Ελλάδα – Τουρκία: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι τέτοιες συναντήσεις πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένες και με συγκεκριμένη ατζέντα.
Και κάθε φορά που επίκειται μια συνάντηση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ταγίπ Ερντογάν ακούγονται πολλά και γράφονται πολλά για την σημασία της συνάντησης, για τα θέματα που θα συζητηθούν, για το ποιος καθορίζει την ατζέντα και ποια θα είναι η έκβαση και τα αποτελέσματα μιας τέτοιας συνάντησης. Την Κυριακή όμως τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, αφού η συνάντηση μεταξύ των δύο αντρών θα γίνει στην σκιά του πολέμου στην Ουκρανία. Και τι σημαίνει αυτό; Καταρχάς θα πρέπει να δούμε λίγο το παρασκήνιο αυτής της συνάντησης: Όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε καμία συζήτηση για συνάντηση των δύο και να θυμίσουμε ότι λίγο πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία υπήρχε και ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις δηλώσεις κορυφαίων Τούρκων αξιωματούχων, που έθεταν εκ νέου θέμα αποστρατιωτικοποίησης νησιών, γεγονός που αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.
Μάλιστα είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο η ένταση, που η Αθήνα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο να μην γίνουν οι διερευνητικές επαφές, που τελικά πραγματοποιήθηκαν δύο μόλις ημέρες πριν την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Ο πόλεμος, ωστόσο, ανέδειξε την τακτική των ίσων αποστάσεων της Τουρκίας απέναντι σε Ρωσία και Ουκρανία και την ξεκάθαρη θέση της χώρας μας υπέρ των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, την ίδια ώρα που η Τουρκία μέσω δηλώσεων αξιωματούχων της γείτονος προσχωρούσε στο δόγμα του αναθεωρητισμού. Η χώρα μας έγκαιρα δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού έσπευσε να στείλει ηχηρά μηνύματα και προς την Τουρκία, αλλά και στους συμμάχους μας ότι τέτοιες απόψεις αναθεωρητισμού στην περιοχή μας δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές.
Η χρονική συγκυρία
Και μέσα σε αυτό το κλίμα που διαμορφώθηκε μετά την ρωσική εισβολή υπάρχει μια χρονική συγκυρία, που ευνόησε την συνάντηση των δύο ηγετών. Είναι η Κυριακή 13 Μαρτίου, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προγραμματίσει να βρεθεί στο Φανάρι την Κυριακή της Ορθοδοξίας, όπου θα έχει και συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Παράλληλα, την ίδια ημερομηνία στην Κωνσταντινούπολη υπάρχει κομματική εκδήλωση του Τούρκου προέδρου. Η τουρκική και η ελληνική πλευρά συμφώνησαν ότι θα μπορούσε να γίνει μια συνάντηση των δύο αντρών, που θα είναι η τέταρτη που γίνεται μεταξύ τους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά, όπως άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος κατά καιρούς, ότι τέτοιες συναντήσεις πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένες και με συγκεκριμένη ατζέντα, έτσι ώστε να αποφεύγονται όποιες παρερμηνείες μπορεί να γίνουν ηθελημένα από την τουρκική πλευρά.
Η ατζέντα της συνάντησης
Γι’ αυτόν τον λόγο ο πρωθυπουργός φρόντισε εξ αρχής να μειώσει στο ελάχιστο τις προσδοκίες για τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης και κατέστησε σαφές ότι κυριάρχο θέμα συζήτησης θα είναι τα περιφερειακά θέματα που αφορούν στον πόλεμο στην Ουκρανία. Με δεδομένο ότι και η Ελλάδα και η Τουρκία αποτελούν μέλη του ΝΑΤΟ, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα αναφερθεί στις υποχρεώσεις που εκπορεύονται από την συμμετοχή μας στην συμμαχία, αλλά και τον ρόλο που θα διαδραματίσουν οι δύο χώρες κατά την διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός θα έχει την ευκαιρία να επαναλάβει αυτό που είχε πει σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, ότι η συνάντηση θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για ένα κατέβασμα των τόνων, για να σταματήσει αυτή η αναθεωρητική ρητορική και να σταματήσουμε να ακούμε αυτές τις αδιανόητες συζητήσεις περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και περί κυριαρχίας των νησιών που συνδέεται με την αποστρατιωτικοποίηση.
Βήματα πίσω
Άλλωστε κυβερνητικές πηγές διατείνονται ότι και ο Τούρκος πρόεδρος μετά τις ηχηρότατες και εντονότατες αντιδράσεις του συνόλου του Δυτικού κόσμου απέναντι στην ρωσική εισβολή, θα κάνει αρκετά βήματα πίσω από τις αναθεωρητικές του απόψεις. Σε κάθε περίπτωση μια συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν έχει ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και στην ενίσχυση του ρόλου της ως πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή. Και όπως αναφέρουν στο Alpha freepress έμπειροι διπλωμάτες, οι δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να παραμένουν ανοιχτοί και ενεργοί ανά πάσα στιγμή.