Απόλυτη δικαίωση για την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που καταργεί τις αμβλώσεις πρέπει να νιώθει ο πιο συντηρητικός δικαστής του, ο Clarence Thomas. Πρόκειται για τον πιο «παλιό» δικαστή, καθώς στα 73 του έτη διανύει την τέταρτη δεκαετία σε αυτή τη θέση, τοποθετημένος στις αρχές του 1990 από την κυβέρνηση Μπους. Aποτελούσε πάντα βασικό πολέμιο του δικαιώματος στην άμβλωση, ενώ όπως γράφει στο σκεπτικό της ψήφου του, ήρθε η ώρα να επαναξιολογηθούν και άλλα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι πρέπει να «επαναξιολογηθούν» παλαιότερες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου περί της αντισύλληψης, περί του σοδομισμού και περί της νομιμοποίησης του γάμου των ομοφυλόφιλων.
O δικαστής αναφέρεται συγκεκριμένα σε τρεις αποφάσεις: την «Γκρίσγουολντ εναντίον Κονέκτικατ» του 1965, που αφορά στο δικαίωμα στην αντισύλληψη, τη «Λόρενς εναντίον Τέξας» του 2003 που καθιστά αντισυνταγματικούς τους νόμους οι οποίοι ποινικοποιούν τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου και την «Ομπεργκέφελ εναντίον Χότζις», του 2015, που εγγυάται τον γάμο για όλους. Αυτή η τελευταία απόφαση συνιστά τον κύριο στόχο της θρησκευόμενης δεξιάς στις ΗΠΑ.
Το Δικαστήριο «έχει καθήκον να διορθώσει το λάθος»
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτές οι νομολογίες στηρίζονται στο ίδιο άρθρο του Συντάγματος με εκείνην που προστάτευε μέχρι σήμερα το δικαίωμα στην άμβλωση. Το Δικαστήριο «έχει καθήκον να διορθώσει το λάθος» που εισήχθη με την υιοθέτησή τους, πρόσθεσε. Θα πρέπει επίσης να αναλυθεί εάν άλλα άρθρα του Συντάγματος «προστατεύουν τα μυριάδες δικαιώματα» που «παρήχθησαν» κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον δικαστή.
Αν είναι στο χέρι του, δηλαδή, τα χάπια και οι άλλες μέθοδοι αντισύλληψης πρέπει να καταργηθούν, ενώ και το δικαίωμα των ομοφυλόφιλων περί νομικής ένωσής τους θα είναι επίσης παράνομο. «Κατά την άποψή μου, εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετωπίσει μια παλαιότερη απόφαση που είναι λάθος, τότε οφείλει να διορθώσει αυτό το λάθος, παρά τους όποιους παράγοντες μπορεί να το εμποδίζουν να το πράξει αυτό», είχε πει το 2019.
Είχε κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχλησηκ, δικαιώθηκε
Μεγαλωμένος φτωχικά στην Πολιτεία της Γεωργίας, ξεκινώντας από δικηγόρος, σχετικά γρήγορα έφτασε ψηλά στο δικαστικό αξίωμα. Το 1991 είχε κατηγορηθεί από μια γυναίκα για σεξουαλική παρενόχληση -και ενώ ήταν παντρεμένος στον δεύτερο γάμο του- και η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, όπου δικαιώθηκε οριακά, με ψήφους 52-48. Ο Thomas Clarence είναι εύκολα προβλέψιμος σε όλες του τις απόψεις. Όποιο αμφιλεγόμενο ζήτημα μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών υπάρχει, ο δικαστής είναι πάντα θερμός υπέρμαχος των δεύτερων.
Το 1997, σε μια πολύκροτη δίκη, είχε υπερασπιστεί το «ατομικό δικαίωμα» των Αμερικανών στην οπλοκατοχή στο σπίτι. Κέρδισε. Το 2017 υπερασπίστηκε την άποψη της κατοχής του όπλου και εκτός σπιτιού. Ο ίδιος τίθεται υπέρ της χαλάρωσης της διάκρισης μεταξύ εκκλησίας και κράτους, θέλοντας αυτοί οι δύο φορείς να συμπορεύονται περισσότερο. Με κάποιες απόψεις του, πάντως, λογικά διαφωνούν και πολλοί Ρεπουμπλικανοί.
Το ζήτημα της θανατικής ποινής
Για το αμφιλεγόμενο ζήτημα της θανατικής ποινής, για παράδειγμα, ο δικαστής έχει ξεκάθαρη άποψη: Θέλει να γίνονται εκτελέσεις καταδικασμένων «με περισσότερη ευκολία», αλλά και να περιοριστεί η «ερμηνεία» περί του ποια είναι η «σκληρή» και «απάνθρωπη» τιμωρία. Δεν συμφωνεί επίσης με τη δικαιοδοσία ορισμένων φορέων να επιβάλλουν περιορισμούς σε ζητήματα όπως η «προστασία του περιβάλλοντος». Όπως αναφέρει το CNN, επί προεδρίας Τραμπ, κανείς δεν ευνοήθηκε περισσότερο από τον Clarence Thomas -άλλοι δύο ανώτατοι δικαστές, με τους οποίους ερχόταν συχνά σε αντιπαράθεση σε σημαντικές αποφάσεις, απομακρύνθηκαν τότε συνοπτικά.
Πλέον, η πλειοψηφία των δικαστών -που αρκεί για να λαμβάνονται οι αποφάσεις- είναι δικοί του… «Το ότι αυτή τη στιγμή ο Clarence Thomas κερδίζει, δεν σημαίνει ότι οι απόψεις του συνάδουν πραγματικά με το Σύνταγμα, ή ότι οι αποφάσεις του κάνουν τις ΗΠΑ μια καλύτερη χώρα για τους πολίτες της. Κάποια στιγμή η ιστορία θα κρίνει τον Clarence Thomas, αλλά, προς το παρόν, είναι το δικό του Ανώτατο Δικαστήριο και θα παραμείνει έτσι για αρκετό καιρό ακόμα», καταλήγει το CNN στο άρθρο του.