι να ξεκαθαρίσουμε ότι το πρόβλημα από οικονομικό μετατρέπεται μάλλον σε πολιτικό.
Γιατί σε οικονομικό επίπεδο τα πράγματα δεν είναι και τόσο σύνθετα υπό την έννοια ότι, αν η χώρα έχει «δημοσιονομικό χώρο», τότε απλόχερα κάποιος (η κυβέρνηση εν προκειμένω) θα μπορούσε να σπαταλήσει τα χρήματα αυτά και να μειώσει τα βάρη από τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Αν δεν υπάρχει αυτός ο δημοσιονομικός χώρος, τότε οι λύσεις είναι δύο: Ή αποφασίζεις να μην ενισχήσεις κανέναν ή δημιουργείς εκείνο το δημοσιονομικό χώρο που θα σου επιτρέψει να ασκήσεις κοινωνική πολιτική είτε μέσω επιδομάτων, είτε μέσω μείωσης των τιμών στην ενέργεια.
Η λήψη της απόφασης
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όταν πρέπει να λάβεις αυτήν την απόφαση. Και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η κυβέρνηση αυτήν την στιγμή πιέζεται πολιτικά πρωτίστως από τους ίδιους τους πολίτες σε έναν τομέα που αποτελεί προνομιακό της πεδίο, την εμπιστοσύνη. Τα τελευταία τρία χρόνια οι πολίτες στράφηκαν προς την βοήθεια του κράτους λόγω της πανδημίας και διαπίστωσαν ότι αυτή δόθηκε σε όλους όσους επλήγησαν είτε μέσω απευθείας καταβολής χρημάτων (επιστρεπτέα προκαταβολή, που η επιστροφή της έχει ήδη μειωθεί), είτε μέσω πολλαπλών ρυθμίσεων και δόσεων για τα χρέη και τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν από την πανδημία, είτε μέσω μεγάλων φοροαπαλλαγών τόσο για τους πλητόμενους από τον κορονοϊό, όσο και από τις φυσικές καταστροφές.
Στις περιπτώσεις αυτές η κυβέρνηση έλαβε την πολιτική απόφαση να δώσει χρήματα και να ενισχύσει τους συμπολίτες μας. Φυσικό επακόλουθο είναι, λοιπόν, οι πολίτες να αναμένουν ανάλογη στήριξη και τώρα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποπληρωμή των λογαριασμών ρεύματος, φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά και μεγάλη συρρίκνωση της καταναλωτικής τους δύναμης λόγω της ακρίβειας ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης.
Το δίλημμα του Μαξίμου
Και εδώ ακριβώς είναι και το δίλημμα που αντιμετωπίζει το Μέγαρο Μαξίμου. Αν δηλαδή μπορεί να λάβει την πολιτική απόφαση για οριζόντια στήριξη όλων ή αν θα λάβει την απόφαση να στηρίξει στοχευμένα όσους πραγματικά έχουν ανάγκη. Ο δεύτερος πυλώνας πίεσης είναι τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που στην φάση αυτή «πλειοδοτούν» στην κρατική βοήθεια υπολογίζοντας ωστόσο σε μικροκομματικά οφέλη, δηλαδή να γίνουν αρεστοί στους πολίτες και χωρίς να αναφέρουν πουθενά έναν πιθανό δημοσιονομικό εκτροχιασμό της οικονομίας με επικίνδυνα αποτελέσματα. Στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν αντιληφθεί πολύ καλά τις πηγές πίεσης τόσο από την κοινωνία όσο και από τα κόμματα και για αυτό μέχρι στιγμής δεν έχουν ανακοινώσει το ύψος της βοήθειας που θα δοθεί αλλά και ποιοι και πόσοι θα είναι οι δικαιούχοι.
Ένα είναι σίγουρο μέχρι στιγμής, ότι η κυβέρνηση έχει λάβει την πολιτική απόαφση να δοθεί ένα επίδομα χρονικά κοντά στο Πάσχα ως ενίσχυση, είτε αυτό προκύψει από ήδη υπάρχοντα δημοσιονομικό χώρο, είτε από κάποιο δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί. Δεύτερη πολιτική απόφαση ότι το επίδομα αυτό δεν θα αποτελεί οριζόντια ενίσχυση που θα αφορά όλους, αλλά θα είναι στοχευμένη προς εκείνους που πρακτικά και αποδεδειγμένα δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο κύμα ακρίβειας σε ενέργεια και καταναλωτικά αγαθά.
Τι δεν έχει… κλειδώσει
Δύο όμως στοιχεία αυτής της εξίσωσης δεν έχουν ακόμη κλειδώσει, γιατί επηρεάζονται και από εξωγενείς παράγοντες: Το πρώτο είναι το ύψος του επιδόματος (δηλαδή αν θα είναι σταθερό ή αν θα είναι κυμαινόμενο) και το δεύτερο είναι πόσους και ποιους συμπολίτες μας θα αφορά. Επίσης, ένα δύσκολο ακόμη στοιχείο της εξίσωσης είναι αν θα αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα ή θα αφορά και επαγγελματίες ή και επιχειρήσεις και με ποια κριτήρια θα δοθεί αυτή η ενίσχυση. Τα πάντα, ωστόσο, θα κριθούν τις επόμενες εβδομάδες, οπότε και ο πρωθυπουργός θα λάβει τα ακριβή νούμερα από το οικονομικό επιτελείο, που από τις αρχές του χρόνου επεξεργάζεται το «μοντέλο» του επιδόματος.
Η τελική απόφαση θα ληφθεί σύμφωνα με πληροφορίες της Αlpha freepress στα τέλη του επόμενου μήνα και αφού συνυπολογιστούν η κατάσταση στις διεθνείς αγορές ενέργειας (πετρελαίου και φυσικού αερίου), αλλά και η εξέλιξη που θα υπάρξει στην κρίση Ρωσίας -Ουκρανίας, καθώς επίσης και οι αποφάσεις που θα λάβει συνολικά η ΕΕ. Η τελική απόφαση πάντως ανήκει για μια ακόμη φορά στον πρωθυπουργό, επιβεβαιώνοντας έτσι αυτό που αναλύσαμε παραπάνω, ότι το πρόβλημα είναι περισσότερο πολιτικό, παρά οικονομικό.