Ο Σωκράτης Στρατής, ιδιωτικός ερευνητής ο οποίος έχει διοριστεί από συγγενικό πρόσωπο της σπιτονοικοκυράς, σημειώνει ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση εγκληματικής ενέργειας. «Φοβάμαι ότι τέλειωσα την έρευνά μου και διαπίστωσα ότι άνθρακας ο θησαυρός. Δεν υπάρχει εγκληματική ενέργεια κατά την άποψή μου. Δεν υπάρχει αιτία, δεν υπήρχε λόγος». Σύμφωνα με τον κ. Στρατή, δεν υπήρχε λόγος να σκοτώσει κάποιος την ηλικιωμένη, αφού αν και προτάθηκε ως αιτία η οικονομική της επιφάνεια, μετά την έρευνα του ντεντέκτιβ διαπιστώθηκε ότι «δεν ήταν εύπορη».
Ο ιδιωτικός ερευνητής επιβεβαιώνει ότι η ηλικιωμένη είχε εξουσιοδοτήσει τον Μάνο Δασκαλάκη να διαχειρίζεται τα χρήματά της, ωστόσο τα χρέη που προέκυψαν δε συνδέονται με δραστηριότητες του 30χρονου, αλλά προϋπήρχαν. «Τα χρέη προέρχονται από παλιότερα». Όπως λέει ο ίδιος, η ηλικιωμένη δεν έχει γράψει κανένα διαμέρισμα στον Μάνο Δασκαλάκη. Απόμακρη, απρόσιτη, αντικοινωνική, γεμάτη παραξενιές και ιδιορρυθμίες. Έτσι περιγράφουν στενοί συγγενείς την σπιτονοικοκυρά της οικογένειας Δασκαλάκη.
Τι λέει ο πρώτος ξάδερφος της σπιτονοικοκυράς στην εφημερίδα Πελοπόννησος
«Είχα να συναντήσω την Εύη (Ευγενία) από το 2009, από την κηδεία του άνδρα της του Παναγιώτη. Στο Ξυλόκαστρο έγινε η κηδεία του. Εκεί είναι θαμμένος. Αλλά και πιο πριν, πάλι είχαμε χαθεί για χρόνια… Από τον γάμο της και μετά, το ’80 περίπου, κόπηκαν οι σχέσεις μας. Δεν ήθελε να ‘χει σχέσεις με κανέναν. Ήταν πολύ ιδιόρρυθμη και παράξενη η ξαδέλφη μου. Θα σας το πω όπως το νιώθω: Δεν αγαπούσε κανέναν. Ούτε τον ίδιο της τον εαυτό…
Αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται, γι’ αυτό αναστατωθήκαμε με τον θάνατό της… Από την τηλεόραση έμαθα ότι πέθανε. Αν δεν είχε ξεσπάσει αυτή η υπόθεση με την Πισπιρίγκου, ένας θεός ξέρει πότε θα το μάθαινα… Δεν ήθελε σχέσεις με κανέναν. Παντού μόνη της… Δεν ήταν ακριβώς άθεη. Αυτό δεν ισχύει. Αλλά ήθελε όταν πεθάνει, να την κάψουν. Αυτό μου το είχε πει κι εμένα, εδώ και χρόνια. Και με τον Παναγιώτη τον άνδρα της είχε τυπικές σχέσεις. Απ’ όταν ζούσαν στην Αθήνα ακόμα, είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις τους. Ένα βράδυ είχαν αρπαχτεί τόσο άσχημα στο σπίτι τους, που κατέληξαν στο ΑΤ Εξαρχείων και με κάλεσαν κι εμένα εκεί…»
«Αυτά που ακούω για περιουσίες και για λεφτά της Εύης είναι παραμύθια»
»Και το αποκορύφωμα: όταν ήρθαν στην Πάτρα για να μείνουν, η Εύη έμενε στο σπίτι του 2ου ορόφου και τον Παναγιώτη τον είχε κι έμενε σ’ ένα δώμα που υπάρχει στην ταράτσα της οικίας. Δεν φαίνεται από τις εξωτερικές φωτογραφίες το δώμα αυτό, που έμενε ο Παναγιώτης… Η Εύη είχε σοβαρά κινητικά προβλήματα. Αλλά μέχρι εκεί, αυτό ξέρω… Είχε πέσει από τη σκάλα, χτύπησε σοβαρά και της άφησε μόνιμο κουσούρι. Αυτό μου είχε πει όταν την είδα στην κηδεία του άνδρα της».
»Να φανταστείτε πως είχε στο σπίτι στην Πάτρα ηλεκτρική καρέκλα για τις σκάλες, σαν αναβατόριο… Δεν ξέρω πώς πέθανε όμως… Και πολύ θα ήθελα να μάθω πώς και από τι πέθανε, γιατί ακούμε διάφορα. Μέχρι το 2010 που γνωρίζω, είχε μόνο κινητικά προβλήματα… Αυτά που ακούω για περιουσίες και για λεφτά της Εύης είναι παραμύθια. Τίποτα δεν είχε, αυτό ξέρω εγώ… Εκτός κι αν κέρδισε κανά Τζόκερ. Πήραν δάνειο κι έφτιαξαν τον 2ο όροφο του σπιτιού. Και νομίζω πως είχε πολλά χρέη από τραπεζικά δάνεια».
Από την πλευρά του ο Δημήτρης Κούτρας, πρώτος ξάδερφος της σπιτονοικοκυράς δηλώνει
«Δεν πάταγε ποτέ το πόδι της στο χωριό η Ευγενία. Και δεν ήθελε σχέσεις με κανέναν. Πενήντα χρόνια και δεν ήρθε μια φορά… Ήρθε μόνο στην κηδεία του πατέρα της, φάγαμε, τα ‘παμε, μετά εξαφανίστηκε. Ξανάρθε στην κηδεία της μάνας της, μετά από μερικά χρόνια, αλλά τότε έφυγε κατευθείαν. Μυστήριο τρένο η Ευγενία. Από μικρή έτσι ήταν. Ανάποδη σε πολλά. Εκείνα τα χρόνια πέρναγε από το μυαλό μας, πως μπορεί να ήταν λιγάκι αναρχική. Σε όλα ανάποδη. Ένιωθα, πως μας θεωρούσε λιγάκι παρακατιανούς. Αλλά μπορεί να ‘ναι δικό μου το λάθος. Εγώ το ένιωθα έτσι. Ήταν αλλού γι’ αλλού, όμως, η Ευγενία. Εκ γενετής, πιστεύω. Το γονίδιό της ήταν έτσι…
Δεν ήθελε οικογένεια. Απορώ γιατί παντρεύτηκε… Ούτε παιδιά ήθελε. Δεν είναι, όπως ξέρω, ότι είχε κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα και δεν έκανε παιδιά. Δεν ήθελε παιδιά. Τις παραξενιές που είχε μικρή, τις κουβάλησε, πιστεύω, ως το τέλος της ζωής της. Μετανιώνω, όμως. Έπρεπε να την είχα πλησιάσει εγώ, να είχα πάει να την βρω κι ας μ’ έδιωχνε. Και τώρα ξαφνικά, βλέπουμε στην τηλεόραση πως η ξαδέρφη έχει πεθάνει δυο χρόνια τώρα…».