Με συνέντευξή του στην «Εποχή», ο εκλογολόγος και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηλίας Νικολακόπουλος, διαβλέπει ότι θα είναι δύσκολες οι κυβερνητικές συνεργασίες, μετά τις επόμενες εκλογές. «Με τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, οι διερευνητικές που θα ακολουθήσουν τις επόμενες εκλογές, θα εξελιχθούν σε επικοινωνιακό παιχνίδι απόδοσης ευθυνών για την αδυναμία συνεργασιών», δηλώνει χαρακτηριστικά, ενώ εκτίμησε ότι δύσκολα η κυβέρνηση θα μπορέσει να αλλάξει, υπέρ της, τον εκλογικό νόμο.
«Το να ψηφίσει η κυβέρνηση δεύτερο εκλογικό νόμο μέσα στην τετραετία της αγγίζει τα όρια του αστείου. Δίνει την εικόνα ότι δεν έκανε σωστούς υπολογισμούς στην αρχή και τώρα τους ξανακάνει, με βάση τις δημοσκοπήσεις. Ούτε αυτό όμως θα της λύσει το πολιτικό πρόβλημα, το οποίο δείχνει να είναι αδιέξοδο. Τρία κόμματα, με τα όποια ποσοστά δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αν δύο από αυτά δεν συνεργαστούν, δεν υπάρχει αξιόπιστη κυβέρνηση. Αυτό το κυβερνητικό αδιέξοδο δεν επιδιορθώνεται ούτε με μία μικρή τροποποίηση του εκλογικού νόμου, από τη στιγμή που δεν υπάρχει προοπτική συνεργασίας των τριών κομμάτων ή τουλάχιστον των δύο».
Για τη φθορά της κυβέρνησης αναφέρει,
«Είναι φανερό ότι η ακρίβεια είναι το ζήτημα που απασχολεί κυρίαρχα την πολιτική συζήτηση, αλλά αποτελεί και το νούμερο ένα ζήτημα από πλευράς διαβίωσης. Ο κόσμος αποδίδει την ακρίβεια –ανεξάρτητα αν είναι εξωγενής, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, ή όχι– στις ολιγωρίες της κυβέρνησης. Αυτό αναμένεται να προκαλέσει στο μέλλον ακόμα πιο σημαντική φθορά στη δημοτικότητα της κυβέρνησης, από αυτή που ήδη καταγράφεται».
Για τις επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει:
«Αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να διαμορφώνεται ένα αντιδεξιό ρεύμα, αλλά ένα αντικυβερνητικό. Και αυτό γιατί είναι προφανές ότι οι συνθήκες που ζούμε δεν είναι με κανένα τρόπο ικανοποιητικές. Όσο αυξάνεται το αντικυβερνητικό ρεύμα, αποδυναμώνεται το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα», λέει και εξηγεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να εκφράσει το αντικυβερνητικό ρεύμα:
«Δεν έχει ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ την αξιοπιστία να εκφράσει το αντικυβερνητικό ρεύμα ως εναλλακτική κυβερνητική πολιτική. Δεν έχει, δηλαδή, εμπεδώσει την εικόνα στην κοινωνία ότι θα ήταν καλύτερα να ήταν αυτός στην κυβέρνηση. Αυτή είναι η βασική του αδυναμία, όπως διαπιστώνεται σε διάφορες δημοσκοπικές ερωτήσεις. Δεν έχει προχωρήσει σε μία πραγματική αυτοκριτική για την κυβερνητική του διαχείριση, επί τεσσεράμισι χρόνια. Μία αξιόπιστη αντιπολίτευση παραμένει το βασικό ζητούμενο. Δεν αρκεί να παρουσιάζει προτάσεις, πρέπει να δείξει ότι έχει κατανοήσει τα σφάλματα που έκανε».
Αναλύει, επίσης, γιατί τα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακούγονται πειστικά:
«Πριν από όλα θα πρέπει να κατανοήσει τι ήταν αυτό που δημιούργησε το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Ποιες συμπεριφορές κυβερνητικές ή/και μεσαίων στελεχών οδήγησαν σε μία αρνητική αξιολόγηση. Προσωπικά πιστεύω ότι η οικονομική του πολιτική αποδείχθηκε η μόνη που ήταν αξιόπιστη και μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τη μέγγενη των μνημονίων. Δεν το έχει υπερασπιστεί επαρκώς. Ακόμα μιλά για τις δύσκολες καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει, αλλά δεν έχει αξιολογήσει το ότι πράγματι αντιμετώπισε την οικονομική κρίση. Εξού και τώρα που μιλά για νέα μέτρα δεν ακούγονται απολύτως πειστικά. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα δεν έχει αποκτήσει μία ενιαία φωνή. Οι εσωτερικές τριβές που υπάρχουν –ενόψει συνεδρίου και όχι μόνο– καμία φορά δυναμώνουν, παίρνουν προσωπικούς τόνους και δεν βοηθούν στην ανάκτηση της αξιοπιστίας της κοινωνίας».
Τέλος, αναφέρει για τις επιδόσεις του ΚΙΝΑΛ:
«Το ΚΙΝΑΛ έχει κατορθώσει να συσπειρώσει παλιό κόσμο, να εκμεταλλευτεί και το αντιΣΥΡΙΖΑ και το αντικυβερνητικό ρεύμα και να είναι πλέον υπαρκτός παίκτης. Η αρχική ορμή που κατέγραψε δημοσκοπικά δεν υπάρχει πια, αλλά έχει διατηρηθεί σε έναν επίπεδο, που τον κάνει τον απαραίτητο παίκτη σε οποιαδήποτε συμμαχική κυβέρνηση. Όταν βέβαια θα προσπαθήσει να διατυπώσει θετικά αυτόν τον ρόλο, θα αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Γι’ αυτό, προς το παρόν, το αποφεύγει».