Ουκρανοί πρόσφυγες - Μολδαβία: «Σερνόμουν στο πάτωμα, με το παιδί μου από κάτω»
Τις φριχτές στιγμές που έζησε- εκείνες που πίστεψε ότι θα ήταν οι τελευταίες της ζωής της- περιέγραψε μία Ουκρανή, που τραυματίστηκε όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι της, στο Μικολάιβ. Η Άννα Σεβίντοβα αναρρώνει πλέον σε ένα ξενοδοχείο στη Μολδαβία, που φιλοξενεί πρόσφυγες από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όμως, δεν μπορεί να ξεχάσει όσα έζησε, ούτε να ηρεμήσει, καθώς δεν ξέρει πότε θα ξαναδεί τον σύζυγό της. Για δέκα ημέρες η οικογένειά της ήταν κρυμμένη στο υπόγειο. «Νομίζαμε ότι είναι ασφαλές. Αποδείχθηκε ότι ήταν το πιο επικίνδυνο σημείο», λέει δείχνοντας φωτογραφίες. «Μία βόμβα εξερράγη στην αυλή μας και η μύτη μου χτυπήθηκε από θραύσμα, ένα κομμάτι του πυραύλου», περιγράφει στους New York Times. Στις ακτινογραφίες, σημειώνει, φαίνεται ένα τεράστιο κομμάτι μετάλλου στη μύτη της.
«Πίστεψα ότι εκείνα ήταν τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής μου. Το αίμα μου ήταν παντού στο σπίτι, σερνόμουν στο πάτωμα με το παιδί μου από κάτω μου. Ήταν και εκείνος καλυμμένος με αίμα», λέει με δάκρυα στα μάτια. «Οι ψυχαναλυτές με ρώτησαν αν είμαι εντάξει, αλλά είπα πως μπορεί να μην είμαι. Δεν νιώθω ήρεμη γιατί όλη μου η ψυχή είναι εκεί. Ανησυχώ πολύ, δεν ξέρω τι να περιμένουμε, πότε θα δω τον σύζυγό μου. Είναι πραγματικά δύσκολο», συμπληρώνει με τη φωνή της να «σπάει».
Κάποια στιγμή ο γιος της κάθεται στα γόνατά της. «Μυρίζει σαν αίμα, όπως το σπίτι», λέει το παιδί. «Το φαντάζεσαι ότι η κουβέρτα μυρίζει έτσι. Όλα είναι εντάξει, είσαι ασφαλής τώρα, έτσι δεν είναι;», του απαντά προσπαθώντας να καθησυχάσει το αγοράκι.
«Δεν ήθελα να πεθάνω στον δρόμο»
Τη δραματική ιστορία της διαφυγής τους από την υπό πολιορκία Μαριούπολη περιέγραψαν στο Reuters οι 22χρονες δίδυμες αδελφές Χάνα και Αναστασίγια Χρέτσκινα. Επί δύο ημέρες αναζητούσαν ένα όχημα για να εγκαταλείψουν την πόλη, υπό το διαρκές σφυροκόπημα των ρωσικών δυνάμεων. «Είχα χάσει την ελπίδα, γιατί οι άνθρωποι δεν σταματούσαν», λέει η Αναστασίγια, φοιτήτρια Ψυχολογίας.
Μαζί με τη μητέρα, τη θεία, μία εξαδέλφη και μια φίλη αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Μαριούπολη έπειτα από περίπου δύο εβδομάδες αδιάκοπου βομβαρδισμού από τους Ρώσους. Την πρώτη ημέρα που προσπάθησαν να διαφύγουν τα πλήγματα ήταν τόσο σφοδρά που κάθε 5-10 λεπτά έπρεπε να αφήνουν τα πράγματά τους στον δρόμο και να τρέχουν να καλυφθούν. Τελικά, εγκατέλειψαν την απόπειρα και επέστρεψαν στο σπίτι τους.
Την επόμενη ημέρα, κάποιος που έφευγε από την πόλη του με την οικογένειά του, με τέσσερα οχήματα, αποφάσισε να τις πάρει και εκείνες. Δεν ρώτησαν πού πήγαιναν. Όμως, έντρομες ανακάλυψαν ότι τα αυτοκίνητα δεν πήγαιναν στον ίδιο προορισμό και ότι είχαν χωριστεί από τη μητέρα τους. Το όχημα που επέβαιναν οι δύο αδελφές πήγε στο Μπερντιάνσκ. Εκεί, κατάφεραν να πάρουν ένα λεωφορείο του Ερυθρού Σταυρού για τη Ζαπορίζια, όπου ήλπιζαν να ξαναβρούν τη μητέρα τους. Όμως, το λεωφορείο αναγκάστηκε να σταματήσει εξαιτίας σφοδρού βομβαρδισμού.
«Έπαθα κρίση πανικού εκεί. Σκέφτηκα ότι αφού είχαμε διαφύγει από τη Μαριούπολη, δεν ήθελα να πεθάνω στον δρόμο», λέει η Αναστασίγια. Τελικά, ξαναβρήκαν τη μητέρα τους και συγγενείς τις πήραν από τη Ζαπορίζια στο Κρίβι Ριχ. «Υπάρχει πάντα μια απειλή να βρεθείς περικυκλωμένος. Δεν θέλω να το ξαναπεράσω αυτό», καταλήγει η 22χρονη.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.