Λέπρα στην Ελλάδα: Νέο κρούσμα λέπρας, αυτή τη φορά στην Πάτρα. Νοσηλεύεται στη δερματολογική κλινική η 65χρονη.
Γυναίκα με λέπρα νοσηλεύεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας στο Ρίο. Η είδηση προκαλεί ανησυχία καθώς είναι το δεύτερο κρούσμα που εντοπίζεται στην Ελλάδα, για ένα βακτηρίδιο που θεωρητικά έχει εξαφανιστεί από την Ευρώπη. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, πρόκειται για γυναίκα 65 ετών αλβανικής καταγωγής και νοσηλεύεται στη δερματολογική κλινική απομονωμένη. Την είδηση επιβεβαίωσε στην ΕΡΤ και ο αντιπεριφερειάρχης.
Το κρούσμα λέπρας στο νοσοκομείο “Αττικόν”
Υπενθυμίζεται ότι το νοσοκομείο “Αττικόν” επιβεβαίωσε πριν λίγες ημέρες, άλλο κρούσμα λέπρας.
“Το περιστατικό ήταν από την Πελοπόννησο, δεν ήταν από την Αθήνα και το βρήκαμε την προηγούμενη εβδομάδα”, είπε ο καθηγητής Μικροβιολογίας του νοσοκομείου, Σπυρίδων Πουρνάρας.
“Βρήκαμε ότι υπάρχει μικροβακτηρίδιο λέπρας. Είχαμε βρει και πρόπερσι- το 2020- άλλο ένα κρούσμα. Θέλω να σας πω ότι υπάρχουν κρούσματα παλιών ασθενειών, υπάρχουν από λίγα σποραδικά. Πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση να τα βρούμε, για να μην διασπαρούν”, πρόσθεσε, μιλώντας στο OPEN.
Τι είναι η λέπρα, συμπτώματα, μετάδοση, θεραπεία
Η λέπρα που αποκαλείται επίσης νόσος του Χάνσεν, προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (Mycobacterium leprae). Η ασθένεια δεν έχει εξαφανιστεί. Πρόκειται για μια χρόνια βακτηριδιακή ασθένεια του δέρματος και των περιφερικών νεύρων που μπορεί να προχωρήσει και να προσβάλει εσωτερικά όργανα εάν δεν τύχει της κατάλληλης θεραπευτικής αντιμετώπισης. Σε μερικές μορφές της λέπρας, μπορούν να προσβληθούν η μύτη, ο λαιμός, τα μάτια και οι όρχεις. Η λέπρα προσβάλει άτομα οποιασδήποτε ηλικίας. Είναι όμως πολύ σπάνια σε παιδιά κάτω των 3 ετών. Ο τρόπος με τον οποίο μεταδίδεται η λέπρα, παραμένει ακαθόριστος.
Είναι πιθανόν ότι η λέπρα μεταδίδεται λόγω στενής και συχνής επαφής με ανθρώπους που είναι ήδη μολυσμένοι με το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας. Το βακτηρίδιο μπορεί να εισέλθει στο σώμα διαμέσου της μύτης ή δέρματος που παρουσιάζει βλάβες. Ο χρόνος επώασης της νόσου θεωρείται ότι μπορεί να κυμαίνεται από 9 μήνες έως 20 χρόνια. Οι ασθενείς με λέπρα που δεν υποβάλλονται σε θεραπεία, έχουν εκατομμύρια μυκοβακτηρίδια στη μύτη τους που είναι σε θέση να μεταδίδουν τη νόσο.
Τα συμπτώματα:
Το πρώτο σημείο της νόσου συχνά ξεκινά με μια κόκκινη κηλίδα στο δέρμα που έπειτα απλώνεται παντού. Μπορεί να αλλάζει τη χροιά δέρματος και των μαλλιών και τα κάνει πιο ξηρά.
Δημιουργούνται βλάβες του δέρματος τις οποίες ο ασθενής δεν αισθάνεται, παρουσιάζουν αναισθησία, είναι ανώδυνες. Οι βλάβες οφείλονται σε προσβολή των αισθητικών νεύρων. Η αναισθησία που δημιουργείται καθιστά τα άκρα ευάλωτα σε τραυματισμούς ή εγκαύματα που μπορούν να οδηγούν σε απώλεια χεριών, ποδιών, των δακτύλων τους και ακρωτηριασμούς
Αιμορραγία και συμφόρηση της μύτης
Απώλεια τριχών στα φρύδια, στα βλέφαρα και αλλού στο σώμα
Παραμορφώσεις στα χέρια και στα πόδια
Βλάβες στα μάτια και τύφλωση λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου
Η λέπρα μπορεί να αντιμετωπισθεί με αντιβίωση
Η θεραπεία που ανακαλύφθηκε πριν από 20 χρόνια, περιλαμβάνει διάφορα αντιβιοτικά που πρέπει να λαμβάνονται για τουλάχιστον 6 μήνες για μερικά χρόνια. Στις περισσότερες περιπτώσεις η δυνατότητα του ασθενή να μεταδίδει τη νόσο σε άλλους, χάνεται σε μερικές ημέρες έως μερικούς μήνες από την έναρξη της θεραπείας. Η πρόληψη της λέπρας περιλαμβάνει την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία που σταματούν την εξάπλωση της νόσου. Άνθρωποι που ζουν στο ίδιο σπίτι με το άτομο που πάσχει και οποιοσδήποτε έρχεται σε στενή επαφή με μολυσμένο άτομο, πρέπει να εξεταστούν από γιατρό και να εξετάζονται από γιατρό κάθε χρόνο για τουλάχιστον 5 χρόνια.
Για τους ασθενείς που παίρνουν θεραπεία δεν υπάρχουν περιορισμοί για να εργάζονται ή να πηγαίνουν σε σχολείο. Η λέπρα είναι νόσημα που πρέπει να δηλώνεται από τους γιατρούς στις αρμόδιες αρχές. Δεν υπάρχει εμβόλιο κατά της λέπρας. Όμως το εμβόλιο κατά της φυματίωσης (BCG), μπορεί να δίνει κάποια προστασία κατά της λέπρας διότι το μικρόβιο που προκαλεί τη λέπρα είναι συγγενικό του μικροβίου που προκαλεί τη φυματίωση. Η λέπρα είναι συχνότερη σε χώρες της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής. Σε χώρες της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου η νόσος είναι σπάνια, οι περισσότερες περιπτώσεις που καταγράφονται είναι σε μετανάστες, εργαζομένους ή πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες στις οποίες υπάρχει η νόσος.